«Ημουν πολεμική ανταποκρίτρια το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής μου ζωής. Ηταν πάντοτε δύσκολο επάγγελμα, αλλά η ανάγκη για αντικειμενικά ρεπορτάζ από το μέτωπο δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη όσο σήμερα. Το να διηγείσαι έναν πόλεμο σημαίνει να προσπαθείς να βρίσκεις την αλήθεια σε μια δίνη προπαγάνδας, ενώ στρατοί, φυλές ή τρομοκράτες πολεμούν μεταξύ τους. Και ναι, σημαίνει να διατρέχεις κινδύνους και συχνά να διατρέχουν κινδύνους εξαιτίας σου κι εκείνοι που δουλεύουν μαζί σου.
Παρά τα όσα μας λένε για τις έξυπνες βόμβες, το σκηνικό στο πεδίο της μάχης είναι πάνω – κάτω το ίδιο εδώ και εκατοντάδες χρόνια: καμένα σπίτια, ακρωτηριασμένα σώματα, γυναίκες που κλαίνε για τα νεκρά παιδιά τους και τους νεκρούς άνδρες τους, άνδρες που κλαίνε για συζύγους, μητέρες, παιδιά.
Η δική μας αποστολή είναι να διηγούμαστε αυτό τον τρόμο χωρίς προκαταλήψεις.
Πρέπει πάντοτε να αναρωτιόμαστε αν ο κίνδυνος αναλογεί στην ιστορία που έχουμε να διηγηθούμε, αν είμαστε ικανοί να διαχωρίσουμε το θάρρος από την αναισθησία. Οι πολεμικοί ανταποκριτές είναι υποχρεωμένοι να κάνουν δύσκολες επιλογές. Πολλές φορές, πληρώνουν υψηλό τίμημα. Δεν ήταν ποτέ πιο επικίνδυνο να είσαι πολεμικός ανταποκριτής γιατί πλέον ο δημοσιογράφος που βρίσκεται στο πεδίο της μάχης έχει γίνει βασικός στόχος.
Εχασα το μάτι μου σε μια ενέδρα, στη Σρι Λάνκα. Βρισκόμουν σε μια ζώνη που ήλεγχαν οι Ταμίλ, στην οποία απαγορευόταν η πρόσβαση στους δημοσιογράφους. Εκεί βρήκα μια ανθρωπιστική καταστροφή, για την οποία δεν μιλούσε κανένας. Επιστρέφοντας κρυφά από τα εσωτερικά σύνορα, ένας στρατιώτης πέταξε μια χειροβομβίδα προς το μέρος μου και τα θραύσματα με χτύπησαν στο πρόσωπο και το στήθος. Ηξερε τι έκανε. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα έπινα καφέ στο Αφγανιστάν με έναν φίλο φωτογράφο, τον Ζοάο Σίλβα. Μιλήσαμε για τον τρόμο που αισθάνεσαι, τον οποίο πρέπει να θέτεις υπό έλεγχο όταν δουλεύεις ενσωματωμένος στις Ενοπλες Δυνάμεις και προετοιμάζεσαι για την έκρηξη σε κάθε σου βήμα. Η αναμονή εκείνης της έκρηξης είναι εφιάλτης. Δύο ημέρες μετά τη συνάντησή μας, ο Ζοάο πάτησε μια νάρκη χάνοντας και τα δύο πόδια του μέχρι το ύψος των γονάτων.
Πολλοί από εσάς θα έχουν αναρωτηθεί και κάποιοι αναρωτιούνται ακόμη: αξίζει να χάνονται ζωές, αξίζει τόσος πόνος για όλα αυτά, μπορούμε πραγματικά να αλλάξουμε κάτι; Είναι ένα ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου όταν τραυματίστηκα. Μια εφημερίδα είχε τον εξής τίτλο: “Μήπως το παράκανε η Μαρί Κόλβιν αυτή τη φορά;” Η απάντησή μου τότε, όπως και τώρα, είναι ότι ναι, αξίζει τον κόπο. Φτάνουμε σε απομακρυσμένες πολεμικές ζώνες για να μεταδώσουμε αυτά που συμβαίνουν. Ο κόσμος έχει δικαίωμα να γνωρίζει αυτά που κάνουν η κυβέρνηση και οι Ενοπλες Δυνάμεις στο όνομά μας. Η αποστολή μας είναι να λέμε την αλήθεια. Αλλάζουμε κάτι όταν αποκαλύπτουμε τον τρόμο τον πολέμου και ειδικά τις ωμότητες εις βάρος των αμάχων.
ΤΑ «ΠΑΙΔΙΑ» ΤΟΥ ΡΑΣΕΛ. Η ιστορία της δουλειάς μας είναι μια ιστορία για την οποία είμαστε περήφανοι. Ο πρώτος πολεμικός ανταποκριτής τη σύγχρονη εποχή ήταν ο Ουίλιαμ Χάουαρντ Ράσελ των «Times», τον οποίο η εφημερίδα του έστειλε στην Κριμαία για να καλύψει τη σύγκρουση ανάμεσα σε μια δύναμη με επικεφαλής τους Αγγλους που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους ρώσους εισβολείς. Ο Μπίλι Ράσελ, όπως τον έλεγαν οι στρατιώτες, έκανε να ξεσπάσει μια θύελλα οργής στην αγγλική κοινή γνώμη αποκαλύπτοντας την ακαταλληλότητα του εξοπλισμού, την ταπεινωτική μεταχείριση των τραυματιών και την ανικανότητα της διοίκησης. Εως τότε οι πόλεμοι καλύπτονταν από νεαρούς αξιωματικούς που έστελναν τηλεγραφήματα στις εφημερίδες. Ο Ράσελ πήγε στον πόλεμο με ανοιχτό μυαλό, ένα κιάλι, ένα σημειωματάριο και ένα μπουκάλι μπράντι. Την πρώτη φορά που πήγα σε πόλεμο είχα μαζί μου μια γραφομηχανή και έμαθα να χρησιμοποιώ τον τηλέτυπο. Χρειάζονταν δύο ημέρες για να φτάσεις από το μέτωπο σε ένα τηλέφωνο ή στο τέλεξ.
Τα πολεμικά ρεπορτάζ έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Τώρα πηγαίνουμε στον πόλεμο με δορυφορικό τηλέφωνο, φορητό υπολογιστή, βιντεοκάμερα και ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο. Η ουσία της δουλειάς μας όμως δεν έχει αλλάξει: κάποιος πρέπει να πάει εκεί και να δει τι συμβαίνει. Η πραγματική δυσκολία είναι να έχεις αρκετή εμπιστοσύνη στην ανθρωπότητα ώστε να πιστεύεις πως υπάρχει κόσμος ο οποίος ενδιαφέρεται γι’ αυτά που γράφεις. Εμείς έχουμε αυτή την εμπιστοσύνη γιατί είμαστε πεπεισμένοι ότι αλλάζουμε κάτι».