Εγγονή του Αντώνη Μπενάκη – ιδρυτή του Μουσείου Μπενάκη – και ανιψιά του Μαρίνου Καλλιγά – διευθυντή τότε της Εθνικής Πινακοθήκης -, η Αιμιλία Γερουλάνου λάτρεψε τη βυζαντινή τέχνη από τα μαθητικά της χρόνια στο Κολλέγιο. Μετά τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών ο βυζαντινολόγος – διευθυντής και του Βυζαντινού και του Μουσείου Μπενάκη – Μανόλης Χατζηδάκης της ζήτησε να δουλέψει μαζί του για μεγάλη βυζαντινή έκθεση που έγινε το 1964 στο Ζάππειο. Μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία όμως η νεαρή επιμελήτρια βρέθηκε χωρίς δουλειά και ξεκίνησε να εργάζεται στο Μουσείο Μπενάκη. Εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ιδρύσει το πρώτο φωτογραφικό αρχείο στην Ελλάδα και να οργανώσει τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές, ενώ αργότερα ανέλαβε καθήκοντα αναπληρώτριας διευθύντριας. Τα τέσσερα παιδιά που απέκτησε με τον σύζυγό της Μαρίνο Γερουλάνο – η Ειρήνη, αναπληρώτρια διευθύντρια του μουσείου, η Δέσποινα, υπεύθυνη των πωλητηρίων, ο Παύλος, υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού, και η αρχαιολόγος Μαρίνα – δεν της επέτρεψαν να ολοκληρώσει τη διδακτορική της διατριβή, η οποία κυκλοφόρησε τελικά ως βιβλίο με θέμα τα διάτρητα βυζαντινά κοσμήματα. Από το 2000 έγινε μέλος της διοικητικής επιτροπής του μουσείου, αντικαθιστώντας τη μητέρα της, και από το 2005 είναι πρόεδρος.