Η πρώτη περίοδος της Μεταπολίτευσης έχει αδυναμία στις μεγάλες συναυλίες, στα γεμάτα γήπεδα, στους δίσκους του Θεοδωράκη. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής δεν ήταν από εκείνους που διεκδίκησαν εύσημα προοδευτισμού, ούτε προσπάθησε ποτέ να ενταχθεί στο επαναστατικό κλίμα της εποχής, που – για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους – ήταν η αυτονόητη κίνηση για πολλούς ανθρώπους του χώρου.
Το 1975 είναι ήδη γνωστός από τις επιτυχίες του «Να ‘τανε το ’21», «Πού ‘ναι τα χρόνια», «Κάπου νυχτώνει», «Το σακάκι μου κι αν στάζει», αλλά κι έναν εξαιρετικό δίσκο που πούλησε τότε 50.000 αντίτυπα, τις «Μικρές Πολιτείες», με τραγούδια όπως το «Πουκάμισο το θαλασσί», «Ηταν πέντε, ήταν έξι», «Του Κάτω Κόσμου τα πουλιά» κ.ά. και όπου εκτός από τον νέο, πλην όμως καταξιωμένο Γιώργο Νταλάρα ακούμε και μια πολύ νεαρή τραγουδίστρια από την Κύπρο, την Αννα Βίσση. Η Βίσση έχει συμμετάσχει ήδη στα «18 λιανοτράγουδα» του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, αλλά εδώ τραγουδάει για πρώτη φορά σόλο, γεγονός που τη βάζει αμέσως στις πολλά υποσχόμενες νέες φωνές.
Ηταν η εποχή που η Χάρις Αλεξίου κυκλοφόρησε την «Οδό Αριστοτέλους», που το ρεμπέτικο γίνεται σιγά σιγά (εκ νέου) σύμβολο ενός τραγουδιού που ξεπερνάει τις συμβάσεις, που η παρέα Νταλάρα, Αλεξίου, Βίσση, Βαρδή και Πάνου Λαμπρόπουλου εμφανίζεται στο Θεμέλιο της Πλάκας (χειμώνας 1974-75) εκπροσωπώντας μια νέα γενιά στο τραγούδι.
Ο δίσκος «Στα ψηλά τα παραθύρια» είναι ουσιαστικά η συνέχεια των «Μικρών Πολιτειών», δύο δίσκοι στο ίδιο ύφος, με τις ίδιες φωνές, σε μια περίοδο που ο Κουγιουμτζής έγραφε τα ωραιότερά του τραγούδια. Αν και στιχουργός και ο ίδιος, στον δίσκο «Στα ψηλά τα παραθύρια» που θα βγει το 1975 (Νταλάρας, Βίσση) ζητάει για πρώτη φορά να συνεργαστεί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και εμπιστεύεται και έναν νέο στιχουργό, τον Μιχάλη Μπουρμπούλη. Παράλληλα συνεργάζεται ξανά και με τον Μάνο Ελευθερίου.
Από την αυτοβιογραφία του («Σταύρος Κουγιουμτζής – Στα χρόνια της βροχής», εκδ. Ιανός) διαβάζουμε τη στιγμή που ο Κουγιουμτζής βρίσκεται στο σπίτι τού Ελευθερίου και ξεφυλλίζοντας ένα τετράδιο με στίχους του, το μάτι του πέφτει πάνω σε ένα δίστιχο ρεφρέν που του άρεσε πολύ: «Στα χρόνια της υπομονής / δεν μας θυμήθηκε κανείς».
Το κουπλέ του όμως δεν του πήγαινε ιδιαίτερα και συνέχισε να ψάχνει. «Παρακάτω», γράφει, «βρήκα ένα τετράστιχο που μου άρεσε: “Aν είναι κόσμος όμορφος, / είναι και κόσμος ψεύτης / που μοιάζει σκοτεινό γυαλί / και σαν παλιός καθρέφτης”».
Από ένα άλλο τετράδιο, δε, διάλεξε ένα ακόμα: «Τα γράμματα μου γύρισες / χωρίς να τα διαβάσεις, / μα πες μου γιατί βιάστηκες / να με καταδικάσεις». Ο Ελευθερίου τον ρώτησε τι θα τα κάνει όλα αυτά μαζί και ο Κουγιουμτζής τού απάντησε: «Θα τα κάνω ένα τραγούδι». «Μα είναι τρία διαφορετικά πράγματα», του λέει εκείνος, «πήρες το ένα από δω, το άλλο από κει, θα φάμε ξύλο…». «Μη φοβάσαι», του ‘πε εκείνος χαμογελώντας, «δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος».
«Στα χρόνια της υπομονής», λοιπόν, από τη 18χρονη Αννα Βίσση και τον Γιώργο Νταλάρα (ντουέτο), ένα τραγούδι που παρότι προήλθε από διαφορετικές ποιητικές συλλογές του Μάνου Ελευθερίου, πρέπει πρώτα να μάθει κανείς το στόρι του κι έπειτα να παρατηρήσει ότι, όντως, είναι λίγο φλου ως προς το νόημά του. Τόσο όσο να αφήνει στον καθένα περιθώρια να κάνει τις δικές του ερμηνείες. Τόσο όσο να φαίνεται αφάνταστα επίκαιρο ακόμη και σήμερα! Στα χρόνια της υπομονής, τότε και σήμερα…