Το 1948 είναι μια σκληρή χρονιά για την Ελλάδα. Ο Εμφύλιος κορυφώνεται ενώ η χώρα δεν έχει προλάβει να μετρήσει τα τραύματά της από την ιταλογερμανική κατοχή.
Στις 24 Φεβρουαρίου φτάνει στην Αθήνα ο στρατηγός Βαν Φλιτ, διοικητής της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής και Προγραμματικής Ομάδας που ηγείται των προσπαθειών για την οριστική συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σε αυτό το φόντο – αλλά με τις νωπές μνήμες της Κατοχής – ο Βασίλης Τσιτσάνης γραμμοφωνεί την περίφημη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Ζεϊμπέκικο θλιμμένο που αποτυπώνει το κλίμα της εποχής σε αντιδιαστολή με άλλα είδη τραγουδιού.
Τα λόγια του ίδιου του τρικαλινού συνθέτη σε δύο πολύ μεταγενέστερες συνεντεύξεις του φωτίζουν τον πυρήνα της έμπνευσης ενός λαϊκού τραγουδιού που έμελλε να χαρακτηριστεί δεύτερος εθνικός ύμνος και εγγράφηκε στο συλλογικό DNA με τις εκατοντάδες επανεκτελέσεις του.
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Εξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι. Ο πρώτος του τίτλος ήταν “Ματωμένη Κυριακή”» αφηγείται ο δημιουργός το 1972 στον Γιώργο Λιάνη και στο περιοδικό «Επίκαιρα».
Εναν χρόνο αργότερα, στον Γιώργο Πηλιχό και στα «ΝΕΑ» χαρτογραφεί ακόμη περισσότερο το πλαίσιο: «To ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του… Ηθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες».
Για την ιστορία: η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού είναι από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου.
Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνεία που όλοι θυμούνται και έχουν ταυτίσει με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι αυτή του 1959 όπου ο Στέλιος Καζαντζίδης συμπράττει με τη Γιώτα Λύδια και τη Μαρινέλλα. Μάλιστα με την εν λόγω επανεκτέλεση έγινε η αρχή για την πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου που πήρε σάρκα και οστά τη δεκαετία του ’60.
Βεβαίως, όπως κάθε ποίημα του ανθρώπινου πολιτισμού, έτσι κι εδώ οι σκιές δεν έλειψαν. Από νωρίς τίθεται ζήτημα πατρότητας του τραγουδιού και οι αντιδικίες μεταξύ του Τσιτσάνη και των αμφισβητιών του χτυπάνε κόκκινο.
«Πες μου, με το χέρι στην καρδιά, εσύ έγραψες τα λόγια για τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” ή κάποιος άλλος;». «Αστειεύεσαι; Εγώ βέβαια! Και ξέρεις πώς το εμπνεύσθηκα; Ημουνα στη Θεσσαλονίκη. Είχε χιονίσει. Βγήκα να περπατήσω και είδα, πάνω στο χιόνι, αίματα από συμπλοκή ανάμεσα σε στρατιώτες και αντάρτες. Μαράθηκε η ψυχή μου. Ηταν Κυριακή».
«Εμένα άλλα μου ‘χει πει ο Αλέκος Γκούβερης, ο συμπατριώτης σου. Εχω και κασέτα…».
«Τι σου είπε;».
«Πως αυτός έχει γράψει τους στίχους… Ηταν μια συννεφιασμένη Κυριακή στα Τρίκαλα κι αυτός πήγαινε για το γήπεδο. Στον δρόμο, εμπνεύσθηκε το τραγούδι. Και μετά το ματς, έκατσε και το έγραψε. Μου είπε μάλιστα ότι παίρνει και ποσοστά…».
«Ας τα αφήσει αυτά. Ακου ο Γκούβερης! Γι’ αυτό σου λέω ότι δεν είναι άνθρωποι» ανέφερε ο Βασίλης Τσιτσάνης σε συνέντευξή του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο που δημοσιεύθηκε στο «Δίφωνο» τον Ιανουάριο του 1998.
Το 1973 ο δημοσιογράφος Γιώργος Κοντογιάννης δημοσίευσε στον «Ταχυδρόμο» την άποψη του Ηλία Πετρόπουλου ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν είχε στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη αλλά του Αλέκου Γκούβερη και του Νίκου Ρούτσου.
Τον Ιανουάριο του 2004 δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα των «ΝΕΩΝ» χειρόγραφη δήλωση του Γκούβερη από το Ιστορικό Αρχείο Τσιτσάνη με ημερομηνία Σεπτεμβρίου 1947, με την οποία δηλώνει ότι έγραψε τους στίχους μόνο μιας στροφής.
Μακροχρόνια ήταν η δικαστική διαμάχη Τσιτσάνη – Νίκου Ρούτσου για 18 τραγούδια (ανάμεσά τους και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»). Στις 5-7-1977 – διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής – πως ο Τσιτσάνης κέρδισε το δικαστήριο.
Για την ιστορία, στον κατάλογο της ΑΕΠΙ η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ανήκει στον Τσιτσάνη. Και σίγουρα σε όλους τους Ελληνες.
Αύριο: «Lambada»
από τους Kaoma