Διεθνές ένταλμα σύλληψης εξέδωσαν χθες εις βάρος της Σούχα Αραφάτ οι αρχές της Τυνησίας που ερευνούν υποθέσεις διαφθοράς στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη της πρώην πρώτης οικογένειας της χώρας. Λεπτομέρειες δεν ανακοινώθηκαν – μόνον ότι η 48χρονη χήρα του ιστορικού ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης καταζητείται στο πλαίσιο της υπόθεσης της «Διεθνούς Σχολής της Καρχηδόνας», την οποία είχε ιδρύσει την άνοιξη του 2007 μαζί με τη Λεϊλά Τραμπελσί, την πρώην κομμώτρια που παντρεύτηκε τον Ζιν ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλι, έγινε πρώτη κυρία της Τυνησίας και οι συγγενείς της έφτασαν να ελέγχουν την οικονομία της χώρας.
Λίγο αργότερα επήλθε ρήξη στις σχέσεις των δύο γυναικών και στις 14 Αυγούστου 2007 ο Μπεν Αλι αφαίρεσε από τη Σούχα την τυνησιακή υπηκοότητα, την οποία της είχε χορηγήσει μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 2004. Ετσι κι εκείνη πήρε τη 12χρονη τότε κόρη της, τη Ζάχουα, και έφυγαν για τη Μάλτα, όπου ο αδελφός της ήταν ο αντιπρόσωπος της Παλαιστινιακής Αρχής. Μάλιστα είχε λεχθεί τότε πως το σπίτι της στη Μάλτα ήταν δώρο του Καντάφι. Εκείνη το είχε αρνηθεί, προσθέτοντας πάντως ότι «δεν θα ήταν κακή ιδέα και δεν θα υπήρχε τίποτε κακό στο να το είχε αγοράσει ο Καντάφι».
Η Σούχα γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1963 στην Ιερουσαλήμ, κόρη μιας πλούσιας χριστιανικής παλαιστινιακής οικογένειας. Φοίτησε σε καθολικό σχολείο στην Ιερουσαλήμ και στη συνέχεια στη Σορβόννη. Παντρεύτηκε τον 61χρονο τότε Αραφάτ την ημέρα των 27ων γενεθλίων της, αφού ασπάστηκε τον μουσουλμανισμό. Ο παλαιστίνιος ηγέτης, ο οποίος ήταν φίλος της μητέρας της, της παλαιστίνιας δημοσιογράφου και συγγραφέα Ραϊμόντα Ταουίλ, της ανέθεσε στη συνέχεια της δημόσιες σχέσεις της ΟΑΠ κατά την εξορία του στην Τυνησία και την έκανε οικονομικό σύμβουλό του. «Παντρεύτηκα έναν μύθο», είχε δηλώσει την εποχή εκείνη η Σούχα. Ομως μετά τη γέννηση της μοναχοκόρης τους, της Ζάχουα, το 1995 σε κλινική του Παρισιού, άρχισαν να ζουν χωριστά.
Η αγάπη της Σούχα για τα «επώνυμα» ρούχα ερχόταν σε αντίθεση με τον λιτό τρόπο ζωής του Αραφάτ. Είχε παραπονεθεί σε μια αιγυπτιακή εφημερίδα πως ο σύζυγός της ουδέποτε της προσέφερε κοσμήματα και πως ζούσε σαν να μην είναι παντρεμένη. «Οταν παραπονιέμαι πως με παραμελεί, μου προσφέρει αναμνηστικά και σύμβολα της παλαιστινιακής επανάστασης», είχε δηλώσει. Είχε επίσης φέρει επανειλημμένα σε δύσκολη θέση τις παλαιστινιακές αρχές – πότε κατηγορώντας το Ισραήλ ενώπιον της Χίλαρι Κλίντον ότι αυξάνει τα ποσοστά των καρκίνων στα Παλαιστινιακά Εδάφη, πότε κατηγορώντας τους παλαιστίνιους ηγέτες ότι θέλουν να «θάψουν ζωντανό» τον σύζυγό της για να κληρονομήσουν την εξουσία του. Είχαν διατυπωθεί εις βάρος της κατηγορίες για μεταβιβάσεις μεγάλων χρηματικών ποσών ύποπτης προέλευσης στον παρισινό τραπεζικό λογαριασμό της – χωρίς πάντως να αποδειχθεί τίποτε.