Επιτέλους η Δεξιά αποφάσισε να ασκεί κριτική από τούδε και στην Αριστερά, και ορθά: «Κρίνε για να κριθείς» όπως το έχει γράψει (με ειρωνική αναστροφή του μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε) ο ποιητής Μαν. Αναγνωστάκης. Σε αντιδιαστολή με τους παχυλούς επαίνους και τις άκριτες ή βίαιες κατακρίσεις, που συνιστούν φεουδαλικές επιβιώνουσες συνήθειες, η πραγματική Αριστερά έχει ως κύριο γνώρισμα και λειτουργία της, όχι την αποδοχή / απόρριψη, παρά την κριτική.

Ο πρόεδρος της ΝΔ έκαμε την έναρξη της κριτικής καταλογίζοντας πολιτικές ευθύνες στα αριστερά κόμματα για τη μεταπολιτευτική επικυριαρχία του κρατισμού και της ιδεολογίας του στην Ελλάδα. Τα περισσότερα από όσα καταλόγισε ο κ. Σαμαράς περί ηθικής αυτουργίας της Αριστεράς για τον κρατισμό είναι ορθά, παρέλειψε ωστόσο να αναφέρει τον κύριο λόγο για τον οποίο το κόμμα του απέφευγε μέχρι σήμερα να κριτικάρει: από το 1975 η ΝΔ άφηνε τον αριστερό λαϊκισμό απερίσπαστον προκειμένου να κόβει ψήφους από το ΠαΣόΚ. Μα καθώς το ΠαΣόΚ έχει πλέον αποδυναμωθεί αισθητά, η σκοπιμότητα εκείνη εξέλιπε και οι απελπισμένοι τέως ψηφοφόροι του δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι• με την κριτική της για τα αριστερά κόμματα η ΝΔ προνοεί ώστε να προσελκύσει τους απεγνωσμένους στον δικό της χώρο και έτσι να επιτύχει στις επικείμενες εκλογές την ποθητή αυτοδυναμία.

Η κατίσχυση του δικομματισμού στη Μεταπολίτευση έσπρωξε την Αριστερά στο απυρόβλητο της κριτικής, με αποτέλεσμα την χαλάρωση και την συνακόλουθη ποιοτική υποβάθμιση του ιδεολογικού και πολιτικού της λόγου. Και σήμερα είναι πρόδηλη η τάση των αριστερών κομμάτων να συνθηματολογούν απλώς και μόνον, μιμούμενα την πρακτική των δύο μεγάλων κομμάτων. Για παράδειγμα, τα αριστερά κόμματα δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν το εξωπραγματικό εν πολλοίς δίλημμα Μνημόνιο / Αντιμνημόνιο ή, για να αναφερθώ σε απλούστερο παράδειγμα, η Αριστερά δεν έχει πει τίποτα ενδιαφέρον για το «Κίνημα της πατάτας» – πέραν των σχετικών αντικαπιταλιστικών αφορισμών του ΚΚΕ πως το αυτοσχέδιο κίνημα προώρισται να σβήσει κ.λπ.

Οι πατάτες δίνουν (μάλλον, έδιναν) μιαν ευκαιρία: θα μπορούσε η Αριστερά να επιδείξει την ιδεολογική υπεροχή της, δεδομένου ότι οι περιβόητοι μεσάζοντες είναι από τα πιο δεξιά και μισητά υποθέσμια στον κόσμο (και στον υπόκοσμο). Εχουμε λοιπόν μια λαϊκή, αυθόρμητη και αυτοσχέδια, κίνηση των παραγωγών και των καταναλωτών που βαίνει αυξανόμενη και θα αποπροσανατολισθεί ή θα εξασθενήσει αν δεν ενταχθεί σε συγκεκριμένες πολιτικές συντεταγμένες, αν δεν συνδεθεί με άλλα λόγια με τις θεσμισμένες δομές και ιδίως και κατ’ αρχήν με την εκ βάθρων ανακαίνιση των αγροτικών και κτηνοτροφικών συνεταιρισμών. Το αυτοσχέδιο και το αυθόρμητο του λαϊκού κινήματος είναι εξάλλου ιδιότητες που δεν συνιστούν αυταξίες για την Αριστερά – έχουν υποστεί στο απώτερο παρελθόν την κριτική του Λένιν μα και του Γκράμσι. Οι δύο αυτές ιδιότητες γίνονται θετικές στο μέτρο που θα ενταχθούν σε προοδευτικούς στόχους• μη λησμονούμε ότι και οι γιαουρτιές και οι πρόσφατοι προπηλακισμοί στην παρέλαση των Ιωαννίνων ήσαν εξίσου «αυτοσχέδιοι και αυθόρμητοι» όσο και το κίνημα της πατάτας.

Η Αριστερά χρωστά να δείξει στους παραγωγούς και τους καταναλωτές ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα έτσι ώστε το κίνημα της πατάτας να στεριώσει σωστά. Εδώ απαιτείται ένα επεξεργασμένο σχέδιο – που η Αριστερά μήτε το διαθέτει μήτε διατίθεται να το εκπονήσει προεκλογικά, καθώς προτιμά τα ετοιματζήδικα συνθήματα και τις αντικαπιταλιστικές ιδεοληψίες που μετεωρίζονται στον θόλο της πολιτικής αοριστίας.

Η ΔΗΜΑΡ ιδιαίτερα, η οποία έχει τις συγκριτικά λιγότερες ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και εμφανίζεται ως η πιο προσγειωμένη αριστερή συνιστώσα καθώς έχει δηλώσει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να παρακάμψει τις μνημονιακές υπογραφές της, έχει μπροστά της ευρύ πεδίο για να υποβάλει μεταρρυθμιστικές προτάσεις που δεν άπτονται του Μνημονίου, από την κατάργηση των βουλευτικών συντάξεων έως την παύση της μισθοδοσίας του κλήρου. Για την μισθοδοσία του κλήρου (όπου σημειωτέον ότι ο Αρχιεπίσκοπος έχει αρχίσει να χάνει το σεμνό και αισχυντηλό του φωτοστέφανο με τις επανειλημμένες δηλώσεις και τις σχεδόν προκλητικές διακηρύξεις του περί προσφοράς της εκκλησιαστικής περιουσίας στο κράτος), η πρόταση της ΔΗΜΑΡ θα είναι προνομιακή, καθώς η ΝΔ και το ΠαΣόΚ θα εξακολουθήσουν να μιλούν ως δυνάμει πολυσυλλεκτικά κόμματα που ασφαλώς και δεν επιθυμούν να δυσαρεστήσουν το κοινωνικό στρώμα των ρασοφόρων, ενώ περιέργως και τα περισσότερα μικρότερα κόμματα αποφεύγουν να προτάξουν το ζήτημα. Είναι ωστόσο απαράδεκτο να απολύσουμε κοινωνικούς λειτουργούς, δασκάλους, οδηγούς κ.λπ., ενώ συνεχίζουμε να μισθοδοτούμε ιερείς που, στο κάτω κάτω, δεν ήσαν ανέκαθεν μισθοδίαιτοι: παγίωσαν την κρατική μισθοδοσία τους επί Χούντας.

Σε κάθε περίπτωση τα τετριμμένα λαϊκίστικα συνθήματα και οι εύκολες προεκλογικές αριστερές κορόνες δεν θα επαρκέσουν διότι οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται για την αυξομείωση των μισθών και των συντάξεων και για τον τζίρο των μαγαζιών τους απείρως περισσότερο απ’ όσο για την ακριβή ημερομηνία πτώσης του καπιταλισμού.

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

dsouliot@gmail.com