Επρεπε να περάσουν περισσότερα από εξήντα χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να σηκωθεί το πέπλο που σκέπαζε τη δραστηριότητα δύο μεγάλων ονομάτων made in Germany την περίοδο του ναζισμού. Το ένα όνομα είναι του Ούγκο Μπος, ιδιοκτήτη της ομώνυμης μάρκας ρούχων. Το άλλο είναι των Κουάντ, της οικογένειας που σήμερα κατέχει περίπου τις μισές μετοχές της αυτοκινητοβιομηχανίας BMW. Και στις δύο περιπτώσεις, το πέπλο σηκώθηκε περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο από επιλογή. Για δύο μάρκες τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό, η διαφάνεια είναι κανόνας.

Η Hugo Boss, η οποία ιδρύθηκε το 1924 από τον Ούγκο Φέριναντ Μπος, έβλεπε τα τελευταία χρόνια να αυξάνονται οι φήμες που ήθελαν τον ιδρυτή της εταιρείας «ράφτη του Χίτλερ» και «εμπνευστή των στολών των SS». Το βιβλίο «Hugo Boss, 1924 – 1945» του ιστορικού Ρόμαν Κέστερ περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση και το ναζιστικό καθεστώς. «Η Hugo Boss έραβε στολές για τη Βέρμαχτ, τα SS, τη χιτλερική νεολαία», εξηγεί ο συγγραφέας στη «Μοντ». «Αλλά εκείνη την εποχή, η μάρκα δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή και λειτουργούσε σε μια αγορά ιδιαίτερα αποκεντρωμένη. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν εμπλέκονταν στον σχεδιασμό των πατρόν των στολών». Οπως πολλές επιχειρήσεις εκείνη την εποχή, η Hugo Boss κατέφυγε στις υπηρεσίες της καταναγκαστικής εργασίας χρησιμοποιώντας 140 εργάτες.

Για την οικογένεια Κουάντ, όμως, τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά. «Η άνοδος των Κουάντ», ένα βιβλίο που υπογράφει ο ιστορικός Γιοακίμ Σκόλτισεκ, αποκαλύπτει τις σχέσεις ανάμεσα στη δυναστεία των επιχειρηματιών και το ναζιστικό καθεστώς. Ο πατριάρχης Γκίντερ Κουάντ ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1933 και περιγράφεται από τον συγγραφέα ως «πιόνι του ναζιστικού καθεστώτος», του οποίου η οικονομική πρόοδος «σχετίζεται άμεσα με τον εθνικοσοσιαλισμό». Επωφελούμενος από την «αρειοποίηση» των εβραϊκών επιχειρήσεων, ο Γκίντερ Κουάντ χρησιμοποίησε μέσω της καταναγκαστικής εργασίας πάνω από 50.000 εργάτες στα εργοστάσιά του.

Στην περίπτωση των Κουάντ, το πέπλο άρχισε να σηκώνεται το 2007 όταν ένας πρώην κρατούμενος σε στρατόπεδο εργασίας διηγήθηκε την εμπειρία του στα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας. Επειτα από εκείνη τη μαρτυρία οι έως τότε σιωπηλοί Κουάντ αποφάσισαν να προσφέρουν τα αρχεία τους στη διάθεση των ερευνητών.