Η Κατίνα Τέντα-Λατίφη αφηγείται συναρπαστικά τη διαδρομή ενός πολύ ξεχωριστού ανθρώπου, συνθέτοντας ταυτόχρονα μια εντυπωσιακή τοιχογραφία της πορείας του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα. Παρούσα από την εφηβεία της στις διάφορες φάσεις του, από τον θρίαμβο έως την τραγωδία φέρνει στο φως πληθώρα ντοκουμέντων και αφηγήσεων που κάνουν αυτό το βιβλίο σαγηνευτικό ανάγνωσμα. Ιδιαίτερα όταν μέσα από τις γραμμές του αναδύεται και το πρόσωπο ενός μικρού παιδιού: ο γιος του Πέτρου και της Νίκης Κόκκαλη παρακολούθησε από τη γέννησή του το μεγαλείο και τον σταυρό της ελληνικής Αριστεράς. Πρόσωπο που αργότερα θα κυριαρχήσει στην ελληνική επιχειρηματικότητα και τον αθλητισμό, ο Σωκράτης Κόκκαλης υπάρχει στο βιβλίο ως κρίκος μιας μεγάλης οικογενειακής παράδοσης.

Αξίζει ιδιαίτερος έπαινος στη συγγραφέα διότι ενώ δεν γράφει ένα επιστημονικό έργο, αναδεικνύει την επιστημονική μεγαλοφυΐα του Πέτρου Κόκκαλη. Κορυφαίος χειρουργός της εποχής του, με πρωτοποριακές μεθόδους και θαυματουργά χέρια, είχε την αναγνώριση της διεθνούς και εγχώριας επιστημονικής κοινότητας για την κατάρτισή του καθώς και την αποδοχή τόσο της ελληνικής αστικής τάξης όσο και των απλών ανθρώπων των οποίων έσωζε τις ζωές. Ιδίως στο βουνό, όπου ήταν ταυτόχρονα υπουργός σε δύο διαφορετικές φάσεις του αντάρτικου. Και παρότι είχε τη μοίρα των ηττημένων (τον έδιωξαν από το πανεπιστήμιο ως αντεθνικώς δρώντα), αυτό δεν του στέρησε τις επιστημονικές δάφνες που έδρεψε αργότερα στην Ανατολική Γερμανία. Ολα έως το 1962 όταν πέθανε σε ηλικία μόλις 66 ετών.

Το βιβλίο παρακολουθεί και τις δύο πλευρές της λαμπερής προσωπικότητας του Κόκκαλη. Ωστόσο, η πολιτική πλευρά του βιβλίου είναι αναμφίβολα πιο εντυπωσιακή. Διότι εάν η επιστημονική διαδρομή του Πέτρου Κόκκαλη επικροτήθηκε μέσα και έξω από την Ελλάδα , η πολιτική του πορεία ήταν σεβαστή ακόμη και από τους διώκτες του. Εχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι τυπικά δεν υπήρξε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά το ΚΚΕ τον έκανε μυστικά αριστίνδην μέλος του.

Απόγονος εκπαιδευτικών μέχρι τρίτης γενεάς ο Πέτρος Κόκκαλης γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1896, ακολούθησε τον γυμνασιάρχη πατέρα του σε διάφορες πόλεις και μπήκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών σε ηλικία μόλις 15 ετών! Τελειώνοντας έφυγε για το Βερολίνο και από εκεί πήγε στη Ζυρίχη και τη Βέρνη, όπου συνδέθηκε με τον Νικόλαο Λούρο, με τον οποίο είχαν αργότερα πολιτικές διαφορές αλλά ποτέ προσωπική απόσταση. «Ηταν έξυπνος και επιμελής, συνδύαζε το χιούμορ με την κοινωνική φιλοδοξία και την απενταρία», θα γράψει γι’ αυτόν ο μαιευτήρας-γυναικολόγος και κατοπινός υπουργός Νικόλαος Λούρος, και η συγγραφέας θα παραπέμπει συχνά στα λεγόμενά του για τον Κόκκαλη.

Ακολουθεί το Μόναχο. Το 1928 ο Κόκκαλης επιστρέφει στην Αθήνα έχοντας συνεργαστεί με κορυφαίους χειρουργούς. Με τέσσερις αναγνωρισμένες επιστημονικές εργασίες γίνεται ο θεμελιωτής της Θωρακοχειρουργικής στην Ελλάδα. Και υφηγητής στο πανεπιστήμιο – «μηδενός αντιλέγοντος», όπως αναφέρουν τα πρακτικά. Τότε θα γράψει τις μισές σελίδες από το μνημειώδες έργο «Χειρουργική», στο οποίο μετείχαν άλλοι επτά συγγραφείς. Μεταξύ τους ο Μαρίνος Γερουλάνος στον οποίο ο Κόκκαλης έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό και πικράθηκε ιδιαίτερα δέκα χρόνια αργότερα όταν ήταν από εκείνους που υπέγραψε την απόλυσή του από το πανεπιστήμιο ως «κομμουνιστικό μίασμα».

Το 1937 παντρεύτηκε την γραμματέα του Νίκη, που συνδέθηκε με την περιπετειώδη διαδρομή του και δεν υπέκυψε.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ο Κόκκαλης προσφέρει τις υπηρεσίες του στα νοσοκομεία της Αθήνας που υποδέχονται τους τραυματίες του Μετώπου, αλλά δεν του αρκεί αυτό, οπότε και μεταβαίνει εθελοντικά στην Ηπειρο. Τότε αρχίζει να αναδεικνύεται ο «εσωτερικός Κόκκαλης». Οπως θα γράψει ένας από τους συναδέλφους του, «τον θυμάμαι πότε να χειρουργεί και πότε να έρχεται από την πρώτη γραμμή». Μάλιστα, με μια νέα μέθοδο στην αντιμετώπιση των κρυοπαγημάτων έσωσε πολλούς.

Στη γερμανική κατοχή το καθεστώς του Λογοθετόπουλου επιχείρησε να τον «αξιοποιήσει», αλλά αρνήθηκε και τον απέλυσαν «δι’ άρνησιν υπηρεσίας». Μέσω της οργάνωσης Εθνική Αλληλεγγύη συνδέθηκε με το ΕΑΜ, αλλά στο κλαρί τον έβγαλε η επιστημονική του ιδιότητα. Είχε χειρουργήσει τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος όταν βρέθηκε στο Κάιρο τον κάλεσε να μετάσχει στην εξόριστη κυβέρνηση. Ξεκίνησαν με τον Αλέξανδρο Σβώλο, αλλά η φυγάδευσή τους προδόθηκε και ματαιώθηκε. Οι Γερμανοί τούς επικήρυξαν. «Εγώ θα ανεβώ στο βουνό», του ανακοίνωσε ο Σβώλος. «Κι εγώ μαζί σου», απάντησε ο Κόκκαλης. Και έτσι αναδείχθηκε μια από τις πιο εντυπωσιακές φυσιογνωμίες της αντίστασης. «Ποτέ δεν με ενδιέφερε η πολιτική• στο αριστερό κίνημα με ώθησαν τα βιώματά μου», θα πει ο ίδιος.

Την άνοιξη του 1944 θα γίνει μέλος της ΠΕΕΑ, όπου θα συναντηθεί με έναν άλλο επώνυμο Αθηναίο, τον καθηγητή Γεώργιο Σημίτη που είχε βγει στο βουνό όταν έγινε απόπειρα δολοφονίας του στην Αθήνα. Ο Γερμανοί για αντίποινα συνέλαβαν τον πατέρα του, τον Σωκράτη Κόκκαλη. Σε ηλικία 88 ετών δεν άντεξε τα βασανιστήρια στη Μέρλιν και στο Χαϊδάρι. Την ιδία περίοδο η Νίκη Κόκκαλη έχοντας μαζί της στην Αθήνα τον 4χρονο γιο τους Σωκράτη, επρόκειτο να γεννήσει και την κόρη τους, την Αυγή. Ο Κόκκαλης τους είχε εμπιστευτεί στον Λούρο, ο οποίος έβαλε την επίτοκη στην Κλινική Αγιοι Ανάργυροι με το ψευδώνυμο «κυρία Παύλου», για να την ξεγεννήσει.

Ως μέλος της ΠΕΕΑ ο Κόκκαλης ανέλαβε υπουργός – γραμματέας όπως το έλεγαν επισήμως – Κοινωνικής Πρόνοιας και αργότερα εξελέγη εθνοσύμβουλος. Το έργο του έχει καταλάβει πολλές σελίδες στο βιβλίο της Λατίφη. Με μαρτυρίες απλών ανθρώπων για τον υπουργό με τα θαυματουργά χέρια του χειρουργού. Τότε οργανώθηκε και η έξοδος από την Αθήνα της γυναίκας του και του μόλις 4 ½ ετών Σωκράτη που φρόντιζε η Ειρήνη Κυπραίου. Ο Σιάντος ενέκρινε την επιχείρηση, αλλά δεν αναλάμβανε την ευθύνη της. «Σε ποιον έχεις εμπιστοσύνη;», ρώτησε τον καθηγητή». Ο Κόκκαλης επέλεξε τον Δημήτρη Λαζαρίδη. Αργότερα διηγήθηκε: «Κουβαλούσα στους ώμους μου τον Σωκράτη και του έλεγα “σκύψε το κεφαλάκι σου να μη μας δουν οι Γερμανοί”».

Επακολούθησαν η Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά. Στις 13 Ιανουαρίου 1945 η συνέλευση των καθηγητών της Ιατρικής Σχολής αποφασίζει να ζητήσει την απόλυση των τεσσάρων μελών της που ήλθαν από το βουνό. «Συμμετείχαν στο εθνοκτόνο κίνημα γενόμενοι αποστάτες της εθνικής ιδέας». Παρότι επακολούθησε η συμφωνία της Βάρκιζας, το υπουργείο Παιδείας έπαυσε τον Κόκκαλη. Τότε είναι που αρχίζει να κλονίζεται η υγεία του. Και ενώ βρισκόταν ο ίδιος σε ανάρρωση παρακολουθούσε και τον «γέρο», όπως έλεγαν τότε τον Σιάντο, ο οποίος τελικά πέθανε το 1947. Εκείνη την ώρα ο Σωκράτης έπαιζε στην αυλή με τα παιδιά τη γειτονιάς…

Λίγο αργότερα ο Κόκκαλης θα πάρει τον δρόμο της αυτοεξορίας. Με τη βοήθεια του Γεωργίου Βλάχου της «Καθημερινής», που τον ευγνωμονούσε επειδή τον είχε χειρουργήσει, πήρε άδεια εξόδου και έφυγε για τη Μασσαλία και από εκεί στο Παρίσι και την Ελβετία, όπου με τη βοήθεια του Μιλτιάδη Πορφυρογένη νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα. Πάλι μόνος. Η Νίκη και τα δύο παιδιά μένουν στην Αθήνα, καθώς ο Ναπολέων Ζέρβας ως υπουργός Δημόσιας Τάξης τούς απαγορεύει την έξοδο. Θα φύγουν τον Σεπτέμβριο του 1947 για το Βελιγράδι αεροπορικώς. «Αμέσως ο Σωκράτης στάλθηκε στο Μπούλκες για να πάει στο σχολείο», γράφει η συγγραφέας. Στο Βελιγράδι θα τον συναντήσει ο Ζαχαριάδης. Και όταν λίγο αργότερα θα ανακοινωθεί η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση υπό τον Μάρκο Βαφειάδη, ο Κόκκαλης θα αναλάβει τα υπουργεία Υγείας και Παιδείας.

Με αυτή την ιδιότητα θα επιστρέψει στην Ελλάδα στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Εκεί μεγαλούργησε στον τομέα που ήξερε, την υποστήριξη των ανθρώπων. Εστησε αυτοσχέδια νοσοκομεία, χειρούργησε, στήριξε τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό με τη βοήθεια της «Φανής» όπως είναι πλέον το ψευδώνυμο της Νίκης. Μετά την ήττα θα είναι υπεύθυνος για τη διακίνηση των παιδιών των ανταρτών, την οποία στην Αθήνα ονομάζουν «παιδομάζωμα». Ο Πέτρος Κόκκαλης θα περιοδεύει, ως πρόεδρος της Επιτροπής Βοήθεια στο Παιδί στις χώρες υποδοχής για να διαπιστώσει τις συνθήκες της ζωής τους, ενώ το ελληνικό κράτος τού αφαιρεί την ιθαγένεια. Ως πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτικών Προσφύγων θα μετακινείται διαρκώς στις ανατολικές πρωτεύουσες μέχρι το 1955, οπότε θα εγκατασταθεί οικογενειακώς στο Ανατολικό Βερολίνο.

Εκεί θα επανασυνδεθεί με την επιστημονική κοινότητα, θα ανακηρυχθεί καθηγητής και θα αναπτύξει σπουδαίο ερευνητικό έργο στην καρδιαγγειακή έρευνα. Παρά τη νοσταλγία του για την Ελλάδα, δεν θα την ξαναδεί ποτέ. Στις 15 Ιανουαρίου 1962 θα πεθάνει από καρδιακό έμφραγμα. Πρωθυπουργός στην Ελλάδα είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τον οποίο γνωρίζονταν από την εποχή που μετείχαν στη Σοσιαλιστική Ενωση, επί κατοχής. Με παρέμβαση του Λούρου θα επιτρέψει να κηδευτεί στην Αθήνα. «Εδώ κείται ο μεγάλος νεκρός, φερμένος από τα ξένα…», αναφέρει η επιτύμβια επιγραφή, διά χειρός του Γιάννη Ρίτσου.