Ο κύβος ερρίφθη. Αν μέχρι και πριν από δέκα μέρες κυρίαρχη ακουγόταν ακόμα η άποψη ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, ο ίδιος ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ έκανε λόγο, προχθές, για κούρεμα του ελληνικού χρέους και πέρα από 50-60%. Πρόσθεσε ότι δεν είναι απλή υπόθεση, ότι χρειάζεται να ληφθεί πρόνοια ώστε να αποκρουσθεί ο κίνδυνος μετάδοσης στις άλλες χώρες.
Αλλά με την αποχώρηση του Ζαν-Κλοντ Τρισέ από την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τέλος Οκτωβρίου, μοιάζει να χάνεται και το τελευταίο οχυρό αντίστασης στην ευρωζώνη. Ο διάδοχός του Μάριο Ντράγκι δεν εκφράζεται σχετικά, ούτε κρύβει όμως πόσο κοντά στις γερμανικές θέσεις βρίσκεται (σε αντίθεση π.χ. με τον συμπατριώτη του Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, που με πάθος ασυνήθιστο για κεντρικό τραπεζίτη κατέδειξε επανειλημμένα στον ενάμιση χρόνο που «παίζει» το σενάριο της ελληνικής χρεοκοπίας τις ολέθριες συνέπειες για εμάς και τους κινδύνους για τη σταθερότητα σε όλη τη νομισματική ένωση). Και ο σύμβουλος στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών Γιεργκ Ασμούσεν, ο οποίος αναλαμβάνει από την 1η Ιανουαρίου μία από τις έξι θέσεις στο ισχυρό προεδρείο της ΕΚΤ, ήταν αρκετά σαφής καταθέτοντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: η Ευρώπη χρειάζεται «αξιόπιστη» λύση για το χρέος της Ελλάδας, όπως επίσης ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ιδίως για να αντιμετωπιστεί η ελληνική κατάσταση.
Στην εξέλιξη αυτή μπορούσε να είχε αντιταχθεί η ελληνική κυβέρνηση – «θα όφειλε», έλεγε ο Λουκάς Παπαδήμος (σύμβουλος του Πρωθυπουργού, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ), το ανέμενε μάλιστα, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στις 3 Οκτωβρίου. Αλλά δεν το έπραξε η κυβέρνηση. Από την περασμένη άνοιξη, όταν άρχισε να διαφαίνεται επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά της χώρας, σε πολλά επιχείρησε να αντισταθεί, παρά τα όσα της καταμαρτυρούν από την αντιπολίτευση: προσπάθησε να περισώσει φορείς, θέσεις εργασίας και εισοδήματα στο Δημόσιο, να παρατείνει προστατευτικά καθεστώτα, να αναβάλει αποκρατικοποιήσεις ενάντια στις υποδείξεις της τρόικας.
Χωρίς επιτυχία, προφανώς, όπως μαρτυρούν τα νέα σαρωτικά μέτρα. Με αυτές τις προτεραιότητες όμως δεν επέλεξε να αποκρούσει τις εντεινόμενες πιέσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους. Σαν να είχε παγιδευτεί από το σύνθημα «την κρίση να πληρώσουν οι τραπεζίτες» που βρίσκει τόση απήχηση στη Γερμανία, με παραλλαγές και εδώ, από μια αυταπάτη ότι όλα θα γίνουν ευκολότερα αν μέρος του χρέους διαγραφεί. Πρόθυμα αποδέχθηκε έτσι στις 21 Ιουλίου το «εθελοντικό» PSI, τη συμμετοχή ιδιωτικών φορέων, τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών στο δεύτερο πακέτο βοήθειας προς τη χώρα μας, παρότι το όφελος για την ελληνική οικονομία ήταν αμφίβολο και οι κίνδυνοι μεγάλοι. Οπως φάνηκε, περισσότερο ευνοήθηκαν ορισμένες μεγάλες ξένες τράπεζες, αν και όχι όλες: αρκετές αποδείχθηκαν ευάλωτες στη χρηματιστηριακή αναταραχή του καλοκαιριού. Με αδιευκρίνιστο το ερώτημα, πώς και από πού θα ανακεφαλαιοποιηθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες – πόσους πόρους θα χρειαστούν ειδικότερα οι δικές μας, πόσους τα ασφαλιστικά μας ταμεία, και αφού δοθούν, τι θα περισσέψει για άλλες ανάγκες – η κυβέρνηση ήδη μοιάζει να έχει συγκατατεθεί στο δεύτερο PSI που ετοιμάζεται, σε μία πολύ πιο εκτεταμένη μείωση της ονομαστικής αξίας, κατ’ ανάγκην όχι πια εθελοντική, των ελληνικών κρατικών ομολόγων, σε ένα πραγματικά γενναίο κούρεμα.
Η προαναγγελία από την τρόικα ότι η 6η δόση θα καταβληθεί μάλλον στις αρχές Νοεμβρίου και τα καλά της λόγια – «συνολικά οι ελληνικές Αρχές συνεχίζουν να σημειώνουν σημαντική πρόοδο» – θυμίζουν την κουταλιά ζάχαρη στο άρρωστο παιδί για να αντέξει το πικρό φάρμακο που ακολουθεί: δραστικότερη συμπίεση εισοδημάτων και απασχόλησης, μεγαλύτερη εκχώρηση κυριαρχίας, εξαγορές εθνικού πλούτου σε συμπιεσμένες τιμές, με περιορισμένες δυνατότητες εθνικών ρυθμίσεων.
Αυτά – και όχι χειρότερα – με την προϋπόθεση ότι η Ευρώπη επιβιώνει ενωμένη και εμείς εντός ευρώ. Διότι τους γενικότερους σοβαρούς κινδύνους υπαινίχθηκε ο κ. Τρισέ, μιλώντας χθες ανοικτά για συστημική διάσταση της κρίσης, για επερχόμενα δράματα σαν του 2008, αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν αποκαταστήσουν άμεσα την αξιοπιστία των δημόσιων χρεών των χωρών μελών. Δεν απειλείται μόνο η Ελλάδα. Από το καλοκαίρι, η ευρωζώνη έχει αρχίσει να κατακερματίζεται, με τις τράπεζες π.χ. να δανείζουν ακριβότερα επιχειρήσεις στις νότιες χώρες παρά στις βόρειες, επισήμανε στη «Monde» ο Ζαν Πιζανί-Φερί. Χρειάζονται αποφάσεις που να απαντούν στην αλληλεξάρτηση τραπεζών και κρατών. Μία δυνατότητα, υποστηρίζει, θα ήταν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αίροντας τα σύνορα. Καλύτερη θα ήταν η πορεία προς τη δημοσιονομική ένωση.