Οι προκαταρκτικές πληροφορίες εκ μέρους της αμερικανικής οικονομικής αποστολής, η οποία βρίσκεται ήδη στην Αθήνα, καθώς και οι πληροφορίες του πρεσβευτή μας στην Ελλάδα ενισχύουν τη δήλωση της ελληνικής κυβερνήσεως ότι η ανάγκη για βοήθεια είναι επιτακτική, αν η Ελλάς πρόκειται να επιζήσει ως ελεύθερο έθνος.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση». Η παροχή οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα ήταν η αφορμή μετά τη δήλωση της Βρετανίας ότι αδυνατεί να συνεχίσει την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας. Ο κύριος στόχος του Δόγματος Τρούμαν ήταν πολιτικός, και συγκεκριμένα η ανάσχεση του κομμουνισμού και του «σοβιετικού επεκτατισμού».

Εναν χρόνο νωρίτερα είχε αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν ανάγκη από πρόσθετο εξοπλισμό και η κυβέρνηση εξωτερική βοήθεια για να αντιμετωπίσει επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού, καθώς και το σοβαρό πρόβλημα των προσφύγων που εγκατέλειπαν τις περιοχές που καταλάμβαναν οι στρατιωτικές δυνάμεις του ΚΚΕ. Στο πρώτο «πακέτο» βοήθειας ύψους 400 εκατ. δολαρίων συμπεριελήφθη και η Τουρκία, η οποία εθεωρείτο «στόχος» του «σοβιετικού επεκτατισμού». Γεγονός είναι ότι η πρώτη εκείνη βοήθεια, η οποία με τον εξοπλισμό έφθασε στα 300 εκατ. δολάρια, συνετέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων και στο τέλος του Εμφυλίου το 1949. Ηταν όμως και η αρχή του απόλυτου ελέγχου από τις ΗΠΑ της πολιτικής και της οικονομίας. Περισσότερα για το Σχέδιο Μάρσαλ στο νέο βιβλίο του Γιώργου Ρωμαίου «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεοκοπιών», Εκδόσεις Πατάκη

«Η συνταγή», τόνισε, «της φαρμακευτικής αγωγής βρίσκεται στο σπάσιμο του φαύλου κύκλου και στην επιστροφή της αυτοπεποίθησης των Ευρωπαίων τόσο στο οικονομικό μέλλον της χώρας τους όσο και στην Ευρώπη γενικά».
Τον επόμενο μήνα ιδρύθηκε ο Οργανισμός για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία (OEEC) για τη διαχείριση της αμερικανικής βοήθειας και ουσιαστικά τον έλεγχο των οικονομικών της Ευρώπης και προς ίδιον όφελος, αφού ένα μέρος της βοήθειας θα επέστρεφε στην Αμερική από τις εξαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών, αλλά και τροφίμων.
Στις 20 Ιουνίου 1947 υπογράφηκε στο υπουργείο Εξωτερικών από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης συνεργασίας Κ. Τσαλδάρη και τον αμερικανό πρεσβευτή η επίσημη συμφωνία για την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα. Το κείμενο της συμφωνίας διαπνεόταν από απόλυτη δυσπιστία προς την ικανότητα των πολιτικών και του κράτους να διαχειρισθούν τη βοήθεια.

απόλυτος ελεγχος. Με τη συμφωνία παρεχόταν στην αμερικανική αποστολή ο απόλυτος έλεγχος στη διαχείριση της βοήθειας, αλλά και των «ιδίων πόρων της Ελλάδος». Ακολουθούσε ακριβώς τις προτάσεις της έκθεσης Πόρτερ, που όριζε με σαφήνεια την «οικονομική υποτέλεια»: «Η Αποστολή θα πρέπη να μετέχη εις την ανάπτυξιν της πολιτικής εσόδων και εξόδων. Θα απαιτηθή η εκ μέρους της έγκρισις του προϋπολογισμού πριν τεθή εν ισχύι… Διά να είναι αποτελεσματική η Αποστολή θα πρέπη να ενδιαφερθή δι’ όλας τας δαπάνας, αι οποίαι γίνονται έξω της Ελλάδος με αμερικανικά κεφάλαια και κατ’ ανάγκην και με ελληνικά κεφάλαια».
Από τις πρώτες αποφάσεις της Αποστολής ήταν η ίδρυση Αντισταθμιστικού Ταμείου, στο οποίο θα κατετίθετο κάθε ποσό της αμερικανικής βοήθειας και αντίστοιχο ποσό σε δραχμές από την ελληνική κυβέρνηση. Η διάθεση των πόρων θα ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο της Αποστολής. Από τους πόρους του Ταμείου θα καλύπτονταν ελλείμματα του προϋπολογισμού, στρατιωτικές δαπάνες, προγράμματα ανοικοδόμησης και ανάπτυξης.
Το 1948 καταρτίστηκε το πρώτο πρόγραμμα ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, το οποίο κάλυπτε την τετραετία 1948-52 και τη συμφωνηθείσα διάρκεια της αμερικανικής βοήθειας. Ακολουθούσε η επισήμανση του Πόρτερ ότι ο στόχος δεν έπρεπε να περιορισθεί στην ανασυγκρότηση της προπολεμικής οικονομίας, αλλά να επεκτείνεται και σε ευρύτερη αναπτυξιακή προσπάθεια.
Οπως υπογραμμίζει ο Α. Β. Βετσόπουλος («Η Ελλάδα και το Σχέδιο Μάρσαλ»): «Αναμφίβολα, το θεμελιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν η απουσία ξένης βοήθειας, αλλά η αδυναμία απορρόφησης αυτής της βοήθειας, η οποία διατέθηκε ως δώρο, χωρίς να αυξηθεί επικίνδυνα ο πληθωρισμός και να ματαιώσει την επείγουσα σταθεροποίησή της. Αυτή η εξέλιξη επιβαρυνόταν και από την απροθυμία της εγχώριας αστικής τάξης να επενδύσει τα κεφάλαια σε παραγωγικούς τομείς της εθνικής οικονομίας και από την επιδίωξή της να αναζητήσει να τοποθετήσει αυτά σε “ξένους ουρανούς” ή να καταφύγει σε δραστηριότητες αποθησαυρισμού».

η εκβιομηχανιση. Ο καθηγητής Νικολαΐδης, εκπρόσωπος της Ελλάδας τότε στον OECD, έγραφε τον Ιούνιο του 1956 στη «Νέα Οικονομία»: «Η εκβιομηχάνιση συνάντησε άπειρες αντιδράσεις λόγω των συνεπειών που ενδεχομένως θα είχε αυτή στο εξαγωγικό εμπόριο των ενδιαφερομένων χωρών και λόγω της οικονομικής αυτάρκειας που θα δημιουργούσε σε λίγα χρόνια στην Ελλάδα. Ετσι, εμπορικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα υπαγόρευσαν στις χώρες που πρόσφεραν βοήθεια μια ανυπόκριτη εχθρότητα προς τα σχέδια για εκβιομηχάνιση της χώρας».
Και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς («Η ελληνική τραγωδία») αναφέρει την περίπτωση υψικαμίνου που είχε παραχωρήσει η Γερμανία το 1949 στην Ελλάδα ως μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων. Ο αρχηγός της αμερικανικής αποστολής απέκλεισε την εγκατάστασή της και τα μηχανήματα πουλήθηκαν στο Αμβούργο ως παλιοσίδερα για λογαριασμό της Ελλάδας.
Αυτή η πολιτική της αμερικανικής αποστολής μέχρι κάποιο σημείο δικαιολογεί την ουσιαστική εγκατάλειψη του αναπτυξιακού σκέλους του τετραετούς προγράμματος. Δεν ήταν όμως μόνο οι Αμερικανοί οι οποίοι ήσαν αντίθετοι την εποχή εκείνη στην εγκαθίδρυση βαριάς βιομηχανίας, η οποία θα απαιτούσε σημαντικά κεφάλαια και θα ήταν ήσσονος ανταγωνιστικότητας, δεδομένου ότι με το Σχέδιο Μάρσαλ χρηματοδοτούνταν ανάλογες βιομηχανίες στην Ευρώπη, για παράδειγμα στη Γερμανία, όπου υπήρχε σημαντική προπολεμική εμπειρία και πρώτες ύλες.
Ενας σημαντικός λόγος περιορισμού του αναπτυξιακού σκέλους του προγράμματος ήταν η απόφαση να δοθεί προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του ελλείμματος του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου πληρωμών, αλλά και του συνεχώς ανερχόμενου πληθωρισμού. Ηταν ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος οδηγούσε σε απαξίωση τη δραχμή με συνέπεια τον αποθησαυρισμό και την αθρόα αγορά λιρών. Οι καταθέσεις στις τράπεζες μειώνονταν συνεχώς και συνεπώς δεν υπήρχε δυνατότητα χρηματοδότησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Παρά το γεγονός ότι οι μισθοί και οι συντάξεις ήταν σε χαμηλά επίπεδα, η επιβάρυνση του προϋπολογισμού ήταν σημαντική λόγω του μεγάλου αριθμού των υπαλλήλων – του μεγαλύτερου στη Δυτική Ευρώπη – και παρά την πίεση των Αμερικανών οι κυβερνήσεις αρνούνταν τη μείωση. Αντίθετα, συνεχώς προχωρούσαν και σε νέες προσλήψεις. Σημαντική και η επιβάρυνση με στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες ξεπερνούσαν το 40% του προϋπολογισμού. Το μεγάλο έλλειμμα του προϋπολογισμού καλυπτόταν με τους άδηλους πόρους, κυρίως, από τη Ναυτιλία και την έκδοση νέου χρήματος. Από τον Δεκέμβριο του 1947 έως τον Δεκέμβριο του 1949 η κυκλοφορία χρήματος διπλασιάστηκε με συνέπεια την αύξηση των εισαγωγών, και μάλιστα σε είδη πολυτελείας, και του πληθωρισμού.
το ελλειμμα. Το 1952, στο τέλος του τετραετούς προγράμματος, η κυβέρνηση Κέντρου και προσωπικά ο υπουργός Συντονισμού Γεώργιος Καρτάλης παρουσιάζει τον απολογισμό της αντιπληθωριστικής πολιτικής: αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας, περιορισμός του ελλείμματος του προϋπολογισμού, μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και περιστολή της χρυσοφιλίας και πτώση της τιμής της λίρας.
Αυτή ήταν η θετική πλευρά της αντιπληθωριστικής πολιτικής που επέβαλαν οι Αμερικανοί και εφάρμοσε η κυβέρνηση Πλαστήρα. Οι επιπτώσεις όμως στο εισόδημα των εργαζομένων και στην αγορά ήταν επώδυνες. Για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση εμφανίζεται κάμψη στη βιομηχανική παραγωγή και το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση κατά 1,5% από τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Ο αγροτικός πληθυσμός παρουσίαζε «πλεόνασμα» που έφθανε στο ένα εκατομμύριο, ενώ ο αστικός πληθυσμός, που είχε αυξηθεί κατά τον Εμφύλιο, υπέφερε από ανεργία και πολλοί κατέφευγαν σε παρασιτικές δουλειές και όχι πάντοτε νόμιμες.
Ο Γ. Καρτάλης αποκάλυψε ότι «από το σύνολο των 750 εκατ. δολαρίων του Σχεδίου Μάρσαλ μέχρι το τέλος Ιουνίου 1951 πλέον του 75% κατηναλώθησαν δι’ εισαγωγάς καταναλωτικών αγαθών προς ικανοποίησιν των τρεχουσών αναγκών της χώρας και ολιγώτερον των 25% απέμειναν διά την χρηματοδότησιν αγαθών κεφαλαίου».
Στη συνέχεια ο Γ. Καρτάλης αναφέρθηκε στο σοβαρό πρόβλημα των στρατιωτικών δαπανών, που απορροφούσαν το 45% του προϋπολογισμού. Στην τετραετία 1948-52 το συσσωρευτικό έλλειμμα του προϋπολογισμού ανήλθε σε 3.600 δισ. δραχμές, το ύψος των στρατιωτικών δαπανών πλησίασε τα 9.000 δισ.

«παγωμένες πιστώσεις». Μετά λίγες ημέρες ο Γ. Καρτάλης αποκάλυψε ένα από τα «αδύνατα» – επιεικώς – σημεία της ελληνικής «επιχειρηματικότητας», τις περίφημες «παγωμένες πιστώσεις», οι οποίες προκαλούσαν εμπλοκή στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων και δημιούργησαν «βιομηχάνους» χωρίς βιομηχανίες! Από συνολικά 1.047 βιομηχανίες της εποχής εκείνης οι 10 πήραν από τις πιστώσεις του Σχεδίου Μάρσαλ ύψους 450 δισ. δραχμών τα 273 δισ.! Η κυβέρνηση απέτυχε στην προσπάθειά της να τις «ξεπαγώσει» και να εισπράξει έστω και ένα μέρος. Οπως απέτυχαν και στη συνέχεια οι κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή.