Μοιάζει κιόλας μακρινή η τραγωδία που έπληξε τη Νορβηγία το περασμένο καλοκαίρι. Σε μια Ευρώπη των τρομοκρατημένων λαών από τον εφιάλτη της χρεοκοπίας και του τέλους των παραμυθιών της διαρκούς προόδου και ευδαιμονίας, το άγριο τρομοκρατικό χτύπημα στο Οσλο και το νησί Ουτόγια μοιάζει σαν ένας ακόμη τηλεοπτικός εφιάλτης από τους αλλεπάλληλους που καταναλώνουμε ως θεατές.

Τότε πάγωνε η Ευρώπη από «έκπληξη» για όσα μπορεί να κρύβει η καλοφτιαγμένη εικόνα χωρών με υποδειγματική λειτουργία των θεσμών τους, που οι πολίτες τους έχουν την πολυτέλεια να χτίζουν ζωές οργανωμένες. Αφορμή η άγρια επίθεση ενός στρατευμένου στο ρατσιστικό μίσος, όπως αποδείχθηκε, και όχι ενός τρελού, για να αποκαλυφθεί ότι το «αυγό του φιδιού» φωλιάζει στην καρδιά της Ευρώπης.

Σε εκείνες τις στιγμές και τον προβληματισμό που επ’ ολίγον παραμέρισε την εφιαλτική εικόνα της οικονομικής θύελλας, η οποία μαινόταν στις αγορές, επέστρεψε ο φακός του Σωτήρη Δανέζη για να ξεδιπλώσει, μέσα από τις άγριες μνήμες εκείνων που υπήρξαν μάρτυρες, τη διπλή τραγωδία, την προσωπική για τις ζωές που δεν είναι πια ίδιες και τη συλλογική, ενός τόπου της «χαμένης αθωότητας».

Με την εξαιρετική φωτογραφία του Αρη Βιτάλη και τη ρυθμική σκηνοθεσία του Δημήτρη Γεράρδη να υπηρετούν την αντίθεση ανάμεσα στην ατμόσφαιρα του νορβηγικού τοπίου, που μοιάζει να περιβάλλει γαλήνιο μια ευδαίμονα χώρα, και στα συντρίμμια, ανθρώπινα και υλικά, που προκάλεσε ο βίαιος θρυμματισμός του εφησυχασμού από την τρομοκρατική επίθεση του Μπρέιβικ.

Τα νεαρά πρόσωπα, τα οποία αφηγούνται τις δραματικές στιγμές και τις μακάβριες μνήμες, έχουν τα νεανικά χαρακτηριστικά τους σφραγισμένα από μια απόκοσμη ωριμότητα. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει σε ένα κορίτσι που θυμάται ότι ήταν πεσμένο στο έδαφος, όταν είχε ξεσπάσει ο πανικός με τους πυροβολισμούς, και τότε άκουσε ένα κινητό κοντά της να χτυπάει; Κοίταξε στο καντράν και έγραφε «μαμά – μπαμπάς». Ο κάτοχός του δεν μπορούσε να απαντήσει. Ηταν δίπλα νεκρός.

Ηθελε να σκοτώσει όσο περισσότερους μπορούσε, είχε δηλώσει με κυνισμό ο δολοφόνος. Γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι ο αριθμός των νεκρών θα έδινε στον στόχο του, στο μήνυμα του φονικού μίσους, μιντιακή προβολή – ή μήπως να την χαρακτηρίσουμε «αίγλη», σύμφωνα με τη διαστροφή του μυαλού του;

Ενας επίγειος παράδεισος το νησί Ουτόγια, καθώς πλησιάζει η βάρκα και ο φακός αποτυπώνει την πυκνή βλάστηση. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί νέοι 15-19 ετών για σεμινάρια πολιτικής, να ανταλλάξουν ιδέες για το μέλλον, που αυτές οι ηλικίες το φαντάζονται στα χέρια τους, αύριο-μεθαύριο, καλύτερο. Και γι’ αυτό δεν υπήρχε πιο βίαιη προσγείωση στη σκοτεινή πραγματικότητα του κόσμου, που νόμιζαν ευοίωνο για τα όνειρά τους, από τη δολοφονική επίθεση μιας διεστραμμένης προσωπικότητας, κατασκευασμένης στα σκοτεινά σπλάγχνα του ίδιου αυτού πολιτισμού, τον οποίο μάθαιναν να τιμούν στις εκπαιδευτικές συναθροίσεις τους.

Ενα όμορφο ξανθό κορίτσι, που σπουδάζει Πολιτικές Επιστήμες, συμμετέχει στο δημοτικό συμβούλιο και θέλει να ασχοληθεί με την πολιτική, μια 17χρονη, μαθήτρια στο λύκειο, που είχε επιλέξει τη σχολική κατεύθυνση ΜΜΕ για να μελετήσει τη λειτουργία τους, παιδιά που απολάμβαναν τις ευκαιρίες μιας οργανωμένης χώρας και έχτιζαν το μέλλον με τη βεβαιότητα των συνθηκών δημοκρατικής σταθερότητας που τους εξασφάλιζε.

«Αντιμετώπισα δίλημμα στην αρχή, αλλά τελικώς ανέλαβα την υπεράσπιση γιατί αυτό ήταν το χρέος μου προς τη δημοκρατία», θα πει ο συνήγορος του Μπρέιβικ, προσθέτοντας τη διάσταση του ιδανικού οικοδομήματος των δημοκρατικών θεσμών, το οποίο αγωνίζεται να επανασυντεθεί πάνω από τα ερείπια που άφησε η βίαιη αμφισβήτησή του.

«Νομίζαμε ότι ήμασταν προφυλαγμένοι, κανείς δεν σκέφτηκε ότι θα ήμασταν οι επόμενοι», λέει ένας νεαρός μάρτυρας στον φακό. Αυτό ήταν για μας και η κεντρική ιδέα της εκπομπής. Δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα ασφάλειας, όσο ο κόσμος εγκαταλείπει εύκολα τη μνήμη από τραγωδίες που προκάλεσαν το μίσος και η δυσανεξία.