Το μεγάλο θέατρο είναι αλληλεγγύη των τεχνιτών του. Θυμηθείτε: «Αμφιτρύων» του Μενάνδρου, του Πλαύτου, του Μολιέρου, του Κλάιστ, του Ζιρωντού. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης λοιπόν δανειζόταν στημόνι αλλά το χαλί το κάνει το υφάδι κι ο υφαντής.


Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν ως επαγγελματίας θεατής έκρινα τα έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη είχα διατυπώσει τη διαπίστωση πως ο Καμπανέλλης, δεινός μάστορας στη διαγραφή ψυχολογικών διακυμάνσεων σε πολυσύνθετους χαρακτήρες, και δεινότερος στη δημιουργία σκηνών με έντονο συγκρουσιακό περιεχόμενο αλλά συνάμα και τρυφερός λυρικός, δεν είχε την ικανότητα να εφευρίσκει υποθέσεις, ιστορίες. Επρεπε να καταφεύγει σε ετοιμοπαράδοτες είτε στη λαϊκή παράδοση είτε στη λογοτεχνία είτε στο ίδιο το θέατρο. Και έφερνα ως αποδεικτέο υλικό και το «Μεγάλο παιχνίδι» του Τερζάκη που διαδραματιζόταν σε μια αθηναϊκή αυλή με κατοίκους ντοστογιεφσκικούς φτωχοδιάβολους ελληνικού «Βυθού», και το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Δέλτα, και το διήγημα του Κάφκα «Η αποικία των τιμωρημένων» κ.ά. Οταν πρωτοδιατύπωσα την παρατήρησή μου για την καταφυγή του σε ασφαλείς υποθέσεις άλλων πηγών άρα την αδυναμία του ή την άρνησή του να δημιουργήσει δικές του, είχε πικραθεί. Σε μια παρατεταμένη ανοιχτή και φιλική μας συζήτηση του εξήγησα πως η παρατήρησή μου δεν ήταν ψόγος ούτε αυτή η τακτική αποτελεί δραματουργικό ελάττωμα. Θυμηθήκαμε μαζί πως και οι τρεις τραγικοί αντλούσαν τους «μύθους» τους από τη μυθολογική ή την ομηρική παράδοση, ενώ ο Αγάθων που εφεύρισκε δικούς του θεατρικούς μύθους, ούτε άρεσε στην εποχή του ούτε διασώθηκε το έργο του. Του ζήτησα τότε να μου βρει έστω και μια «ιστορία» του Σαίξπηρ που να είναι δική του. Αφήνω πως ο «Φάουστ» του Γκαίτε, ο «Δον Ζουάν» και ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου είχαν πίσω τους περισσότερα από ένα πρότυπα. Λογικά πείστηκε αλλά τον κατάτρεχε η φοβία των μετρίων και κακεντρεχών της αγοράς που πάντα «συσχετίζουν κοντά»! Ετσι έκρυψε και την αναφορά της «Αυλής των θαυμάτων» σε άλλο πρότυπο. Και όχι, βέβαια, αυτό που η κακεντρεχής αγορά επιπόλαια του φόρτωσε τις «Σκηνές του δρόμου» του Ελμερ Ράις που είχε ανεβάσει έναν χρόνο πριν ο Μουσούρης. Σ΄ αυτή την υπόθεση εμπλέκομαι κι εγώ χωρίς, βεβαίως, να το έχω επιδιώξει. Ιδού πώς:

Πριν από περίπου είκοσι χρόνια μου τηλεφώνησε η χήρα του Κώστα Χατζηαργύρη, του σημαντικού δημοσιογράφου, που υπήρξε και η χήρα του Κώστα Χατζηαργύρη, του πεζογράφου, πρώτου εξαδέλφου του δημοσιογράφου.

Εκείνος ο πεζογράφος και επαγγελματίας τυπογράφος υπήρξε ο πρώτος σύζυγος της Ελένης Χατζηαργύρη (την είχε παντρευτεί μαθήτρια της Σχολής του Κουν). Η χήρα των δύο Χατζηαργύρηδων με πληροφόρησε πως είχε στην κατοχή της από τον πρώτο άντρα της, τον πεζογράφο, τα άπαιχτα θεατρικά του έργα και επιθυμούσε να μου τα προσφέρει να τα μελετήσω και να τα αξιολογήσω. Εγώ δημοσίευσα ένα αναλυτικό άρθρο με αξιολόγηση αυτού του άγνωστου υλικού στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» για τον Κώστα Χατζηαργύρη. Ανάμεσα στα άπαιχτα εκείνα έργα υπήρχε ένα τρίπρακτο δράμα, θα έλεγα λαϊκό μελό, με τον τίτλο «Η παλιά αυλή». Επειδή θαύμαζα τον πεζογράφο Χατζηαργύρη (ιδιαίτερα για το αριστούργημά του «Ο θρύλος του Κωσταντή») θυμήθηκα πως στη σειρά της «Εστίας» υπήρχε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η παλιά αυλή». Εκανα την αντιπαραβολή και διαπίστωσα πως ο Χατζηαργύρης είχε διασκευάσει σε πεζό το παλιότερο χρονολογικά θεατρικό του κείμενο. Ο Χατζηαργύρης ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του «Θεάτρου Τέχνης», φίλος και συνεργάτης του Κουν. Μετά όμως το 1953 είχε αποχωρήσει από το σωματείο. Στο άρθρο μου στο «Διαβάζω» είχα κάνει υπαινιχτικές υποθέσεις για την αποχώρησή του και ευθέως συνέδεα την «Παλιά αυλή» με την «Αυλή των θαυμάτων», όπου, βέβαια, θεωρούσα πως το έργο του Καμπανέλλη ήταν θεατρικά, κοινωνιολογικά και ιδεολογικά σημαντικότερο και προϊόν μεγάλης έμπνευσης και φαντασίας.

Παρόλες τις νύξεις μου ο Κουν, που εμμέσως τον προκαλούσα, αλλά και ο Καμπανέλλης εσιώπησαν. Ο δεύτερος εξήγησε αργότερα τι συνέβαινε. Μετά την ίδρυση του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών των Αθηνών (1990) όπου δίδαξα επί είκοσι χρόνια, αφιέρωσα δέκα εξάμηνα, όπου στο καθένα δίδασκα έναν ζώντα σύγχρονο θεατρικό συγγραφέα. Αρχισα, όπως ήταν φυσικό, με τον Καμπανέλλη. Στο τελευταίο μάθημα καλούσα αυτοπροσώπως τον διδασκόμενο να παρευρεθεί στο αμφιθέατρο.

Ο Καμπανέλλης ήρθε και τον αιφνιδίασα. Είχα επιφορτίσει τον έξοχο φοιτητή μου (σημερινό ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό) Κωνσταντίνο Μπούρα αλλά και τον τωρινό επίκουρο καθηγητή Θεατρολογίας και τότε φοιτητή μου Ιωσήφ Βιβιλάκη να παρουσιάσουν εργασίες για τον Καμπανέλλη. Ανάμεσά τους και σύγκριση της «Παλιάς αυλής» του Χατζηαργύρη και της «Αυλής των θαυμάτων». Η εργασία κατέληγε στο αυτονόητο άλλωστε συμπέρασμα πως το έργο του Καμπανέλλη ήταν ωριμότερο, τεχνικότερο και θεατρικά εντελέστερο.

Ο Καμπανέλλης άκουσε ψύχραιμα την ανάγνωση στο αμφιθέατρο της εργασίας όταν μείναμε μόνοι με διαβεβαίωσε πως δεν είχε διαβάσει το άρθρο μου στο «Διαβάζω» και μου εξέφρασε την έκπληξή του για το δεδομένο της ομοιότητας. Ποτέ ο Κουν δεν του είχε αναφέρει τίποτε. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ο συνιδρυτής του «Θεάτρου Τέχνης» Χατζηαργύρης είχε υποβάλει το έργο του στον Κουν και δεν το ενέκρινε. Φαίνεται όμως ότι τον γοήτευσε η υπόθεση, η ιδέα και, χωρίς να ειδοποιήσει τον Καμπανέλλη, του ζήτησε να γράψει ένα έργο μ΄ αυτό το δεσπόζον σκηνικό. Οταν είδε παιγμένη την «Αυλή των θαυμάτων» θύμωσε και αποχώρησε από το «Θέατρο Τέχνης». Εκείνο που κανένας έως σήμερα δεν θέλησε να δει είναι πως και «Η παλιά αυλή» «πατάει» επάνω στην αυλή του Π. Χορν στο «Φιντανάκι» και πιο πίσω στους «Κούρδους» του Γιάννη Καμπύση (19ος αι.).