Ο Πέτρος Μολυβιάτης είναι βέβαιος ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφερε το όνομα του κόμματος μαζί με τις αποσκευές του από το Παρίσι τον Ιούλιο του 1974 και δεν προέκυψε σε κάποια σύσκεψη με τον Τάκη Λαμπρία και άλλους στενούς συνεργάτες του που τον πλαισίωναν και στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οποία διαδέχθηκε τη χούντα των συνταγματαρχών.
Επιλέγοντας το Νέα Δημοκρατία ήθελε να συμβολίσει τη μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα και τη νέα σελίδα που άρχιζε για τη χώρα. Τα αποκαλυπτήρια του νέου κόμματος που αποτελούσε την πολιτική έκφραση της ελληνικής Δεξιάς και διαδεχόταν στο πολιτικό στερέωμα τη δική του Εθνική Ριζοσπασπτική Ενωση (ΕΡΕ) της προδικτατορικής περιόδου έγιναν στις 4 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Είχε προηγηθεί στις 3 Σεπτέμβρη η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όμως σε μια πολιτική σκηνή που προσπαθούσε να αναγεννηθεί μετά τον επταετή «γύψο» όλοι γνώριζαν ότι ο άμεσος αντίπαλος ήταν η Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις που, υπό τον Γεώργιο Μαύρο, προσπαθούσε να διαχειρισθεί το μεγαλύτερο κομμάτι της πολιτικής κληρονομιάς του Γεωργίου Παπανδρέου.

Ο φόβος. Η ιδρυτική διακήρυξη της ΝΔ εξέπεμπε ένα εξωραϊσμένο δεξιό στίγμα, σε σχέση με την εικόνα της προδικτατορικής δεξιάς, αλλά έκλεινε το μάτι και στους κεντρογενείς που ανησυχούσαν για μια νέα εκτροπή. Ο φόβος ενός νέου πραξικοπήματος που ήταν διάχυτος αρκετούς μήνες μετά την πτώση της χούντας, η διασπορά των κεντρώων και ένα κλίμα ανοχής που καλλιέργησε το ΚΚΕ, το οποίο μόλις είχε νομιμοποιηθεί (εξού και το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς» του Μίκη Θεοδωράκη), εκτόξευσαν τη ΝΔ στο 54,37% (και σε 220 έδρες στη Βουλή), στην πρώτη μεταπολιτευτική αναμέτρηση, τον Νοέμβριο του ’74. Για το δεξιό ακροατήριο ήταν η απάντηση του Καραμανλή στο 53% που είχε λάβει η Ενωση Κέντρου το 1964, έστω και αν επιτεύχθηκε σε ένα διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον.
Στους σημαντικούς σταθμούς της πρώτης μεταπολιτευτικής πρωθυπουργικής θητείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή συγκαταλέγονται, αναμφίβολα, το δημοψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας (Δεκέμβριος 1974) και το νέο Σύνταγμα (Οκτώβριος 1975) που έδωσε στη χώρα προοδευτικό προσανατολισμό. Παράλληλα, ο Καραμανλής επιχείρησε να στρέψει τη χώρα από τον αμερικανικό άξονα, στον οποίο είχε προσδεθεί μετά τον Εμφύλιο (1946-49), σε μια νέα ευρωπαϊκή πορεία, προετοιμάζοντας το έδαφος και για την ένταξη στην ΕΟΚ, το 1980.
Την ίδια περίοδο ήταν εμφανές ότι οι πολιτικές μάχες που θα ακολουθούσαν θα είχαν ως βασικό αντίπαλο το ΠΑΣΟΚ. Η Ενωση Κέντρου έφθινε χρόνο με τον χρόνο ενώ ήδη από το 1975 το κέντρο βάρους στη Βουλή είχε μετατοπισθεί στην αντιπαράθεση Καραμανλή – Παπανδρέου. Δωρικός και πραγματιστής, ο Καραμανλής δεν έκρυβε τη δυσφορία του για τον λαϊκισμό του Παπανδρέου, όμως δεν τον υποτιμούσε.
Το νέο σκηνικό επιβεβαιώθηκε στις πρόωρες εκλογές, τον Νοέμβριο του 1977. Με την υπόσχεση για «πρόοδο και ευημερία», η ΝΔ εξασφάλισε μια νέα αυτοδυναμία, όμως το ποσοστό της μειώθηκε στο 41,8%, έχοντας πλέον ως αξιωματική αντιπολίτευση ένα ορμητικό ΠΑΣΟΚ. Ηταν οι πρώτες κάλπες του δικομματισμού της Μεταπολίτευσης που καθόρισε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των επόμενων 35 ετών – έως την περασμένη Κυριακή.
Ο Καραμανλής διέγνωσε έγκαιρα τις μελλοντικές εξελίξεις και άρχισε να στρώνει τον δρόμο για τη διαδοχή στο κόμμα και τη μετάβασή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, όπου βρισκόταν από το 1975 ο στενός φίλος του και βασικός συνεργάτης του από τα χρόνια της ΕΡΕ Κωνσταντίνος Τσάτσος. Παράλληλα, προχώρησε σε ανανέωση τόσο του κυβερνητικού σχήματος όσο και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, προωθώντας δίπλα σε στελέχη που τον ακολουθούσαν από τα προδικτατορικά χρόνια, όπως οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Ράλλης, Παναγής Παπαληγούρας, Γιάννης Μπούτος, Κωστής Στεφανόπουλος, Γιάννης Βαρβιτσιώτης κ.ά., νέα στελέχη με σπουδές σε Ευρώπη και Αμερική, αρκετά από τα οποία επιστράτευσε ο ίδιος. Από το ’74 είχαν «ανακαλυφθεί» οι Μιλτιάδης Εβερτ, Γιώργος Σουφλιάς και ακολούθησαν το ’77 οι Σταύρος Δήμας, Στέφανος Μάνος, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Αντώνης Σαμαράς κ. ά.

Η διεύρυνση. Η μετάβαση Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, το 1980, στηρίχθηκε και στην αμφίπλευρη διεύρυνση της ΝΔ, την άνοιξη του 1978, που έφερε στο κόμμα βουλευτές από την Ενωση Κέντρου, το Κόμμα Νεοφιλελεθέρων και την Εθνική Παράταξη. Κεντρικά πρόσωπα ήταν ο Κώστας Μητσοτάκης και ο Θανάσης Κανελλόπουλος που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο και στις μετέπειτα εσωκομματικές εξελίξεις. Δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «μετακόμισε» στο Προεδρικό Μέγαρο μπροστά στην αναπόφευκτη επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 1981.
Την εκλογική συντριβή τη χρεώθηκε ο Ράλλης που ανήλθε στην πρωθυπουργία το 1980, επικρατώντας – με την υπόγεια στήριξη Καραμανλή – του Ευάγγελου Αβέρωφ. Η ΝΔ περιορίστηκε στο 35,8%. Αλλά, η ήττα της απέκτησε ιστορικές διαστάσεις καθώς θρυμμάτισε την, εμπεδωμένη από δεκαετίες, εικόνα της «κυβερνώσας παράταξης» για την ελληνική Δεξιά, η οποία – με ή χωρίς εκλογές – δεν επέτρεπε στην άλλη πλευρά να γίνει φορέας εξουσίας. Ηταν, επίσης, η αφετηρία ενός χρονικού διασπάσεων, διαγραφών και δημιουργίας νέων κομμάτων από τα σπλάγχνα του κόμματος, το οποίο γράφεται έως σήμερα.

Από τον σκληροπυρηνικό Αβέρωφ

στον «φιλελευθερισμό» του Μητσοτάκη

Η ήττα έφερε στο τιμόνι του κόμματος τον Αβέρωφ, ο οποίος επιδίωξε να περιχαρακώσει το κομματικό ακροατήριο μέσα από ένα σκληροπυρηνικό προφίλ. Η ΝΔ πέρασε στην εποχή των «Κενταύρων» και των «Ρέιντζερς», αλλά μετά και την ήττα στις ευρωεκλογές του 1984 ο ηπειρώτης πολιτικός έδωσε τη σκυτάλη στον, προερχόμενο από την Ενωση Κέντρου και πρωταγωνιστή της Αποστασίας του 1965, Κώστα Μητσοτάκη – ως «αντίπαλον δέος» στον Α. Παπανδρέου.

Η εσωκομματική μάχη για τη διαδοχή Αβέρωφ προκάλεσε την αποχώρηση από τη ΝΔ των έτερων διεκδικητών. Αρχικά του Κωστή Στεφανόπουλου, ο οποίος με άλλους εννέα βουλευτές δημιούργησε τη Δημοκρατική Ανανέωση και, στη συνέχεια, του Γιάννη Μπούτου, ο οποίος αργότερα συντάχθηκε με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η ΝΔ πέρασε σχεδόν όλη τη δεκαετία του ‘80 στην άγονη θέση της αντιπολίτευσης, καθώς ο Μητσοτάκης ηττήθηκε καθαρά στις εκλογές του 1985 παρότι αύξησε το ποσοστό του κόμματος στο 40,8%.

Η προοπτική της ανάκαμψης διαφάνηκε στις δημοτικές εκλογές του 1986, όταν με την επιλογή των Εβερτ, Ανδριανόπουλου και Κούβελα κέρδισε τους δήμους Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, με την υπόγεια στήριξη της Αριστεράς.

Τον Απρίλιο του 1990 ο Κώστας Μητσοτάκης εξελέγη πρωθυπουργός. Λόγω του εκλογικού νόμου Κουτσόγιωργα (σχεδόν απλή αναλογική) χρειάστηκε να στηθούν τρεις φορές κάλπες μέσα σε δέκα μήνες, στη σκιά του σκανδάλου Κοσκωτά.

Εάν ο Καραμανλής στα χρόνια του ‘70 υπήρξε θιασώτης του κρατικού παρεμβατισμού που ενισχύθηκε και με κρατικοποιήσεις (Ολυμπιακή, Εμπορική Τράπεζα κ.ά.), ο Μητσοτάκης στοιχημάτισε στη «φιλελεύθερη ΝΔ», που έγινε κεντρικό στοίχημά του. Στην οικονομία το στίγμα έδιναν οι κ.κ. Μάνος και Ανδριανόπουλος, ενώ μία σειρά ιδιωτικοποιήσεων (ΑΓΕΤ Ηρακλής, ΟΤΕ, ΕΑΣ κ.ά.) προωθήθηκαν χωρίς εμφανή σχεδιασμό, μέσα σε συνθήκες «πολέμου» και δεν έβρισκαν οπαδούς ούτε στη ΝΔ.

Επειτα από έντονες εσωκομματικές συγκρούσεις που είχαν ως αποτέλεσμα και την αποχώρηση του Αντώνη Σαμαρά με αφορμή το Σκοπιανό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη απώλεσε τη «δεδηλωμένη» τον Σεπτέμβριο του 1993 και ένα μήνα αργότερα οδηγήθηκε σε νέα ήττα από το ΠΑΣΟΚ (με 46,8% έναντι 39,3%). Σε αυτές τις εκλογές απέναντι ήταν και ο κ. Σαμαράς με την Πολιτική Ανοιξη.

Ο νεότερος Καραμανλής και η κυβέρνηση των ελλειμμάτων

Η ΝΔ επέστρεψε για άλλες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στα έδρανα της αντιπολίτευσης, αλλάζοντας δύο αρχηγούς. Τον Κώστα Μητσοτάκη διαδέχθηκε ο Μιλτιάδης Εβερτ ο οποίος μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1996, βρέθηκε απέναντι στον Κώστα Σημίτη και το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Η ήττα με μείωση του γαλάζιου ποσοστού (στο 38,1%) οδήγησε τον Μάρτιο του 1997 στην εκλογή του Κώστα Καραμανλή, για πρώτη φορά μέσα από συνέδριο του κόμματος. Για να ακολουθήσει ακόμη μία ήττα από τον Κώστα Σημίτη, τον Μάρτιο του 2000, σε μια εκλογική μάχη θρίλερ που κρίθηκε μόλις για 78.000 ψήφους.

Με ένα 45,4% στην κάλπη και αρκετά μεγαλύτερο πολιτικό κεφάλαιο, ο Κώστας Καραμανλής επανέφερε τον Μάρτιο του 2004 τη ΝΔ στην εξουσία, σε μια Ελλάδα που ζούσε στη νιρβάνα του ευρώ, των Ολυμπιακών Αγώνων και του ποδοσφαιρικού Euro της Πορτογαλίας. Ξεφεύγοντας από το πύρινο καλοκαίρι του 2007, ξανακέρδισε τις εκλογές (με 41,8%), όμως η εκκωφαντική ήττα του 2009 με το ιστορικό χαμηλό του 33,5% επιβεβαιώνει το μέγεθος της αποτυχίας, όπως αναγνωρίζουν πολλοί και στη ΝΔ. Στα 5½ χρόνια της διακυβέρνησης Καραμανλή η επικοινωνία υποκατέστησε την πολιτική, το Δημόσιο γιγαντώθηκε, η χώρα βούλιαξε στα ελλείμματα και τα δανεικά. Στο κόμμα δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι το 18,85% της περασμένης Κυριακής που δημιουργεί αμφιβολίες για τη μελλοντική θέση της ΝΔ στο πολιτικό σκηνικό είναι ώς έναν βαθμό και συνέχεια της εκλογικής τιμωρίας του 2009 που, όπως λένε, δεν είχε ολοκληρωθεί…