Η κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία Great Wall ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι αρχίζει τη συναρμολόγηση των αυτοκινήτων της σε συνεργασία με τη βουλγαρική Litex Motors σε ένα νέο εργοστάσιο στη Μπαχόβιτσα στα βόρεια της χώρας. Τα πρώτα κινεζικά αυτοκίνητα αναμένεται να κυκλοφορήσουν στους δρόμους της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της FYROM μέσα στους επόμενους μήνες, ενώ τα επόμενα χρόνια η παραγωγή θα φτάσει τα 50.000 αυτοκίνητα ανά έτος, με στόχο την διάθεσή τους σε ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη.
Η είδηση, όπως την έγραψε το γερμανικό περιοδικό «Spiegel» πριν από λίγες ημέρες, μοιάζει με ένα ακόμα νέο από την παγκόσμια αγορά αυτοκινήτου – κάποιοι μπορεί να την προσπεράσουν ως μια αδιάφορη είδηση που δεν επηρεάζει σε κάτι την καθημερινότητα του πολίτη της Ελλάδας ή της υπόλοιπης Ευρώπης. Ομως σε δεύτερη ανάγνωση η είδηση κρύβει αρκετές προεκτάσεις που δεν αφορούν μόνο το αυτοκίνητο, αλλά κάθε μορφή βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας στην Ευρώπη.
Οπως λέει στα «ΝΕΑ» παλαιό και έμπειρο στέλεχος από τον χώρο της βιομηχανίας στη χώρα μας, «εάν είναι πλέον πιο οικονομικό για τους Κινέζους να παράγουν αυτοκίνητα στη Βουλγαρία και όχι στην Κίνα, φανταστείτε πόσο πιο ορθολογικό θα είναι να κάνουν το ίδιο και με προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, όπως η βαριά βιομηχανία ή ακόμα και τα ηλεκτρονικά».
Φαίνεται λοιπόν ότι, με τα δεδομένα του 2012, κοστίζει πλέον λιγότερο στην Great Wall να κατασκευάζει αυτοκίνητα στη Βουλγαρία για να τα πουλάει στην ΕΕ, παρά να τα κατασκευάζει στην Κίνα και να τα μεταφέρει, συνυπολογίζοντας μάλιστα και τους δασμούς εισαγωγής.
Η εξέλιξη αυτή μαρτυρά χωρίς αμφιβολία τη σταδιακή αύξηση του κόστους εργασίας στην Κίνα, σε σημείο που πλέον να μην μπορεί να ανταγωνιστεί τις αμοιβές σε κάποιες από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης. Η Great Wall ήδη έχει εργοστάσια σε αρκετές χώρες του κόσμου, όπως στη Ρωσία, την Ινδονησία και την Αίγυπτο, ενώ η εξέλιξη αυτή παρακολουθείται με ιδιαίτερη προσοχή από τους παράγοντες της αμερικανικής αγοράς. Παρ’ όλη τη δυσκολία στην απόκτηση πραγματικών οικονομικών στοιχείων και στατιστικών από την κινεζική οικονομία, ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας που στηρίχθηκε στην υπερπροσφορά φθηνού εργατικού δυναμικού έχει φθάσει πλέον σε ένα σημείο ισορροπίας, και περαιτέρω ανάπτυξη δεν είναι δυνατή με τα σημερινά δεδομένα. Αρα, οι μεγάλες κινεζικές εταιρείες θα αναγκαστούν στο άμεσο μέλλον να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, στήνοντας εργοστάσια απευθείας μέσα στις ξένες αγορές. Αυτό θα φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργούν μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.
Για την ελληνική αγορά, τα νέα έχουν διπλή ανάγνωση: από τη μια η παγκόσμια «επίθεση» των Κινέζων με επενδύσεις στις γειτονικές μας χώρες θα πιέσει ακόμα περισσότερο την ήδη πολύ πιεσμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Από την άλλη, όμως, υπάρχει πάντα η ελπίδα της επένδυσης κινεζικών κεφαλαίων και στη χώρα μας, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να γίνεται από το 2009 με την COSCO στο λιμάνι του Πειραιά.