Από τον 18ο αιώνα, όταν η βρετανίδα συγγραφέας Μαίρη Γούλστονκραφτ Σέλεϊ έγραφε τα πρώτα φεμινιστικά της κείμενα, έως τις σουφραζέτες των αρχών του 20ού αιώνα και τις συγγραφείς του ’60 και του ’70 οι φεμινίστριες υποστήριξαν ότι η βιολογία δεν μπορεί να καθορίζει τη μοίρα των γυναικών. Οι Αμερικανοί έμαθαν ότι οι μανάδες, οι αδελφές και οι κόρες τους δεν πρέπει να είναι αντικείμενα, ότι είναι λάθος να υποβιβάζουν τον γυναικείο πληθυσμό σε βυζιά, κώλους και γουναρικά βιζόν. Οι φεμινίστριες της λεγόμενης δεύτερης γενιάς –ακολουθώντας τα πρότυπα της κοινωνικής ισότητας που ανέπτυξε το 1949 η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο έργο της «Δεύτερο φύλο», σημείο αναφοράς για το παγκόσμιο φεμινιστικό κίνημα –διακήρυξαν ότι η μήτρα και τα έμμηνα δεν μπορούν να αποκλείουν τις γυναίκες από την κάλπη και τις διευθυντικές θέσεις. (Η γαλλίδα συγγραφέας θεωρεί ότι η βιολογική διαφορά, την οποία καθόλου δεν αμφισβητεί, έγινε η βάση για να δικαιολογηθεί η αρσενική κυριαρχία και υποστήριξε ότι η θηλυκή ταυτότητα, όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά, είναι δημιούργημα της κοινωνίας και όχι αναπόδραστη φυσική αναγκαιότητα: «Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι», ήταν η φράση-κλειδί της επιχειρηματολογίας της).
Μετά το –κοινό –σημείο εκκίνησης, όμως, οι εκπρόσωποι του γυναικείου κινήματος ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Διάσημες αμερικανίδες φεμινίστριες, όπως οι Σούζαν Μπράουνμιλερ, Αντρέα Ντουόρκιν και Γκλόρια Στάινεμ, ήταν πεπεισμένες ότι η πορνογραφία είναι η πεμπτουσία της καταπίεσης των γυναικών σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που υποτιμά τη νοημοσύνη τους και τις θεωρεί σεξουαλικά αντικείμενα και πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Από την άλλη πλευρά, φεμινίστριες που τάχθηκαν υπέρ του σεξ πίστευαν ότι οι πρώην «σύμμαχοί» τους έπεσαν στην παγίδα της παλαιάς «πατριαρχικής» συνήθειας του ελέγχου της γυναικείας σεξουαλικής δύναμης και της υπαγόρευσης των παραμέτρων της. Η Ναόμι Γουλφ, φεμινίστρια τρίτης γενιάς, εμφανίστηκε το 1991 με το «Μύθο της ομορφιάς» όπου, επανεξετάζοντας τις ιδέες τις οποίες είχε διατυπώσει μία δεκαετία νωρίτερα η Μπράουνμιλερ στο βιβλίο της «Θηλυκότητα», υποστήριξε ότι εν τω μεταξύ τα πράγματα χειροτέρευαν.
Το 1973 η Ζερμέν Γκριρ έγραφε: «Η ευχαρίστηση της γυναίκας δεν εξαρτάται από την παρουσία ενός πέους στον κόλπο της. Ούτε και του άντρα». Και τώρα, περίπου 40 χρόνια μετά την ξεχασμένη «Κολπική επανάσταση» της αυστραλέζας φεμινίστριας που δημοσιεύθηκε το 1973 στο «Πεντχάουζ», περιοδικό-προπύργιο του ερωτισμού, η Ναόμι Γουλφ επανέρχεται πακετάροντας αλλιώς τις απόψεις της. Αποστασιοποιείται και προσπαθεί να ανατρέψει τις θέσεις των αμερικανίδων «προγόνων» της. Ισχυρίζεται, για παράδειγμα, ότι η Ντουόρκιν τα είχε καταλάβει ανάποδα, αφού η υπερπληθώρα φθηνού ερωτισμού εξασθενεί τη σεξουαλική ενέργεια, ιδιαίτερα των νέων. Υποστηρίζει επίσης ότι η «συνείδηση, η δημιουργικότητα και η μοίρα των γυναικών βρίσκονται στη μήτρα μας» και βεβαίως ότι συνδέονται άμεσα με τη σεξουαλική ευχαρίστηση. Με το καινούργιο σεξουαλικό «μανιφέστο» της καλεί τις γυναίκες να αναζητήσουν τη «θεότητα» που κρύβουν μέσα τους, για την ακρίβεια κάπου ανάμεσα στον εγκέφαλο και στην πύελο. Και εν ανάγκη να καταπολεμήσουν την κατάθλιψή τους όχι με φάρμακα αλλά με αυνανισμό.
Ο Φρόιντ έκανε λάθος, ισχυρίζεται, η σεξολόγος Σερ Χάιτ δεν είχε την πλήρη εικόνα, ούτε βέβαια οι φεμινίστριες της δεκαετίας του 1970, οι οποίες έδιναν μάχες για να δοθεί προτεραιότητα στον κλειτοριδικό οργασμό έναντι του κολπικού. Η Ναόμι γράφει προκλητικά και σε μια γλώσσα που κάνει τους επιστήμονες να βγάζουν αφρούς, με «μαργαριτάρια» του τύπου «η ντοπαμίνη είναι το απόλυτο φεμινιστικό χημικό του γυναικείου εγκεφάλου», «η οξυτοκίνη είναι η συναισθηματική υπερδύναμη των γυναικών» και «ο κόλπος δεν συνυπάρχει απλώς με τον γυναικείο εγκέφαλο, είναι επίσης μέρος της γυναικείας ψυχής». Ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου της («Κόλπος – Μια νέα βιογραφία») είναι προκλητικός, άρα απόλυτα εμπορικός. Δεν διστάζει μάλιστα να παραδεχτεί ότι τον διάλεξε ακριβώς επειδή «η λέξη είναι ή ταμπού ή περιβάλλεται από αρνητική χροιά ή προκαλεί ντροπή ή παραπέμπει στην ιατρική –είναι καιρός λοιπόν να την ανακτήσουμε».
Το περιεχόμενο του βιβλίου της είναι ένα μείγμα προσωπικών εμπειριών και εμπειριών άλλων –περιγράφει ακόμη και μαθήματα ομαδικού ταντρικού μασάζ σε ερωτογόνους περιοχές του σώματος μεταξύ αγνώστων -, πολιτισμικών και ιστορικών στοιχείων, καθώς και αναφορών σε δεδομένα από το πεδίο της νευροβιολογίας. Καυτηριάζει, τέλος, τη δύναμη των λέξεων που σκοπό έχουν να εξευτελίζουν τις γυναίκες. Το 2010 φοιτητές του Γέιλ, αναφέρει η Γουλφ, αντιμετώπισαν τις συμφοιτήτριές τους που διαμαρτύρονταν κατά της σεξουαλικής κακοποίησης με το σύνθημα «Το “όχι” σημαίνει “ναι” και το “ναι” σημαίνει “από πίσω”». Η συγγραφέας ξέρει όμως από πρώτο χέρι τις επιπτώσεις της δύναμης των λέξεων στον γυναικείο νου, αφού κάτι ανάλογο βίωσε και η ίδια. Οταν επιτέλους βρήκε εκδότη για το βιβλίο της, ένας φίλος της, ο Αλαν, γνωστός στη Νέα Υόρκη για τα χάπενινγκ που διοργανώνει, της πρότεινε να το γιορτάσουν και να προωθήσουν το μελλοντικό βιβλίο της με ένα πάρτι στο σπίτι του, όπου οι καλεσμένοι θα έφτιαχναν ζυμαρικά σε σχήμα αιδοίου. Η ιδέα της άρεσε, όταν όμως ο Αλαν ονόμασε τα μικρά γλυπτά από ζύμη «μουνιόλι» πληγώθηκε τόσο πολύ που σταμάτησε να γράφει για έξι μήνες.