Η απουσία πολιτικής ενότητας στην Ευρώπη ευνοεί την κερδοσκοπία εις βάρος του ευρώ. Η Βόρεια Ευρώπη αναπτύσσεται όταν αυτή του Νότου βυθίζεται στην ύφεση. Ο κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης είναι κραυγαλέος. Και η Ελλάδα τέθηκε υπό κηδεμονία, γεγονός που δεν διευθετεί απολύτως τίποτε. Η κατάσταση αυτή θυμίζει τις συνθήκες της επίθεσης του Τζορτζ Σόρος εναντίον της στερλίνας, πριν από 20 χρόνια.
Το τέλος των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς, το 1971, σηματοδοτεί την αρχή της διακύμανσης της ισοτιμίας των νομισμάτων. Οι ευρωπαϊκές χώρες, της Βρετανίας περιλαμβανομένης, αποφασίζουν στις 10 Απριλίου 1972 να εφοδιαστούν με ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών με το «ευρωπαϊκό νομισματικό φίδι». Η διαχείριση αυτού του συστήματος όμως σύντομα κατέστη αδύνατη. Αντικαταστάθηκε στις 13 Μαρτίου 1979 από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ).
Τα ευρωπαϊκά νομίσματα έχουν τώρα περιθώριο διακύμανσης 2,25% γύρω από ένα εικονικό νόμισμα, το ECU (European Currency Unit, Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα). Οι ισοτιμίες διατηρούνται χάρη στην αλληλεγγύη των κεντρικών τραπεζών. Το σύστημα αυτό ευνοεί το εμπόριο στο εσωτερικό της Ενωσης, καθώς οι επιχειρήσεις δεν έχουν τον κίνδυνο του συναλλάγματος. Σε αντιστάθμισμα, αυτό σημαίνει επεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών για να διατηρηθούν οι ισοτιμίες καθώς και μια σχετική ομοιογένεια των οικονομιών. Αν μια χώρα εξασθενήσει σε σχέση με τις άλλες, η αξία του νομίσματός της δεν αντανακλά πλέον αυτή της οικονομίας της. Η υποτίμηση καθίσταται αναπόφευκτη.
Το 1992, στο οικονομικό επίπεδο, η Ευρώπη βρίσκεται σε ύφεση. Η επανένωση της Γερμανίας κοστίζει κάθε χρόνο 150 δισ. μάρκα. Για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό που προκαλείται η Μπούντεσμπανκ αυξάνει τα επιτόκιά της, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο του μάρκου. Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζονται να αυξήσουν, με τη σειρά τους, τα επιτόκια για να υπερασπιστούν τα νομίσματά τους.
Εξαιτίας μιας ενδημικής ανεργίας και ενός πληθωρισμού μεγαλύτερου αυτού των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η κατάσταση στη Βρετανία καθίσταται αφόρητη. Η βρετανική κυβέρνηση έχει δύο λύσεις: είτε να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού είτε να υποτιμήσει το νόμισμά της. Η πρώτη λύση, υπάρχει κίνδυνος να επιδεινώσει την ανεργία και επιπλέον το επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας είναι ήδη άνω του 10%. Οσο για την υποτίμηση, θα έθιγε την υπερηφάνεια της χώρας. Ετσι ο υπουργός Οικονομικών αποφασίζει να μην κάνει τίποτε.

Η ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ. Ο Τζορτζ Σόρος θα θελήσει να επωφεληθεί από αυτή την αναποφασιστικότητα. Γεννημένος το 1930 στη Βουδαπέστη, πήγε σε ηλικία 17 ετών στη Βρετανία. Αφού πήρε πτυχίο από το Λόντον Σκουλ οφ Ικονόμικς, πηγαίνει το 1956 στις ΗΠΑ και επιλέγει την αμερικανική υπηκοότητα. Το 1973 δημιουργεί το επενδυτικό ταμείο Quantum.
Ο μηχανισμός που χρησιμοποιεί ο αμερικανός επενδυτής για να κερδοσκοπήσει επί των νομισμάτων είναι αρκετά απλός. Δανείζεται το νόμισμα που είναι υπερτιμημένο, όπως η στερλίνα το 1992, και το μετατρέπει σε νομίσματα που είναι υποτιμημένα, τη χρονιά εκείνη το μάρκο και το φράγκο. Μόλις η στερλίνα πέσει αρκετά, την ξαναγοράζει για να αποπληρώσει το δάνειο.
Την Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 1992 το Quantum περνάει στην επίθεση μετατρέποντας σε άλλα νομίσματα σχεδόν 7 δισ. στερλίνες που είχε δανειστεί. Η επιχείρηση γίνεται με τυμπανοκρουσίες μαζί με τα ταμεία Caxton Corp και Jones Investment, καθώς και με τις αμερικανικές τράπεζες JP Morgan, Citicorp, Chase Manhattan και Bank of America, γεγονός που μεγεθύνει την κίνηση.
Αντιμέτωπη με μια τέτοια κερδοσκοπία, η Τράπεζα της Αγγλίας δαπανά 50 δισ. στερλίνες για να στηρίξει το νόμισμά της, αλλά μάταια. Οταν φτάνει στο τέλος των αποθεμάτων της, συνθηκολογεί. Την επομένη, η Βρετανία αποφασίζει να βγει από το ΕΝΣ και προχωρεί σε υποτίμηση 15%. Ο Τζορτζ Σόρος μπορεί τότε να αγοράσει ξανά στερλίνες και να αποπληρώσει το δάνειό του. Μέσα σε μερικές ώρες καταγράφει κέρδη άνω του ενός δισ. δολαρίων. Το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει τις απώλειές του σε 3,4 δισ. στερλίνες. Τα άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα υποτιμώνται το ένα μετά το άλλο. Το ΕΝΣ δέχεται σοβαρό πλήγμα και την 1η Αυγούστου 1993 τα περιθώρια διακύμανσης των νομισμάτων αυξάνονται στο 15%.
Παραδόξως αυτή η περιβόητη Μαύρη Τετάρτη δεν είναι τόσο σκοτεινή για την αγγλική οικονομία. Η πτώση της στερλίνας κατέστησε σαφώς πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα στην ευρωπαϊκή αγορά. Η βρετανική οικονομία μπόρεσε έτσι να ανακάμψει.
Ο Ζακ-Μαρί Βαλέν είναι λέκτορας στο Ινστιτούτο Διοίκησης Επιχειρήσεων της Αμιένης στη Γαλλία.