Σε μια έρημο με αμπέχονα, ζιβάγκο και τύπους με μούσια που αφισοκολλούσαν για την ΚΝΕ, τον Ρήγα Φεραίο και τη Νεολαία ΠΑΣΟΚ τους δρόμους της Αθήνας, έσκασε σαν κεραυνός ο δίσκος «Σκουριασμένα χείλια» με τη Βίκυ Μοσχολιού και έναν περίεργο διοπτροφόρο νέο από την Καλλιθέα, που τότε πάντως τότε έμενε στο Παλαιό Φάληρο, τον Σταμάτη Κραουνάκη.
Η ιδιότυπη σύμπραξη της λαϊκής ιέρειας που ήταν ήδη σταρ, με τον νεαρό συνθέτη και τον στιχουργό Κώστα Τριπολίτη παραξένεψε και άρεσε πολύ. Και είναι ιδιότυπη σύμπραξη αφού ο Κραουνάκης είχε κάνει έως τότε μόνο δύο και άγνωστες δισκογραφικές δουλειές, «Το όνειρο του Βασίλη» και «Το σπίτι του Αγαμέμνονα», δηλαδή μουσική για θέατρο. Από την άλλη, ο Τριπολίτης είχε κάνει αίσθηση με τον πολιτικοκοινωνικό στίχο του αλλά και με το «Δεν λες κουβέντα» του Δήμου Μούτση, το οποίο είχε ερμηνεύσει η δωρική Σωτηρία Μπέλλου. Προσθέστε στα παραπάνω πως η παραγωγή στα «Σκουριασμένα χείλια» είναι του Γιώργου Μακράκη, η ιδέα του Αλέκου Πατσιφά, ενώ κάνει στιχουργικό ντεμπούτο στον δίσκο με το τραγούδι «Να σου λερώνω το φιλί» ένα νεαρό κορίτσι με μαύρα κοκάλινα γυαλιά: η Λίνα Νικολακοπούλου.
Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το «Επεμβαίνεις» με την απρόβλεπτη συμμετοχή του συνθέτη και σολίστα του μπουζουκιού Γιώργου Ζαμπέτα. Ας δούμε πώς θυμάται την εποχή των «Σκουριασμένων χειλιών» και του «Επεμβαίνεις» ο συνθέτης Σταμάτης Κραουνάκης που διηγείται στα «ΝΕΑ»: «Ολα άρχισαν από τον στίχο του Κώστα Τριπολίτη στο συγκεκριμένο τραγούδι, που ήταν γραμμένος για άνδρα. Εγραφε: “Επεμβαίνεις με πυρά κατευθυνόμενα στους φίλους μου, στο σπίτι και στην γκόμενα…”. Και ρεφρέν: “Είσαι σκέτο παρακράτος και προβοκατόρισσα…”. Τότε ο παραγωγός Γιώργος Μακράκης μού έφερνε αβέρτα στίχους του Τριπολίτη. Χωρίς να ξέρουμε τι θα τους κάνουμε. Κάποια στιγμή σκάει η είδηση: θα συνεργαστείς με τη Μοσχολιού. Τρελάθηκα. Ηλθε η Βίκυ στο σπίτι ένα μεσημέρι – έμενα τότε στο Παλαιό Φάληρο – και κάθησε δίπλα στο πιάνο ακούγοντας τα τραγούδια. Φορούσε ένα καλοκαιρινό τσίτι. Βάλαμε και το “Επεμβαίνεις” ως επιτυχία και αποφασίζουμε ότι θα υπερβούμε τον στίχο και θα βάλουμε ένα σημείο όπου ο στίχος θα παρηχεί. Είχαμε θέμα με το ρεφρέν», σημειώνει ο Κραουνάκης. «Και αυτό αφού ενώ ήταν ανδρικό τραγούδι με τον στίχο “γκόμενα” θα το ερμήνευε γυναίκα. Επρεπε να βρεθεί μια λύση.
Μου έλεγε λοιπόν ο Μακράκης: “Πες το εσύ”. Είπα όχι. Ο Αλέκος Πατσιφάς είχε απορρίψει έξι μήνες πριν τα τραγούδια αφού δεν του άρεσαν. Υστερα από λίγο καιρό τού τα ξαναπήγε ο Μακράκης και έκρυψε ότι είναι δικά μου. Του είπε μάλιστα ότι ήταν κάποιου Χαλκίδη. Του άρεσαν, ζήτησε ο Πατσιφάς να γνωρίσει τον Χαλκίδη και τότε ο Μακράκης τού αποκάλυψε ότι είναι δικά μου. Ο Πατσιφάς τα ενέκρινε αφού πια ήταν εκτεθειμένος! Με φώναξε έπειτα από λίγο ο Μακράκης και καθώς τα γράφαμε, του πρότεινα για το “Επεμβαίνεις” να φέρουμε τον Ζαμπέτα.
“Βάλ’ τον να το σκεφτεί ο Πατσιφάς”, είπα στον Μακράκη. Δεν ξέρω πώς του το σέρβιρε και εκείνος αποφάσισε: “Ο Ζαμπέτας θα το πει!”. Ο Μακράκης τηλεφώνησε στον Ζαμπέτα και τον κάλεσε.
“Εντάξει ρε μάγκες”, είπε εκείνος. Ηλθε στο στούντιο, ήπιε το καφεδάκι του και μου είπε μόλις άκουσε τα τραγούδια: “Μπράβο ρε πιτσιρικά, θα γράψεις, θα μιλήσουμε για σένα!”. Το τραγούδι άρεσε, ο δίσκος έκανε επιτυχία και με σύστησε δυναμικά στον κόσμο. Την ώρα που βγήκε ο δίσκος, δεν είχα φράγκο. Και η Μοσχολιού ήταν θεά στις ερμηνείες της. Πίστεψε μάλιστα πως της άνοιγαν νέο δρόμο, την ανανέωσαν αυτά τα τραγούδια. Είχαν ένα ατού: ενώ ο στίχος ήταν σκληρός, η μελωδία ήταν ζεστή. Ηταν η πρώτη φορά που ο Τριπολίτης ακούστηκε τόσο ερωτικός». Ο δίσκος έκανε τη διαδρομή του.
Τα: «Κόκκινο κουμπί», «Σε θέλω», «Συχνότητα», «Πώς έφυγες» – που έκλαψε η Μοσχολιού όταν το άκουσε πρώτη φορά – αγαπήθηκαν από ένα κοινό ενδιάμεσο της μεγάλης πίστας και των πολιτικών, μεταπολιτευτικών τραγουδιών. Ισως και από το ίδιο νεανικό κοινό που τρία χρόνια πριν είχε λατρέψει τον δίσκο «Εκδίκηση της Γυφτιάς». Και αν οι Ρασούλης – Ξυδάκης – Κοντογιάννηδες – Σαββόπουλος είχαν απενοχοποιήσει το λαϊκό τραγούδι με αυτή τη δουλειά, οι Κραουνάκης – Τριπολίτης – Μοσχολιού άνοιξαν νέους δρόμους σε στίχο και μελωδίες. Σε ένα μεταπολιτευτικό τοπίο, της μικροαστικοποίησης των κοινωνικών στρωμάτων. Και της μικροαστικοποίησης των συναισθημάτων τους.