Φόρεσαν τις μπότες και τις χακί στολές μόλις χάραξε. Ισα που τους διέκρινες από τα παράθυρα της καλύβας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον Παρακάλαμο Ιωαννίνων. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή σαν να τους είχε ζώσει ο κάμπος με την ανάσα του. Σχεδίαζαν εκεί τις επόμενες κινήσεις. Με τη ρακή να καίει τον λαιμό και τα ρούχα να μυρίζουν κάρβουνο από την ξυλόσομπα. Στα αμάξια τους φυσίγγια. Και σε ξύλινα κλουβιά κυνηγόσκυλα να προσμένουν το πρόσταγμα των αφεντικών τους. Οπως κάθε Σάββατο, θα έψαχναν για αγριογούρουνα σε μια γη μπολιασμένη με σκάγια. Οι πλαγιές και τα δάση της, τα έλη και τα χωράφια της είναι σπαρμένα με απομεινάρια μαχών. Εδώ έστησε ο Ελληνικός Στρατός την πρώτη γραμμή άμυνας το 1940 για να αποκρούσει την επίθεση των Ιταλών.
Σχεδόν μισή ώρα χωρίζει τα χωριά του Αλβανικού Μετώπου από τα Ιωάννινα. Αν δεν χαθεί το βλέμμα σου στο πράσινο τοπίο, θα προσέξεις στα δεξιά σου, πριν από την είσοδο στο Καλπάκι, τη σπηλιά όπου είχε στήσει το στρατηγείο του ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής τότε της VIII Μεραρχίας. Θα δεις το μπρούντζινο άγαλμα του «Μαχητή» που πατάει πάνω σε μαυσωλείο με λείψανα πεσόντων στρατιωτών. Και θα παρατηρήσεις στον γειτονικό Παρακάλαμο τις ελληνικές σημαίες έξω από μαγαζιά, κρεμασμένες από στύλους της ΔΕΗ, να ανεμίζουν εκεί πάνω από μια εβδομάδα. Πέρα από όσα δεις όμως μετράνε αυτά που θα ακούσεις. Ο πόλεμος ζει ακόμα μέσα από τις διηγήσεις και τα βλέμματα όσων τον γνώρισαν. Παλιότερα κάθε σπίτι είχε και από μια μαρτυρία. Εναν συγγενή νεκρό, κάποιον βετεράνο, ή γυναικόπαιδα που μπλέχτηκαν στη δίνη των συγκρούσεων. Εχουν απομείνει όμως λίγοι από δαύτους. Οι περισσότεροι καθηλωμένοι στα κρεβάτια τους. Μπορεί αν σου μιλήσουν σήμερα για πρώτη φορά αύριο να μη σε θυμούνται. Αλλά οι εικόνες του ’40 έχουν αγκιστρωθεί στη μνήμη τους και εύκολα μπορούν να τις ανακαλέσουν.
Ο Βασίλειος Μπισντούλης, 95 ετών σήμερα, κρατάει ακόμα ζωντανές τις αναμνήσεις. Ηταν χειριστής βαρέος πολυβόλου. Κάθε μεσημέρι στο φαγητό, θα πει και μια ιστορία από τις μάχες. Θυμάται ονόματα νεκρών, ημερομηνίες και τοποθεσίες, ακόμα και τη θεομηνία προπαραμονή του πολέμου. Τότε που διανυκτέρευσε μαζί με άλλους στρατιώτες σε ένα εκκλησάκι με κουκιά, ελιές και λίγο χαλβά για προμήθειες. Τον πόλεμο και τους πρωταγωνιστές του τους κουβαλά ακόμα μαζί του. Μετά από δημοτικές εκλογές είχε πει στον δήμαρχο Πωγωνίου, Κωνσταντίνο Καψάλη: «Αν δεν γίνεις Κατσιμήτρος δεν θα καταφέρεις να διοικήσεις την περιοχή».
Ο Καψάλης γνώρισε τον πόλεμο μέσα από το παιχνίδι. Στη δεκαετία του ’60 έβρισκε μαζί με άλλα παιδιά σφαίρες στα χωράφια και έπαιζαν με αυτές. Θυμάται δύο περιπτώσεις χωριανών του που τραυματίστηκαν από χειροβομβίδες. Ενας έχασε το μάτι του. Αλλος το χέρι του. Στο γραφείο του στο δημαρχείο έχει κρεμάσει μια ζωγραφιά ενός δασκάλου του χωριού. Εικονίζεται η Παναγία Σκέπη που γιορτάζει στις 28 Οκτωβρίου, ένας τσολιάς, μια χαροκαμένη μάνα και μαζί με τον Κατσιμήτρο ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Μαυρογιάννης και ο αντισυνταγματάρχης Χαρίλαος Δρίβας. «Ξυπνάς σε αυτό το μέρος και το μυαλό σου πάει στον πόλεμο. Δεν γίνεται αλλιώς», λέει ο δήμαρχος. Δυο αυλές όμως μακριά από το σπίτι του βετεράνου Μπισντούλη, στον Παρακάλαμο, ζει ένα ζευγάρι συνταξιούχων που παρατηρεί ότι όσο λιγοστεύουν οι φωνές από το ’40, συρρικνώνονται και οι αναμνήσεις. «Νιώθουμε περήφανοι για τον τόπο μας, αλλά τα παιδιά δεν μιλούν πλέον για τα παλιά», λέει ο Γιώργος Μήτσης. Εχει βρει ένα σκουριασμένο κράνος από το Β΄ Παγκόσμιο και το έχει καρφώσει στο σπιτάκι του σκύλου του. Στο πολεμικό μουσείο που βρίσκεται λιγότερο από δέκα χιλιόμετρα μακριά δεν έτυχε να πάει. «Ούτε τα εγγόνια μας το έχουν επισκεφτεί», λέει.
Ο πόλεμος και η κρίση
Στις προθήκες του μουσείου στο Καλπάκι φαίνεται η διαφορά δυνάμεων ανάμεσα σε Ιταλούς και Ελληνες. Τα όπλα των πρώτων ήταν αυτόματα. Τα ελληνικά ήταν ήδη παλιά και δύσχρηστα. Ενα από τα ελληνικά οπλοπολυβόλα ήταν υδρόψυκτο και όταν ζεσταινόταν οι στρατιώτες έριχναν νερό ή χιόνι σε μια οπή. Αν δεν είχαν τίποτα από τα δύο χρησιμοποιούσαν τα ούρα τους. Αυτό τους στοίχιζε σε χρόνο. Τα αντίστοιχα ιταλικά ήταν αερόψυκτα. Ο πόλεμος με την Ιταλία ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου 1940 με την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου, που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Διήρκεσε μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Οι Ιταλοί υποτίμησαν τον αντίπαλό τους. Ο δύσκολος καιρός, τα δύσβατα εδάφη και η σθεναρή αντίσταση των ντόπιων στρατιωτών που πέρα από τη χώρα υπερασπίζονταν και τα σπίτια τους, έπληξε την εκστρατεία τους. Οπως σημειώνει και ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος, «με την αποτυχία της η Ιταλία ανάγκασε τη Γερμανία να αναλάβει τη λύση του προβλήματος χάνοντας πολύτιμο χρόνο στην εκστρατεία της κατά της ΕΣΣΔ».
Εδώ και χρόνια, παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, στο Καλπάκι αναπαριστούν τη μάχη ανάμεσα σε Ελληνες και Ιταλούς. Τοποθετούνται εκρηκτικά, συμμετέχουν άρματα, άντρες του Στρατού υποδύονται τις δύο αντίπαλες πλευρές και ντόπιοι φοράνε παλιά ρούχα και παίζουν τον ρόλο των αμάχων. Η οικονομική κρίση φέτος ανάγκασε την τοπική αρχή να καταργήσει τα τραπεζώματα των επισήμων. Και το συνολικό κόστος της εκδήλωσης που φτάνει τα 30.000 ευρώ δεν καλύφθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών, όπως παλιότερα, αλλά από δωρεές. Η κρίση δεν έχει αγγίξει τα χωριά της περιοχής όπως τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Σαν πας στα σπίτια τους, οι ντόπιοι κερνούν τσίπουρο και δυο χεριές τσάι του βουνού. Κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, καλλιεργούν παράλληλα τριφύλλι και καλαμπόκι για να θρέψουν τα ζωντανά τους. Δεν έχουν επενδύσει επιχειρηματικά στις μνήμες του ’40, όπως έχουν κάνει κάτοικοι άλλοι περιοχών της Ελλάδας με αρχαία μνημεία. Εκεί, οι κίονες τους δίνουν μεροκάματα. Στα χωριά των Ιωαννίνων όμως δεν βλέπεις το ίδιο. Εκτός από μια ταμπέλα στο Καλπάκι για ενοικιαζόμενα δωμάτια με το άγαλμα του «Μαχητή» και την επιγραφή «1940». Εκείνα τα γεγονότα άλλωστε δεν είναι τόσο μακρινά και για πολλούς μπορεί να μη λογίζονται ακόμη ως Ιστορία. Για τον οικοδόμο Ηλία Δρίβα, από τον Παρακάλαμο, το ’40 οδηγεί σε τοπικές διαφωνίες που ενίσχυσε και ο «Καλλικράτης». «Για μένα δεν έγιναν μάχες στο Καλπάκι», λέει. «Εγιναν στον Παρακάλαμο, στα Δολιανά, στα Ραβένια. Αυτά έλεγαν οι παππούδες μου». Στον πόλεμο δεν υπήρχαν σπίτια στο Καλπάκι, παρά μόνο στάνες. Εκεί εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι μετά το ’48, όταν πήγε στην περιοχή και η Χωροφυλακή και αισθάνονταν περισσότερη ασφάλεια. Ο Δρίβας δεν είναι ο μόνος ντόπιος που συνδέει το χτες με το σήμερα. Για τον 82χρονο Μανώλη Ρέσσο από τα Κάτω Ραβένια ο πόλεμος του έφραξε τον δρόμο προς τη γνώση. Δεν τελείωσε το Δημοτικό και δούλεψε αργότερα ως σερβιτόρος. Σήμερα, συγχωριανοί του καυχιούνται ότι το μέρος τους έχει βγάλει μέχρι τώρα 69 δασκάλους και καθηγητές. Το παρελθόν όμως ήταν πιο απλόχερο στον Βασίλη Λέτση. Αφού δούλεψε για χρόνια σε διυλιστήρια στην Αθήνα μετακόμισε στον Παρακάλαμο με την οικογένειά του. Ανοιξε ένα περίπτερο με την άδεια που είχε εξασφαλίσει η μητέρα του. Ο θείος του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο το ’40 και εκείνη εισέπραττε σύνταξη αναπηρίας. Σήμερα, έχει στο περίπτερό του μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του νεκρού φαντάρου. Η δουλειά πάει καλά. Στο χωριό υπάρχει μόνο ένας ακόμη ανταγωνιστής που κι αυτός εξασφάλισε την άδεια περιπτέρου με τον ίδιο τρόπο. Στα καφενεία του χωριού πάντως η οικονομική κρίση είναι θέμα κάθε κουβέντας. Ακόμα και ο Βασίλειος Μπισντούλης, στα 95 του, προβληματίζεται απ’ όσα ακούει. Τα 340 ευρώ της σύνταξης του αρκούν. «Μετά τον πόλεμο ζούσαμε χωρίς πολλά. Πουλούσαμε το ρύζι, πηγαίναμε στο καφενείο και βάζαμε το κλαρίνο. Τώρα ο κόσμος έχει μάθει στην πολυτέλεια», λέει και συγκρίνει και αυτός το χτες με το σήμερα. «Το χρέος για μένα είναι χειρότερο από τον πόλεμο. Στη μάχη παίζεις τη ζωή σου κορόνα γράμματα. Εγώ έζησα ωραία και έφτιαξα ό,τι έχω μόνος μου. Δεν δανείστηκα, δεν χρωστάω. Κοιμάμαι ήσυχος».