Αν υποθέσουμε ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο σκηνοθέτης του «Αλόγου του πολέμου», αποφάσιζε να ποντάρει τα λεφτά του σε ένα ελληνικό πολεμικό άλογο, τότε η έρευνα πριν από τα γυρίσματα της ταινίας ίσως να έφερνε στην επιφάνεια κείμενα με πύρινες και ηρωικές περιγραφές. «Το ιδιαίτερο ηθικό χαρακτηριστικό του Οπλου του Ιππικού, απορρέον εκ της ιππικής εξασκήσεως ήτις προσδίδουσα το ριψοκίνδυνον αναπτύσσει άμα την πρωτοβουλίαν, την ψυχραιμίαν και την αυτοπεποίθησιν», θα διάβαζε ο Στίβεν στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια του 1929, στον ορισμό του ιππικού πνεύματος, ενώ στη συνέχεια θα μάθαινε ότι «το χαρακτηριστικό τούτο επιτρέπει εις τους ηγήτορας του Ιππικού να δρώσιν ανεξαρτήτως, διατηρούντες ακμαίας τας ηθικάς δυνάμεις».
Οταν βέβαια γράφονταν τα προαναφερθέντα, σε όλη την Ευρώπη οι στάβλοι και οι χορτονομές είχαν αρχίσει να δίνουν τη θέση τους σε όρχους αρμάτων, όμως αυτός δεν ήταν λόγος για να χάσει την αυτοπεποίθησή του το ελληνικό Ιππικό. Από τον πρώτο του άλλωστε καλπασμό τα σχετικά εγχειρίδια έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στα ψυχικά χαρίσματα ίππου και αναβάτη. «Καλλιεργείται το πνεύμα του άμεσου και του επίκαιρου, η παρόρμηση των ενεργούντων, που καθορίζει το αποτέλεσμα», λέει σήμερα ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος. «Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όπλου είναι το “αίσθημα επιθέσεως, η καταδίωξη άνευ αναπαύσεως, η επίθεση άνευ υπολογισμού ή το πνεύμα πρωτοβουλίας”».
Χαρακτηριστικά δηλαδή που πιθανόν υπήρχαν, αλλά αδιαμόρφωτα, λίγο πριν από την αυγή της Ελληνικής Επανάστασης. Θα χρειάζονταν οι οργανωτικές ικανότητες του Αλέξανδρου Υψηλάντη, η σύσταση του νεοελληνικού Ιππικού στο Ναύπλιο το 1822 που διακρινόταν σε Βαρύ (ομάδα κρούσης) και Ελαφρύ (κάλυψη, ασφάλεια, έρευνα), η δημιουργία Σώματος στην Αθήνα το 1825 και η μεταφορά του στο Αργος το 1829, ώστε να αρχίσουν τα πράγματα να μπαίνουν σε μια σειρά. Από εκεί και έπειτα την κατάσταση πήραν στα χέρια τους οι Βαυαροί, που ανέλαβαν την τεχνική εκπαίδευση αλόγων και καβαλάρηδων.
Η υπόλοιπη Ευρώπη ωστόσο είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι είχαν διεξαχθεί μεταξύ άλλων επάνω σε σέλες, στα μισά του 19ου αιώνα όμως το πυροβόλο είχε αρχίσει να επελαύνει. Πλέον το Βαρύ Ιππικό δεν ήταν και τόσο απαραίτητο, ενώ το Ελαφρύ συνόδευε από το πλάι το Πεζικό, υποστηρίζοντάς το με τη βοήθεια σπάθης, καραμπίνας και πιστολιού. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ευρωπαϊκά άλογα απέφευγαν πλέον εντελώς τον κίνδυνο. Στον πόλεμο της Κριμαίας εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν από το κρύο. Στους πολέμους των Μπόερς χιλιάδες θα χάνονταν από τη ζέστη και από ασυνήθιστες για αυτά και τους φροντιστές τους ασθένειες.
Το 1869 πάντως το ελληνικό κράτος χτίζει έναν στρατώνα Ιππικού στο Πεδίον του Αρεως, που σε είκοσι χρόνια μεταφέρεται στον θεσσαλικό κάμπο λόγω πληθώρας αλόγων, αλλά και λόγω μεγαλύτερης εκπαιδευτικής ευχέρειας στις επίπεδες εκτάσεις των νεοαποκτηθέντων εδαφών. Η απόδοση της Ελλάδας στον ατυχή πόλεμο του 1897, φυσικά, δεν θα επηρεαζόταν από την «άπλα» που είχε το Ιππικό της κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του. «Και στο θεσσαλικό και στο ηπειρωτικό θέατρο των επιχειρήσεων το ελληνικό ιππικό λειτουργεί και σαν παράγοντας πειθαρχίας», λέει ο κ. Σακελλαρόπουλος. «Σημαντικοί ρόλοι του είναι η προκάλυψη, να επιτίθεται δηλαδή πρώτο, αλλά και η συγκέντρωση ανατραπέντων τμημάτων. Λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο σαν τσοπανόσκυλο».
Ευτυχώς δηλαδή που ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος επιφύλασσε καλύτερη μοίρα για το ελληνικό στράτευμα, παρότι ούτε με αυτή την αφορμή γυρίστηκε κάποια κινηματογραφική υπερπαραγωγή για τα ελληνικά ιππικά ανδραγαθήματα. Οπως και να έχει, στις αρχές του 1912 ιδρύεται η πρώτη Ταξιαρχία Ιππικού και το σώμα εξοπλίζεται με τα πρώτα πολυβόλα. Ετσι, έπειτα από μια άτυπη ελληνοσερβική συμφωνία για εδάφη τα οποία προσαρτούν οι στρατοί που τα καταλαμβάνουν, το ελληνικό Ιππικό προλαβαίνει να απελευθερώσει πρώτο τη Φλώρινα και η περιοχή περιέρχεται στην Ελλάδα.
Στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο η χώρα δεν καλπάζει με μειούμενη ένταση προς τη δόξα και η μάχη Κιλκίς – Λαχανά τον Ιούνιο του 1913 είναι μόνο μία από τις λαμπρές στιγμές των έφιππων πολεμιστών της. «Ειδικά στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης το ελληνικό Ιππικό σημειώνει μεγάλες επιτυχίες», συμπληρώνει ο κ. Σακελλαρόπουλος. «Τόσο που οι βούλγαροι στρατηγοί το αναγνωρίζουν και το επαινούν».
Στο μεταξύ η Ευρώπη είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι μπορεί και να οδηγείται σε μια σύρραξη μεγάλης κλίμακας. Οταν αυτή τελικά ξέσπασε, η μέθοδος διεξαγωγής των πολέμων είχε ήδη αρχίσει να μετασχηματίζεται. Η εισαγωγή της χρήσης των χαρακωμάτων, του συρματοπλέγματος, των χημικών, των ναρκών ή των όλο και πιο ισχυρών πολυβόλων και αρμάτων μάχης είχε καταστήσει το παραδοσιακό Ιππικό λιγότερο χρήσιμο, όχι όμως και εντελώς άχρηστο. Τα άλογα χρησιμοποιήθηκαν για ρυμούλκηση βαρέων όπλων, για μεταφορά προμηθειών και τραυματιών ή για αναγνώριση. Σπανιότερα όρμησαν σε εφόδους, μπλέχτηκαν σε αψιμαχίες ή λειτούργησαν σαν πλευρική ενίσχυση του Πεζικού και μάλλον στο Ανατολικό Μέτωπο, παρά στο Δυτικό που ήταν σκαμμένο από τη μια άκρη έως την άλλη. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η παρουσία τους ήταν τόσο απαραίτητη, ώστε στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται ότι στο σύνολο των προμηθειών που κάποιες χώρες έστελναν στο μέτωπο το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν ζωοτροφές.
Οι κίνδυνοι που είχαν να αντιμετωπίσουν τα άλογα του Μεγάλου Πολέμου δεν ήταν φυσικά μικρότεροι από αυτούς των ανθρώπων και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που συγκίνησαν τον Μάικλ Μορπούργκο, τον συγγραφέα του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε ο Σπίλμπεργκ. Εχαναν τη ζωή τους από οβίδες, αιμορραγούσαν μέχρι θανάτου μπλεγμένα σε συρματοπλέγματα, πνίγονταν εξαντλημένα στη λάσπη ή ασθενούσαν μέχρι τελικής πτώσεως.
Σύμφωνα με την έρευνα του Μορπούργκο, από κάποια άλογα αφαιρούσαν τις φωνητικές τους χορδές για να μην προδώσουν τη θέση τους στον εχθρό, ενώ σε κάποια άλλα έδιναν ουίσκι διαλυμένο σε νερό ώστε να ξεχάσουν την εξάντληση. Συχνά όμως βίωναν και άλλα συναισθήματα, που δύσκολα αντιμετωπίζονταν. «Κάθε άλογο εξάλλου έχει τον χαρακτήρα του», λέει η Ελένη Μυράτ, πρωταθλήτρια ιππασίας και εκπαιδεύτρια του Ελληνικού Ιππικού Ομίλου. «Κάποια είναι πιο δυναμικά και ατρόμητα, κάποια είναι φοβιτσιάρικα, όλα όμως χρειάζονται την ανθρώπινη παρουσία. Αισθάνονται πράγματα και μάλιστα πολύ έντονα. Σήμερα υπάρχουν αθλητικά άλογα που από το στρες των αγώνων παθαίνουν έλκος. Πόσω μάλλον από το στρες μιας μάχης».
Παρ’ όλα αυτά η Βρετανία μόνη της, σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, έστειλε ένα εκατομμύριο άλογα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τα οποία γύρισαν περίπου 70.000. Η Ελλάδα, η οποία μπήκε στη μάχη λίγο αργά και πολέμησε κυρίως σε σερβικά εδάφη, έχασε προφανώς λιγότερα. Το δικό της Ιππικό θα δοκιμαζόταν λίγα χρόνια αργότερα στη Μικρασιατική Εκστρατεία, όταν τα υπόλοιπα μάλλον ξεκουράζονταν. Περίπου τότε ήταν που ο Πλαστήρας (γνωστός και σαν «Μαύρος Καβαλάρης») σύστησε το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων και το ενίσχυσε με ένα ευζωνικό Ιππικό, με άλογα που είχε συγκεντρώσει, μεταξύ άλλων, και από την εκστρατεία του στην Ουκρανία το 1918. Αυτό και τα άλλα ελληνικά ιππικά σώματα μπορεί να προέλαυναν αγέρωχα στις πεδιάδες της Ανατολίας και να πρόσφεραν ασφάλεια στο Πεζικό, η κατάληξη όμως ήταν αποκαρδιωτική. «Από μερικές χιλιάδες άλογα», λέει ο κ. Σακελλαρόπουλος, «τον δρόμο του γυρισμού πήραν περίπου 550. Αποκαμωμένα, όπως και οι αναβάτες τους, απετάλωτα και χωρίς νομή, ήταν σχεδόν αδύνατον να καλπάσουν».
Και όμως, το τι τράβηξαν τα καημένα τα ζωντανά δεν ήταν άγνωστο στον ελληνικό Στρατό. «Από την εποχή όπου ο Ξενοφώντας έγραφε το “Περί Ιππικής” ξέρουμε ότι η φροντίδα και η συντήρηση των αλόγων είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αν και έχουν μεγάλες αντοχές στον πόνο και στην κούραση, σε αντίξοες συνθήκες σπρώχνονται και αυτά στα όριά τους. Οπως ένας άνθρωπος δυσκολεύεται να περπατήσει χωρίς παπούτσια, έτσι δυσκολεύονται και αυτά», λέει η κ. Μυράτ, για να εξηγήσει τις κακουχίες όσων αλόγων κατάφεραν να επιστρέψουν από τα βάθη της Μικράς Ασίας. Και τα οποία πρέπει να ένιωσαν πολύ ανακουφισμένα όταν το 1930 η Ελλάδα παρέλαβε τα πρώτα, ελάχιστα, τεθωρακισμένα άρματα.
Η ώρα βέβαια της οριστικής απόσυρσής τους δεν είχε έρθει ακόμη. Σύμφωνοι, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αντίπαλες δυνάμεις είχαν ελαχιστοποιήσει τις μονάδες Ιππικού σε μικρά, μεταφορικά και αναγνωριστικά σώματα, ενώ μια παρανόηση που θέλει τους Πολωνούς να αντιμετωπίζουν έφιπποι τα πανίσχυρα ναζιστικά άρματα οφείλεται σε μια ενέδρα των Γερμανών εναντίον ενός αμέριμνου πολωνικού Ιππικού, που μόλις είχε επιτεθεί σε αντίπαλους πεζικάριους. Στο αλβανικό μέτωπο όμως οι Ιταλοί τα βρήκαν σκούρα επειδή, μεταξύ άλλων, η αναγνώριση των εδαφών όπου έπρεπε να πολεμήσουν ήταν πλημμελής. «Τη στιγμή που τα άρματά τους κολλούσαν στη λάσπη το ελληνικό Ιππικό αποδεικνυόταν πολύ πιο ευκίνητο σε ορεινό έδαφος, είτε έπρεπε να επιτεθεί είτε να μεταφέρει εφόδια», λέει ο κ. Σακελλαρόπουλος. «Το χρησιμοποίησαν με επιτυχία όλοι οι έλληνες αξιωματικοί που διακρίθηκαν, από τον συνταγματάρχη Δαβάκη και το απόσπασμά του μέχρι τον συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλο και τον στρατηγό Κατσιμήτρο».