Δικηγορία, δημαρχία, δολοφονίες… Στην πορεία του 73χρονου σήμερα αρχηγού της «εταιρείας δολοφόνων» Χρήστου Παπαδόπουλου τα τρία δέλτα τον χαρακτηρίζουν, όπως προκύπτει από τον βίο και την πολιτεία του.
Τις τελευταίες ημέρες από διαβολική (;) – ακόμα ένα δέλτα – σύμπτωση, ακριβώς την ίδια ημερομηνία (1η Αυγούστου) κατά την οποία πριν από 21 χρόνια άκουσε την πρωτόδικη ετυμηγορία των δικαστών του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών που τον καταδίκασαν οκτώ φορές σε θάνατο, βρισκόταν ξανά αντιμέτωπος με άλλους δικαστές για πράξη που έμοιαζε να είναι βγαλμένη από εκείνη την παλιά δικογραφία. Το Πάσχα του 1987, όταν αποκαλύφθηκε η δράση της «εταιρείας δολοφόνων» το σοκ στην κοινή γνώμη ήταν διπλό: τόσο για τη βαρύτητα των πράξεων που αφορούσε τη δολοφονία οκτώ εύπορων ηλικιωμένων οι οποίοι κληροδοτούσαν με πλαστές διαθήκες τις περιουσίες τους σε αγνώστους όσο και για την εμπλοκή ενός πολίτη από αυτούς που αποκαλούμε «υπεράνω υποψίας».
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν δικηγόρος και είχε διατελέσει δήμαρχος της Νέας Χαλκηδόνας.
Την 1η Αυγούστου 1989 έπεφτε η αυλαία της πολύκροτης δίκης που διεξήχθη επί τρεις μήνες στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών του Κορυδαλλού, με την τιμωρία του Χρ. Παπαδόπουλου και άλλων 22 προσώπων που μοιράστηκαν μαζί του το εδώλιο.
Η είδηση της σύλληψής του και της παραπομπής του στη Δικαιοσύνη, αρχές Αυγούστου 2011 προκάλεσε και πάλι έκπληξη. Φράσεις κλισέ όπως «ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος», «ο δολοφόνος χτυπάει πάντα δύο φορές», αλλά και γενικοί αφορισμοί όπως «το σωφρονιστικό σύστημα απέτυχε», ταίριαζαν γάντι στην περίπτωση του Χρ. Παπαδόπουλου. Τα έργα και οι ημέρες του βρίσκονται πάλι στη δημοσιότητα. Εξηγήσεις μπορεί να βρει κανείς ανατρέχοντας στην απολογία που είχε δώσει στην πρώτη δίκη, παρουσιάζοντας τη δική του εκδοχή για τα εγκλήματα της «εταιρείας δολοφόνων».
Το μότο του ήταν: «Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ταμπού». Με τον τρόπο του είχε δώσει το στίγμα της εγκληματικής δράσης του. «Αν υπήρχαν 100 εταιρείες δολοφόνων δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα. Δεν αρκεί να εξουδετερώσεις τον Καλαφάτη ή τον Τυπάλδο (σ.σ. δύο από τα θύματά του), πρέπει να τους αποδυναμώσεις οικονομικά», είχε πει τότε.
«Σωστός στόχος δεν είναι να χτυπάς έναν εισαγγελέα όπως κάνουν οι εξτρεμιστικές οργανώσεις. Οι κλοπές και οι ληστείες είναι κοινωνικές πράξεις. Τα άλλα είναι λόγια», είχε ισχυριστεί με τον πιο απλό τρόπο ο άλλοτε δήμαρχος της Νέας Χαλκηδόνας, ο οποίος δεν δίστασε να αποδώσει τις δικές του «κοινωνικές πράξεις» στις άμετρες πολιτικές φιλοδοξίες του.

«Ρομπέν των Φτωχών». Με ύφος καθηγητή και διάθεση να παρουσιάσει τον εαυτό του ως Ρομπέν των Φτωχών, ο Χρ. Παπαδόπουλος επιχείρησε να δικαιολογήσει τις δολοφονίες για τις οποίες καταδικάστηκε τότε ο ίδιος όπως και μέλη της συμμορίας. Από το 1985 έως το 1987 τα μέλη της εταιρείας δολοφόνησαν οκτώ ανθρώπους με μοναδικό σκοπό να καρπωθούν την περιουσία τους. Η «εταιρεία δολοφόνων» πλησίαζε τον ηλικιωμένο, κέρδιζε την εμπιστοσύνη του και στη συνέχεια τον σκότωνε αφού προηγουμένως είχε φροντίσει για την πλαστογράφηση της διαθήκης του.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και γραφολόγοι δεν κατάφεραν με την πρώτη ματιά να διακρίνουν ότι οι επίδικες διαθήκες ήταν πλαστές και ως εκ τούτου δεν αποτύπωναν την τελευταία γνήσια βούληση του διαθέτη τους.
Το έργο του ο Χρ. Παπαδόπουλος το άρχισε από τα συγγενικά του πρόσωπα. Από τους πρώτους στον κατάλογο των θυμάτων του ήταν ο θείος της γυναίκας του Βασίλης Ελευθεριάδης. Η Ευφροσύνη Φραγκουλάκη, ο 84χρονος εφοπλιστής Χαράλαμπος Τυπάλδος, η 65χρονη Λάουρα Πάντου, η 70χρονη Ελλη Βεργιοπούλου, η 75χρονη εξαδέλφη της Ευθυμία Πρωτονοτάριου, ο Αγγελος Καλαφάτης και ο Σταμάτης Μπρουζάκης ήταν θύματα της «εταιρείας δολοφόνων».
Ο εισαγγελέας της έδρας του πρώτου δικαστηρίου Βασίλης Μαρκής, επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου σήμερα, είχε πει στην αγόρευσή του για τον Χρ. Παπαδόπουλο:
«Κανένα κίνητρο δεν δικαιολογεί παρόμοιες ενέργειες. Προσπάθησε να εμφανιστεί στο δικαστήριο ως Ρομπέν των Δασών. Εμείς όμως δεν μπορούσε να του βρούμε ελατήρια. Το μόνο που επιδίωκε ο Παπαδόπουλος ήταν το χρήμα. Δεν αισθάνομαι καμία κακία για τον Παπαδόπουλο, πρέπει όμως το μήνυμα που ήθελε να μεταφέρει στο δικαστήριο με την κοσμοθεωρία του να σχολιαστεί…».
Μόνο που ο σχολιασμός εκείνου του μηνύματος, το περιεχόμενο του οποίου ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την αξία της ανθρώπινης ζωής και με την ποινική απαξία της αφαίρεσής της, έμεινε… αδιάβαστο από τον κατ’ εξοχήν αποδέκτη του.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, στη χώρα μας καταργήθηκε όχι μόνο η εκτέλεση αλλά και η επιβολή της θανατικής ποινής. Ετσι, η οκτάκις καταδίκη σε θάνατο του Χρ. Παπαδόπουλου μετατράπηκε αυτοδικαίως σε οκτώ φορές ισόβια.

ΔΕΝ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ. Το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του εξέτισε στις φυλακές της Κέρκυρας. Από εκεί το 2001 πήρε την πρώτη του πενθήμερη άδεια, την οποία τήρησε και επέστρεψε στην ώρα του. Τη δεύτερη φορά, το Πάσχα του 2001 βγήκε με άδεια, αλλά δεν επέστρεψε στη φυλακή. Λίγους μήνες αργότερα εντοπίστηκε σε διαμέρισμα που είχε ενοικιάσει με πλαστή ταυτότητα στην οδό Τζουμαγιάς, στην Κυψέλη, σε απόσταση αναπνοής από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων.
Το 2008 έχοντας πια εκτίσει την ποινή του και πληρώντας τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, πήρε το αποφυλακιστήριό του.
Ο Χρ. Παπαδόπουλος εξακολουθεί να λειτουργεί ως συνταξιούχος πια δικηγόρος και ενοικιάζει γραφείο σε κτίριο επί της οδού Σταδίου, εκεί όπου κάποτε στεγάζονταν τα γραφεία του Ανδρέα Παπανδρέου, της Λούκας Κατσέλη και άλλων καθηγητών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η παρουσία του προκάλεσε αντιδράσεις εκ μέρους των ενοίκων, ενώ από την πλευρά του δήλωνε διατεθειμένος να ασχοληθεί με υποθέσεις φορολογικού και τελωνειακού ενδιαφέροντος που ήταν και η εξειδίκευσή του.
Πριν από λίγες ημέρες, ο Χρ. Παπαδόπουλος βρέθηκε στα δικαστήρια – το γράμμα που σημαδεύει την πορεία του και τον χαρακτηρίζει παραμένει το δέλτα – όχι ως δικηγόρος αλλά ως κατηγορούμενος. «Επιασαν ξανά τον αρχηγό της «εταιρείας δολοφόνων», είναι ο τίτλος που συνόδεψε την είδηση της σύλληψής του.
Αυτή τη φορά, κατηγορείται ότι οργάνωσε την αρπαγή 57χρονης. Πρόκειται για τη χήρα γνωστού, εύπορου αντικέρ και ιδιοκτήτη παλαιοπωλείου στην Αθήνα, η οποία γνώρισε τον Παπαδόπουλο μέσω γνωστών της προκειμένου να τακτοποιήσει κληρονομικά της θέματα ως δικηγόρος. Η υπόθεσή της θυμίζει θρίλερ αφού κρατούνταν κλεισμένη επί πέντε μήνες σε διώροφη κατοικία στη Συκιά Κορινθίας και βρέθηκε εντελώς τυχαία όταν η καθαρίστρια ανέβηκε, κατά παράβαση των εντολών που είχε από τον ιδιοκτήτη, στον πρώτο όροφο. Ο 50χρονος ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο οποίος επίσης κατηγορείται όπως και ένα ακόμη πρόσωπο, εκτιμάται ότι γνωρίστηκε με τον Παπαδόπουλο στη φυλακή όπου εξέτιε ποινή για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ο Παπαδόπουλος αρνείται τις κατηγορίες που καλείται να αντιμετωπίσει.Το δρομολόγιο, γνωστό και οικείο για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κρατητήρια, δικαστήρια, ανάκριση… Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Εξάλλου το είχε προαναγγείλει με χαμόγελο δηλώνοντας μετά την πρώτη καταδίκη του: «Ολα θα πάνε καλά, να είσαστε εν αναμονή…».