«Η φανέλα με το εννιά» είναι το ένατο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα. Δεν είναι το πρώτο από τα ελληνικά μυθιστορήματα που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο (προηγήθηκε το 1957 «Ο δρόμος προς τη δόξα» του Κώστα Χατζηαργύρη), πρόκειται όμως για το εμβληματικότερο και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το αρτιότερο ελληνικό ποδοσφαιρικό μυθιστόρημα. Στην επιτυχημένη εκδοτική πορεία του βιβλίου, πέρα από την υψηλή λογοτεχνική του αξία, ίσως να συντέλεσε και η επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του (1988) από τον Παντελή Βούλγαρη.

Κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος δεν είναι το ποδόσφαιρο, αλλά αυτό συγκροτεί το βασικό σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή και αποτυπώνονται οι κοινωνικές καταστάσεις μιας συγκεκριμένης εποχής. Ο βασικός ήρωας, ο ποδοσφαιριστής Βασίλης Σερέτης, Μπιλ για τους φίλους, είναι χαρακτήρας πολυσύνθετος: ούτε δαίμονας ούτε άγγελος, λαϊκό παιδί της φτωχογειτονιάς με μεγάλο ποδοσφαιρικό ταλέντο. Εχει πείσμα, μαγκιά, κάποιες φορές φέρεται με φιλότιμο και μπέσα, ορισμένες άλλες είναι ανήθικος, ατομικιστής και αριβίστας.

Η πορεία του Μπιλ Σερέτη δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να σκιαγραφήσει λειτουργικά το πάνθεον της νεοελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1980, μιας κοινωνίας που βασισμένη στη στρεβλή αστικοποίησή της είχε θεοποιήσει όχι μόνο την αντιπαροχή και έναν «σοσιαλισμό» ιδίας κοπής που απέβλεπε και στο βόλεμα των ημετέρων, αλλά και την αρπαχτή, την επίδειξη, τη φιλοσοφία του «οχ, αδερφέ».

Το ποδόσφαιρο είχε ήδη γίνει επαγγελματικό πριν από μερικά χρόνια. Ο Μπιλ δεν πιστεύει σε φανέλα, δεν έχει την τίμια τρέλα του οπαδού. Η φανέλα με το νούμερο εννιά στην πλάτη, η φανέλα του κεντρικού επιθετικού, που κατά κανόνα τελειώνει τις φάσεις αξιοποιώντας τις προσπάθειες λιγότερο προβεβλημένων συμπαικτών του, ενσαρκώνει τον πόθο του για ανέλιξη και καταξίωση. Ο ήρωάς μας επιδιώκει μεταγραφές σε συλλόγους όλο και μεγαλύτερων κατηγοριών, ώσπου καταφέρνει να παίξει σε ομάδα της Α’ Εθνικής.

Δεν είναι ο τιμιότερος ποδοσφαιριστής (ενέχεται σε δωροδοκία) και κοιτάζει κυρίως την πάρτη του, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στον έρωτα ή στη ζωή γενικότερα. Βέβαια, η μοίρα τού επιφυλάσσει οδυνηρές εκπλήξεις: ύστερα από έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό δεν καταφέρνει να επανέλθει σε υψηλό αγωνιστικό επίπεδο. Αποχωρεί πρόωρα, λυπημένος, μπερδεμένος, αδικαίωτος. Στο τέλος του μυθιστορήματος, τον βλέπουμε μόνο και έρημο, άγνωστο μεταξύ αγνώστων και ξεχασμένο, να παρακολουθεί από την εξέδρα ένα ντέρμπι και να προσπαθεί να πνίξει τον καημό και το δάκρυ του. Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρεαλιστικό, κοινωνικό και ψυχογραφικό.

Ο Μένης Κουμανταρέας από αφηγηματικής πλευράς έχει σοφά συνδυάσει την αφήγηση με συνομιλίες των λογοτεχνικών προσώπων, επιλέγοντας τον μεικτό αφηγηματικό τρόπο. Αποδίδει με αληθοφάνεια και λειτουργικότητα τις ιδέες, τις επιθυμίες και τις αξίες των ανθρώπων της εποχής, αποτυπώνει δηλαδή επιτυχημένα μια συγκεκριμένη φάση της νεοελληνικής κοινωνίας και ζωής.

Στη «Φανέλα με το εννιά» απομακρύνεται σε ορισμένα κεφάλαια από την αγαπημένη του Αθήνα. Τοποθετεί τη δράση και τη συναισθηματική έξαρση και περιπλάνηση των ηρώων του και σε άλλες ελληνικές πόλεις (Βόλος, Θεσσαλονίκη). Τα λαϊκά μαγαζιά, τα καμπαρέ, οι καφετέριες, τα σκυλάδικα της νύχτας, οι χαρακτηριστικές γωνιές των επαρχιακών πόλεων (πλατείες, οδοί, ξενοδοχεία, αγορές, σημεία περιπάτου κ.λπ.) σκιαγραφούνται πειστικά και φιλοξενούν την πλοκή του βιβλίου. Ωστόσο, μήτρα του Μπιλ Σερέτη αλλά και του μυθιστορήματος παραμένει η Αθήνα: το Πολύγωνο ως φτωχική γειτονιά εκκίνησης του ήρωα, το γήπεδο της Ριζούπολης ως έδρα της ομάδας Α’ Εθνικής στην οποία έπαιξε ο Μπιλ, οι γραμμές του ηλεκτρικού και το γύρω από αυτές αστικό τοπίο, το (τότε νεότευκτο) Ολυμπιακό Στάδιο ως σκηνικό της οριστικής μοναξιάς και ουσιαστικής αποξένωσης του ήρωα από το ποδόσφαιρο.

Οι διαπλοκές του ποδοσφαίρου με τα κοινωνικά συμφραζόμενα προσφέρουν πολλές δυνατότητες και πλούσια ύλη για τη λογοτεχνική δημιουργία: νίκες, ήττες, χαμένες ευκαιρίες, αγωνίες, ελπίδες, απογοητεύσεις, προσδοκίες που διαψεύδονται, τακτικούς, αναπληρωματικούς, βεντέτες, αποτυχημένους, μεσσίες και αποδιοπομπαίους, ίντριγκες, αδυναμίες, συνεργασία, ατομισμό, το γκολ – τον οργασμό του ποδοσφαίρου σύμφωνα με τον Eduardo Galeano. Πρόκειται για έναν μικρόκοσμο, γνωστό λίγο-πολύ στους περισσότερους. Ο συγγραφέας στηρίζεται και αξιοποιεί τον συγκεκριμένο μικρόκοσμο, κατορθώνοντας μέσα από αυτόν να αναδείξει ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές εκτός ποδοσφαίρου και ταυτόχρονα να γίνει κατανοητός από το σύνολο σχεδόν των αναγνωστών του.

«Η φανέλα με το εννιά» κατάφερε να σπάσει το κέλυφος του χρόνου, με αποτέλεσμα να διαβάζεται και στις μέρες μας με μεγάλο ενδιαφέρον. Οι τελευταίες δυσώδεις αποκαλύψεις στον χώρο του ποδοσφαίρου (άμεση απόρροια του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού κατήφορου) δικαιώνουν τόσο το βιβλίο όσο και τον συγγραφέα και δικαιολογούν την τελική απογοήτευση και αποξένωση του ήρωα, όπως και των περισσότερων φιλάθλων, από το άθλημα που αγαπούν.

(Ευχαριστώ τον Δ. Κόκορη για τη βοήθεια και τις παρατηρήσεις του)