«Ο Πέτρος Κωστόπουλος; Ενα παιδί που έκανε απευθείας τη διαδρομή Βόλος – Παρίσι με αεροπλάνο χωρίς ενδιάμεση στάση. Εμαθα ότι έπεσε. Δεν μου κάνει εντύπωση. Αν του δοθεί χρόνος θα μπορούσε να ξανανεβεί, αλλά έχει νόημα;».
Η γυναίκα που μιλάει για τον έως πρόσφατα πετυχημένο εκδότη και, από τις 21 Φεβρουαρίου, εκπεσόντα των ΜΜΕ, τον ξέρει καλά. Οχι από τις επιχειρήσεις του, αλλά από τη ζωή του, τις συναναστροφές του, τις συνήθειές του τις καλές ημέρες, τις ημέρες που το χρήμα δεν ήταν πρόβλημα. Δεν συμφώνησε ποτέ με τις επιλογές της ζωής του, αλλά δεν το κάνει και θέμα.
Το αντίθετο συμβαίνει στο Διαδίκτυο, σε διάφορα μπλογκ. Η χαιρεκακία για την κατάρρευση του συγκροτήματος της Ιmako ενδύεται με διάφορους ιδεολογικούς μανδύες, αναλόγως της στράτευσης ενός εκάστου. Κάποιοι, λίγοι, κλαψουρίζουν γιατί κατέρρευσε, λένε, ο «ναός του λάιφσταϊλ». Η πιο διαδεδομένη γραμμή είναι εκείνη που περίπου αποδίδει στον Κωστόπουλο την ευθύνη για το επίπεδο της δημόσιας ζωής, για το χάλι του δημόσιου διαλόγου, για την περιθωριοποίηση των υποδομών της κουλτούρας. Ενα από τα πιο διαβασμένα κείμενα στο Internet αυτές τις ημέρες ισχυρίζεται ότι η σχολή Κωστόπουλου υπήρξε «τεράστιο έγκλημα κατά του λαού και μέρος ενός συστήματος που θέλει τους Ελληνες αποχαυνωμένους». Το βρήκα αναρτημένο σε ένα μπλογκ, πάνω από κάτι άλλα κείμενα που δικαιολογούσαν τους εμπρησμούς στο Αττικόν και το Αστυ επειδή, λέει, οι φτωχοί δεν πάνε σινεμά. Είναι προφανές ότι η ανοησία δεν έχει ιδεολογία.
Ποια όμως ήταν η σχολή Κωστόπουλου. Πώς ξετυλίχτηκε το success story του νεαρού φιλόδοξου Βολιώτη, γιου ταξιτζή που και ο ίδιος – όπως λένε όσοι τον θυμούνται από τότε – είχε αναγκαστεί να κάνει κούρσες για το χαρτζιλίκι; Πώς από την Ανωτάτη Βιομηχανική και τον μίζερο φοιτητικό συνδικαλισμό στον οποίο συμμετείχε ως στέλεχος της ΠΑΣΠ, βρέθηκε να υποστηρίζει διδακτορικό στο Παρίσι, όντας παράλληλα πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελλήνων Φοιτητών Γαλλίας; Πώς εγκατέλειψε τη δύσκολα στρωμένη καριέρα του στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις Βρυξέλλες, για να γυρίσει στην Ελλάδα με σκοπό να ανακατευτεί στη δημόσια ζωή της; Πώς πέτυχε χάρη σε ένα περιοδικό-καθρέφτη της νέας δημοσιογραφίας και πώς, σύντομα, έφτασε να γίνει ο βασιλιάς της «κουλτούρας της αδιακρισίας»; Πώς έζησε στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής, καταξιωμένος στη μέση συνείδηση του εύκολα ανερχόμενου Ελληνα και γιατί το παραμύθι δεν είχε καλό τέλος;
Κλικ αριστερά – αλλά… Το 1987, ο τριαντατριάρης διδάκτωρ Πολιτικής Οικονομίας Πέτρος Κωστόπουλος, είχε μια καλή ιδέα. Πρότεινε στον εκδότη Αρη Τερζόπουλο να κάνουν ένα καινούργιο περιοδικό για να εκφράσει τα νέα, μοντέρνα ρεύματα της ζωής. Συμφώνησαν και ετοίμασαν το «Κλικ».
Η ιδέα του «Κλικ» στηρίχτηκε σε ένα γερό πρότυπο, στο περιοδικό «Actuel», γαλλικό αντίστοιχο εντύπων όπως το «Face» ή το «Interview» του Αντι Γουόρχολ, που δέσποζε τότε στους κύκλους της ανήσυχης νεολαίας στη Γαλλία. Εχοντας εκφράσει την ελευθεριακή κουλτούρα την περίοδο του Μάη του ’68, στην πορεία το περιοδικό είχε μετασχηματιστεί σε ανήσυχο αισθητικά και πολιτικά έντυπο, που εξέφρασε τις αταξινόμητες ακόμα τότε τάσεις της οικολογίας, της διεκδίκησης απελευθέρωσης στη χρήση των ναρκωτικών, της απενοχοποίησης του έρωτα και της έκθεσής του στον Τύπο…
Το πρώτο τεύχος του «Κλικ» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1987, γραφιστικά ανήσυχο (με τη σφραγίδα του Σταύρου Κούλα) σε μια εποχή όπου όλα τα έντυπα ήταν τακτοποιημένα. Με εξώφυλλο ένα πρόσωπο επινοημένο, τον Μαξ Χέντρουμ, μια κωμική περσόνα με ηλεκτρονικά χαρακτηριστικά, που υποτίθεται ότι διακωμωδούσε την «πραγματικότητα» της τηλεόρασης. Εκτός των άλλων, το τεύχος φιλοξενούσε και ένα άρθρο για πτυχές της ιδιωτικής ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ντεμπούτο πάντως του «Κλικ» δεν ήταν ευτυχές. Το πρώτο τεύχος πούλησε 14.000 αντίτυπα, μικρή κυκλοφορία για το κόστος του και τις κυκλοφορίες άλλων εντύπων της εποχής. Είχαν ήδη αρχίσει οι σκέψεις να κλείσει ώσπου, στο τέταρτο τεύχος, με αφορμή μια έρευνα για το AIDS (αρρώστια-τρομοκράτης εκείνο το διάστημα που τροφοδοτούσε τον κοινωνικό ρατσισμό και τη συντήρηση στις ερωτικές επιλογές) το περιοδικό προσέφερε δώρο ένα προφυλακτικό. Και ξαφνικά, έτσι απλά, το «Κλικ» έγινε μόδα.
To 1988 όλοι μιλούσαν για το «καινούργιο» που είχε φέρει στον ελληνικό Τύπο. Ο Φώτης Γεωργελές, στέλεχος στο «Κλικ» από την πρώτη στιγμή, το περιέγραφε ως έντυπο για «εναλλακτικό τρόπο ζωής, media, νυχτερινή ζωή, κλάμπινγκ, νεολαιίστικη αργκό, νέα δημοσιογραφία, ιδιωτική ραδιοφωνία», ό,τι αταξινόμητο συζητούνταν εκείνο τον καιρό. Μερικοί βεβαίως ισχυρίζονταν ότι το περιοδικό εκμαυλίζει τη νεολαία, τα πολιτικά περιοδικά της Αριστεράς (το «Αντί» και, αργότερα, ο «Σχολιαστής») θεωρούσαν ότι συμβάλλει στην αποπολιτικοποίησή της ή ότι χρησιμεύει ως ο glossy δούρειος ίππος του ΠΑΣΟΚ (προς επίρρωσιν, επικαλούνταν και τη στενή φιλία του Κωστόπουλου με τον Κώστα Λαλιώτη) – αλλά όλα αυτά συνέτειναν στην ενίσχυση του μύθου. Σύντομα το «Κλικ», που πουλούσε πια πάνω από 100.000 κομμάτια, επεκτάθηκε. Δημιουργήθηκε μουσικό ραδιόφωνο και εκδόθηκαν ακόμα δύο περιοδικά («Men» και «Diva»).
τα κλισέ. Ολα αυτά, σιγά σιγά, έφτιαξαν τα δικά τους κλισέ. Ενα από αυτά ήταν το σεξ. Εκανε συνεχώς αφιερώματα «στα βυζιά, στον κώλο, στο πέος, στις λεσβίες, τις παρτούζες, στα μαστίγια», περιγράφει ο Γεωργελές. Με αυτό το κλισέ, ο Κωστόπουλος βρέθηκε επέκεινα του «Κλικ» και το 1995 ίδρυσε (με τον Πάνο Μαρινόπουλο και τον Δάκη Ιωάννου, το μερίδιο των οποίων σύντομα εξαγόρασε) δική του εκδοτική επιχείρηση. Πλέον με ναυαρχίδα το περιοδικό «Νitro» ξεκίνησε, με νέους τίτλους εντύπων, ραδιόφωνα, δισκογραφική και εκδοτική εταιρεία, να κατακτήσει ό,τι αποκλήθηκε λάιφσταϊλ. Στην πραγματικότητα, το «Nitro» ήταν η εκδοχή του λαϊκού περιοδικού της παλαιότερης εποχής στο περιβάλλον της μεταπολίτευσης – της πλαστής κοινωνικής ανόδου χωρίς προσπάθεια, καινοτομία, ρίσκο.
Τι ήταν ακριβώς αυτό το λάιφσταϊλ; Ο Γεωργελές έγκαιρα επιχείρησε την απομυθοποίησή του: «H ιδέα της ζωής που μοιάζει με πόλεμο γεμάτο νικητές και ηττημένους, γεμάτο άγχος για την πολυπόθητη ανάβαση στη σκάλα της κοινωνικής ανόδου, γεμάτο κενά σύμβολα επιτυχίας, ετικέτες και φίρμες, παρωχημένα κλισέ, αναχρονιστικές συνταγές, γεμάτο σκληρότητα, με πλήρη απουσία κάθε ευαισθησίας. Ενας κόσμος λειψός, με κατοίκους ακρωτηριασμένους, φοβισμένους, πεινασμένους, που ονειρεύονται μόνο τα προφανή, που συμπεριφέρονται με ρόλους σαπουνόπερας. Tα παλιά καλά μικροαστικά αδιέξοδα σε περιβάλλον reality-show πια. Mείγμα κραυγαλέο, εντυπωσιακό και κουραστικό».
Κουραστικό ή όχι, για τον Κωστόπουλο αυτό ήταν πλέον τρόπος ζωής. Μιας ζωής κατά βάσιν συντηρητικής και, ταυτόχρονα, επιδεικτικής. Εχω να δείξω, άρα υπάρχω. Με το σύνθημα: «Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή», ο Κωστόπουλος ανέβηκε την κλίμακα όλων των παραδοσιακών αξιών. Παντρεύτηκε, φυσικά μια πανέμορφη – την πρώην σταρ Ελλάς Τζένη Μπαλατσινού. Εκανε τρία παιδιά. Εχτισε σπίτι στη Φιλοθέη – «επιδεικτικά μίνιμαλ», σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Τάσο Ζέππο. Απέκτησε κι άλλο σπίτι, στη Μύκονο – ταξίδευε τακτικά εκεί. Οργάνωνε συνεχώς εξωτικά ταξίδια, στο Μαϊάμι, ας πούμε, ή στο Μονακό για το γκραν πρι. Μια αίσθηση ανεμελιάς, ταυτόχρονα με την αναγκαία μικροαστική αναδίπλωση στην οικογένεια, αυτό ήταν η ζωή του.
Βεβαίως, ήξερε να εκτιμά τους καλούς συνεργάτες του και να τους πληρώνει αδρά. Τα τελευταία χρόνια υπερίσχυε ο ναρκισσισμός. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία συνεργάτη του που έφυγε νωρίς επειδή δεν τον άντεχε: «Ξέρεις τι ήταν ο Πέτρος Κωστόπουλος την πρώτη δεκαετία του ευρώ; Ενας τύπος που σε φώναζε στο γραφείο του για να σου δείξει το νέο Zegna κοστούμι του».
Η πτώση. Τα τελευταία χρόνια η Ιmako άρχισε να κλυδωνίζεται σοβαρά. Πέρυσι η επιχείρηση άρχισε να μην μπορεί να πληρώσει τη μισθοδοσία των εργαζομένων. Προσφάτως άρχισαν και οι διεκδικήσεις πιστωτών. Στις 21 Φεβρουαρίου δικαστικός επιμελητής, συνοδεία αστυνομικών, εισέβαλε στην εταιρεία προκειμένου να προβεί σε κατασχέσεις, για λογαριασμό εταιρείας διαφημιστικού δώρου. Ο Πέτρος Κωστόπουλος έπειτα από αυτή την εξέλιξη έδωσε στη δημοσιότητα μια επιστολή. Παραδέχεται ότι απέτυχε. Ομολογεί ότι έχει απλήρωτους για μήνες τους εργαζόμενους. Επιχειρεί να ανασκευάσει κάποιες διαδεδομένες φήμες γι’ αυτόν – μία από αυτές είναι η σχέση του με το ΠΑΣΟΚ: «Είμαι περήφανος (και σίγουρα αρκετά μαλάκας) που ποτέ δεν πήρα παρά πενταροδεκάρες από τις κρατικές διαφημίσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ όπως όλος ο περιοδικός Τύπος και όλα τα μουσικά ραδιόφωνα», ισχυρίζεται. Προσθέτει ότι τα τελευταία χρόνια επιχείρησε να κρατήσει την επιχείρηση στα πόδια της εισφέροντας την προσωπική του περιουσία (κάτι που αληθεύει), γι’ αυτό λέει δεν του έχει μείνει πια τίποτα. Δεν γκρινιάζει – αν και, όπως ο ίδιος ομολογεί περιγράφοντας τα προσωπικά του, απέκτησε πρόβλημα υγείας. Και κλείνει την επιστολή του, υπερασπιζόμενος τις επιλογές του: «Πάτησα σχεδόν τα 60, αλλά επιμένω: η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή. Θα τα ξαναπούμε…».
Το χάπι εντ αναβάλλεται.