Ποιήματα έγραφαν οι πολιτικοί και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, πριν από τη δικτατορία. Ανάμεσά τους, τότε συζητιόταν το εθνικολυρικό ύφος του Γεωργίου Αθανασιάδου-Νόβα, που δημοσίευε με το ψευδώνυμο Γεώργιος Αθάνας. Η μαρτυρία του Λευτέρη Παπαδόπουλου εξηγεί πώς ένα δημοσιογραφικό αστείο με θέμα του τον ποιητικό οίστρο του Νόβα, τον «φόρτωσε» με ένα ψευδώνυμο που τον συνόδευε έκτοτε συνεχώς: «Γαργάλατα».
Το βασιλικό πραξικόπημα του 1965 είχε αναστατώσει ολόκληρη την Ελλάδα και βέβαια την Αθήνα, όπου οι εξεγέρσεις και τα συλλαλητήρια βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Το σύνθημα «Δεν σε θέλει ο λαός, πάρ’ τη μάνα σου κι εμπρός» κυριαρχούσε παντού και ο Κωνσταντίνος μαζί με τους αυλικούς του δεν ήξεραν πού να κρυφτούν.
Το γραφείο μου ήταν στον δεύτερο όροφο των «ΝΕΩΝ», δίπλα από το γραφείο του διευθυντή Κώστα Νίτσου και απέναντι ακριβώς από τη Λέσχη των Φιλελευθέρων. Στο βάθος αριστερά δούλευε ο Φώκος Δημητριάδης, που εκείνο τον καιρό είχε τιμηθεί με παγκόσμιο βραβείο για μια γελοιογραφία του. Απέναντί του ήταν το τραπέζι του «επιλοχία» Φάνη Κλεάνθη, που μάζευε σαν το μυρμήγκι όλη την ύλη των «Καλλιτεχνικών» – τότε, «ΤΑ ΝΕΑ» χάλαγαν κόσμο με τη δεύτερη σελίδα τους (θεατρικά, κινηματογραφικά, εικαστικά, λογοτεχνικά κ.λπ.) – και δίπλα του έγραφε το καθημερινό πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του ο Δημήτρης Ψαθάς.
Ψαθάς και Δημητριάδης δούλευαν μόνο πρωί και έφευγαν για τα σπίτια τους κατά τις δύο το μεσημέρι. Στην απογευματινή και βραδινή βάρδια ήταν ο Κλεάνθης – πάντοτε -, ο Γιώργος Πηλιχός, ο Κώστας Σταματίου και εγώ, ο Βενιαμίν της παρέας. Ο Σταματίου ήταν μεγάλος δημοσιογράφος και ο Πηλιχός μοναδικός ρεπόρτερ. Στον Σταματίου, σπουδαίο γραφιά, η εφημερίδα είχε αναθέσει την κινηματογραφική κριτική και μια στήλη, «Αδιακρισίες», όπου γίνονταν χιουμοριστικά σχόλια από την πολιτική επικαιρότητα (ανάλογη στήλη είχα και εγώ στην τελευταία σελίδα, με τον τίτλο: «Απροσδόκητα του 24ώρου»).
Οι «Αδιακρισίες», που αργότερα έγιναν «Ωτοβλεψίες», διαβάζονταν σχεδόν από όλους τους αναγνώστες της εφημερίδας, που τότε πωλούσε 250.000 φύλλα την ημέρα, μόνο σε Αθήνα – Πειραιά. Ο Σταματίου είχε ένα γραφειάκι δίπλα από το δικό μου, που το χρησιμοποιούσε και η γυναίκα του, Μαρία Παπαδοπούλου. Ο Κώστας ερχόταν στο γραφείο κατά τις επτά το απόγευμα, παράγγελνε διπλό ούζο, άναβε ένα πούρο Αβάνας και έγραφε ασταμάτητα, με ένα μπλε και ένα κόκκινο μπικ.
Ενα τέτοιο βράδυ, μου ζήτησε υπομειδιώντας να δω ένα χιουμοριστικό δίστιχο που είχε γράψει γιατί ήμουν, υποτίθεται, ο ειδικός στους στίχους. Το διάβασα και ξεράθηκα στα γέλια! Ηταν το ιστορικό δίστιχο: «Κι ήταν τα στήθια σου λευκά γεμάτα γάλατα και μου ‘λεγες γαργάλατα!». Με το που δημοσιεύθηκε αυτό το δίστιχο που ο Σταματίου το απέδωσε στον – και ποιητή – Αθανασιάδη-Νόβα ολόκληρη η Ελλάδα άρχισε να καγχάζει, ενώ ο Νόβας δεν ήξερε πού να κρυφτεί!
Το σύνθημα «Γαργάλατα» κυριαρχούσε παντού, ενώ γράφονταν αβέρτα επιθεωρήσεις με αυτό τον τίτλο! Ο Σταματίου έλεγε σε όλους πως το «Γαργάλατα» ήταν όντως «έργο» του Νόβα, αλλά επρόκειτο για ψεύδος. Η επιτυχία τού «Γαργάλατα» έσπρωξε τον Σταματίου να γράψει και μερικά άλλα δίστιχα, τα οποία όμως δεν είχαν την ίδια επιτυχία. Ενα από αυτά το θυμάμαι: ο Νόβας είχε επισκεφθεί ένα εργοστάσιο εμφιαλώσεως. Αρπαξε την ευκαιρία ο Σταματίου και έγραψε: «Από την εποχή της Αλώσεως / δεν έχει ξαναγίνει τόσο σπουδαίο εργοστάσιο εμφιαλώσεως».