Με την υπόθεση του Κίμωνα Κουλούρη ασχοληθήκαμε τόσο πολύ που το ζαλίσαμε και ψόφησε. Ετσι κι αλλιώς, η όλη φάση στερείται στοιχειώδους λογικής. Πόσα ήταν τα κόκκινα φανάρια (όχι του Βασίλη Γεωργιάδη – «Ωραία είναι η ζωή, Κατερίνα», «Καλήηη είναι»), αλλά του κ. Κουλούρη; Ενα λέει ο ίδιος, τέσσερα λέει η ΔΙΑΣ, τρία λέει η Αστυνομία… Πώς θα ‘θελα να είχα ένα και δύο και τρία και τέσσερα ψήγματα κοινής λογικής. Να μπορώ να κατανοήσω αν το θέμα είναι αριθμητικό. Πώς θα ‘θελα να πιστέψω ότι η παραβίαση ενός και μόνον κόκκινου δεν είναι αρκετή για να στερήσει μια ανθρώπινη ζωή.
Λίγο – πολύ, τα γεγονότα είναι γνωστά. Ο Κ. Κουλούρης επικαλέστηκε τη 15χρονη κόρη του: ζήτησε να την πάει σπίτι και να τους ακολουθήσει μετά στο Τμήμα. Εκείνοι δεν δέχτηκαν, ο Κουλούρης τα πήρε, μαρσάρισε τη Μερσεντές, ο αστυνομικός χτύπησε – τα υπόλοιπα είναι η χαρά των ταμπλόιντ και των καφενόβιων.
Αυτό που δεν κατάλαβε κανείς μας είναι το εξής: προτάσσεις το παιδί σου ως επιχείρημα. Οκέι, δεκτόν! Δεκτόν; Ή απαράδεκτον; Γιατί δεν νομίζω ότι κάθε έλληνας πολίτης έχει το δικαίωμα να πει «μισό, να πάω το παιδί σπίτι κι έρχομαι μετά όπου μου πείτε!».
Αλλά το ζήτημα δεν είναι μόνο αυτό. Το ζήτημα είναι πως ο συγκεκριμένος πατέρας έβαλε το παιδί του μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ το δίπλωμα οδήγησής του είχε λήξει εδώ και καιρό. Και ακόμα χειρότερα – πάντα με το παιδί μέσα – παραβίασε κόκκινο-α, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του! Και ακόμα χειρότερα, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του δικού μου, του δικού σου παιδιού, της μάνας μου, της αδελφής σου, το όποιου σου, τέλος πάντων. Δεν ήμαστε μάρτυρες για να διαπιστώσουμε αν όντως τους έβρισε, όπως λένε οι ίδιοι. Ημαστε όμως μάρτυρες όταν δήλωνε στα κανάλια, «εντάξει ζήτησα συγγνώμη που παραβίασα ένα μόνο κόκκινο». Ενα μόνο; Ολίγον έγκυος, κύριε Κουλούρη;
Η περίπτωση του πρώην υπουργού εκφράζει κατ’ εξοχήν την ελληνική «ιδεολογία» τού «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Μετά ή άνευ τού «ρε» ως κερασάκι στην τούρτα!
Αυτή η χώρα δεκαετίες τώρα είναι γαλουχημένη με το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ (ρε);». Εγώ (ρε) είμαι πολιτικός, νομάρχης, δικηγοράρα, σταρ της τηλεόρασης, είδωλο της ποπ, μοντέλο της πασαρέλας, αντιδήμαρχος, αδελφός αντιδημάρχου, ανιψιός, κουμπάρος, μπατζανάκης, κλητήρας του αντιδημάρχου.
Ξέρεις ποιος είμαι εγώ (ρε); Εγώ είμαι αυτός που θα κάτσω πρώτο τραπέζι πίστα. Που θα μου σβήσουν την κλήση στην Τροχαία. Που θα μου δώσει ο μανάβης το καλό το μπρόκολο. Που θα διορίσω τον γιο μου στο Δημόσιο! Που θα παρακάμψω την ουρά στο ταμείο. Εγώ είμαι αυτός που θα παραβιάσω, που θα παρανομήσω, που θα κάνω ό,τι μου γουστάρει, όπως και όποτε μου γουστάρει! Εγώ είμαι αυτός που βρίσκομαι υπεράνω του νόμου, εγώ είμαι αυτός που – νυν και αεί – τη σκαπουλάρω. Γιατί εγώ είμαι αυτός. Ο «κάποιος». Ή ο συγγενής «κάποιου»!
Κι έτσι η Ελλάδα χωρίζεται σε δύο κατηγορίες πολιτών: Σε αυτούς που «ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί (ρε)» και σε αυτούς που «δεν ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί»! Οι δεύτεροι, οι «δεν ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί» πληρώνουν φόρους, πληρώνουν εισφορές, πληρώνουν πρόστιμα, πληρώνουν τα σπασμένα, πληρώνουν τη νύφη. Και τον γαμπρό. Και τον κουμπάρο… Οι «δεν ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί» ξημεροβραδιάζονται στις ουρές. Τρώνε το βρισίδι από τον κάθε συμπλεγματικό υπάλληλο που κάθεται στο γκισέ και θεωρεί ότι είναι ο Τσάρος πασών των Ρωσιών. Αγοράζει το μανιοκαταθλιπτικό μπρόκολο. Το παιδί του είναι άνεργο, η γυναίκα του ανασφάλιστη και ο ίδιος άφραγκος. Είναι άσημος – και άρα ασήμαντος. Εχει επώνυμο αλλά δεν είναι «επώνυμος». Είναι το μόνιμο θύμα τού «ξέρεις ποιος είμαι εγώ (ρε)». Ο καθ’ έξιν ηττημένος, ο κατά παράδοσιν γονατισμένος.
Ελα όμως που τελευταία, η οργή, ο θυμός, η αγανάκτηση, ξεκαθαρίζουν το τοπίο. Ελα όμως που ο κόσμος δεν κωλώνει πια όπως πριν. Αποκτά φωνή. Κι ανάστημα. Και το υψώνει. Και δεν το βουλώνει. Κι απαντά:
Στα παλιά µου τα παπούτσια ποιος είσαι εσύ (ρε)! Ξέρω ποιος είµαι εγώ (ρε). Κι εγώ (ρε) µετράω! Κατάλαβες;
Ρε;