Βρωμερή χούντα, άσκημη, λυσσασμένη –1969. «Ο Δρόμος», ένας κύκλος τραγουδιών που έχουμε γράψει με τον Μίμη Πλέσσα, σπάει όλα τα ταμεία. Αφού κι εγώ ο ίδιος πηγαίνω κάθε πρωί στα γραφεία της εταιρείας Λύρα, στην οδό Κριεζώτου, για να περάσω στους γυμνούς δίσκους «σωβρακάκια» κι εξώφυλλα, γιατί η ζήτηση είναι τεράστια –ο Κυριάκος Μαραβέλιας δεν προλαβαίνει να γράφει παραγγελίες και το «προσωπικό» να στέλνει «εμπόρευμα» στα εκατοντάδες δισκάδικα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της επαρχίας.

Ενα τέτοιο πρωινό με περιμένει στο ισόγειο του κτιρίου της Κριεζώτου ο μέγας Πατσιφάς, ο ιδιοκτήτης της Λύρας, ο φίλος του Πλωρίτη, του Μόραλη, του Εμπειρίκου και, προπάντων, του Νίκου Καρύδη. «Σε θέλω!», μου λέει προστακτικά και με τραβάει προς το γραφείο του, στον πρώτο όροφο. Μου συστήνει έναν αδύνατο κύριο, που είναι καθισμένος σε μια πολυθρόνα. «Λευτέρη, από ‘δώ είναι ο Αλέξης Σολομός, που διατείνεται ότι είναι σκηνοθέτης, αλλά ό,τι έχει ανεβάσει ώς τώρα είναι σαν τα μούτρα του. Αηδία!».

Ο Σολομός γελάει και μου απλώνει το χέρι. Παθαίνω τρακ. Αλλά ο Πατσιφάς έχει τον σκοπό του. Μου λέει: «Ο Αλέξης έχει μια πολύ ωραία ιδέα. Να ανεβάσεις τον “Δρόμο” στο θέατρο. Με τον Πουλόπουλο και την Κουμιώτη. Δέχεσαι, φαντάζομαι. Θα δεχτεί και ο Μίμης. Θεατρική στέγη θα βρούμε. Οσο για έργο, θα το φτιάξεις εσύ, με βάση τα τραγούδια του “Δρόμου”. Πιθανόν να γράψεις και μερικά ακόμη, αν τα χρειαστεί ο Αλέξης».

Ναι, έχω πάθει ζημιά! Να γράψω θεατρικό έργο και να το σκηνοθετήσει ο Σολομός; Ποιος είμαι; Ο γιος τού «πάρ’ τα όλα;». Λέω χίλια δυο «ευχαριστώ» και ο Πατσιφάς μού δείχνει την έξοδο του γραφείου. «Εσύ», προστάζει, «φεύγεις τώρα και σε δύο μέρες μού φέρνεις το έργο. Να το διαβάσω και να το δώσω και στον Αλέξη». Πετιέται ο Σολομός: «Να αφεθείς», μου λέει. «Μη σε παρασύρουν τα τραγούδια και γράψεις συναισθηματικά. Να είσαι ήπιος. Και σκληρός. Και, πριν γράψεις, ρίξε μια ματιά και στο “Η ζωή με τον πατέρα” του Θόρντον Ουάιλντερ. Πιθανόν να σου δώσει κάποιες ιδέες».

Τηλεφώνησα στον Πλέσσα, τα είπαμε, ενθουσιάστηκε και αρχίσαμε και οι δύο να δουλεύουμε για τη θεατρική παράσταση. Εγώ έκατσα και έγραψα το έργο: Ναζιστική Κατοχή, αντίσταση από μια ομάδα νέων για ελευθερία, οδομαχίες, εκτελέσεις. Ο Πλέσσας κουβέντιασε με τον θεατρικό επιχειρηματία Τάκη Μακρίδη, που είχε το θέατρο Σινεάκ, κάτω από το Ρεξ. «Τώρα συνεργάζεται με την Παξινού και τον Μινωτή. Μπορεί όμως να διαθέσει το θέατρο και σε εμάς Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή που δεν παίζει το ζεύγος την “Ηρα και το Παγώνι”. Δεχόμαστε;».

Αν δεχόμαστε, λέει!.. Συνεννοήθηκα με τον Πατσιφά, του είπα τα καθέκαστα, του έδωσα και το έργο να το διαβάσει μαζί με τον Πλέσσα, και ο Πλέσσας, σβέλτος, μεθοδικός και αποτελεσματικός καθώς είναι, βρήκε και σκηνοθέτη! Τον Πέτρο Λύκα, που είχε γυρίσει «Το κορίτσι του 17» που είχε βραβευθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Υπήρχε όμως η εκκρεμότητα με τον Σολομό. «Αφήστε το αυτό, θα το κανονίσω εγώ», είπε ο Πατσιφάς και ήμασταν βέβαιοι ότι θα «καθαρίσει». Οπως και έγινε.

Ο δαιμόνιος όμως Πλέσσας είχε προχωρήσει ακόμη περισσότερο: είχε κλείσει τον σπουδαίο Γιάννη Φλερύ και το μπαλέτο του, τον σκηνογράφο Στέργιο Δελιαλή και για τα φωτιστικά τον φίλο μας Αριστείδη Καρύδη-Φoυκς, που ήταν μεγάλο όνομα στον κινηματογράφο εκείνη την εποχή. Εμεναν οι ηθοποιοί. Τη δουλειά την ανέλαβε ο Λύκας, που σε μερικές μέρες μάς έφερε την Ελένη Σταυροπούλου, τον Χρήστο Ζορμπά, τον Χρήστο Ζούγουλα και τον Νίκο Παπακωνσταντίνου. Ο Νίκος Παπακωνσταντίνου μόλις είχε αποφυλακισθεί. Τον είχαν συλλάβει στα γεγονότα μετά την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, τον πέρασαν από δίκη και τον καταδίκασαν. Στην παράσταση ήταν πρωταγωνιστής.

Το κοινό υποδέχθηκε τον «Δρόμο» με μεγάλο ενθουσιασμό. Οχι μόνο για την πλοκή του έργου, τους ηθοποιούς, τους χορευτές και τα σκηνοθετικά ευρήματα, αλλά κυρίως για το ότι σε πολλά σημεία της δράσης και ιδίως στην κορύφωσή της ακούγονταν σαφείς υπαινιγμοί εναντίον του καθεστώτος και ο κόσμος, διψασμένος για μια έστω αντιχουντική αναλαμπή, ένιωθε πως «εδώ κάτι συμβαίνει».

Από τις αντιδράσεις του κοινού θα μου μείνει αλησμόνητη μια φράση του Απόστολου Κακλαμάνη εις επήκοον δεκάδων θεατών: «Η παράσταση αυτή είναι μια σημαντική αντιστασιακή πράξη»! Με τον ίδιο τρόπο είχε αντιδράσει και ο Σάκης Πεπονής, που, επιπλέον, ήταν φίλος και δικηγόρος του Πατσιφά και είχε κάθε λόγο να γίνει «Ο Δρόμος» μεγάλη επιτυχία.

Πράγματι, «Ο Δρόμος» είχε μεγάλη επιτυχία. Αλλά εγώ, δίπλα στη χαρά μου, είχα και μια σκιά λύπης: Για το δικό μας έργο γίνονταν ουρές στην Πανεπιστημίου, μπρος στο ταμείο του θεάτρου, ενώ «Η Ηρα και το Παγώνι» παιζόταν ενώπιον 10-15 θεατών, και μάλιστα «πιασάρικες» μέρες, Σάββατο και Κυριακή. Δικαιολογημένη λοιπόν ήταν η πικρία της Παξινού, αλλά αδικαιολόγητη η οργή –και το βρισίδι –του Μινωτή, που έδωσε τότε μια συνέντευξη στα «Νέα» και μας κατηγόρησε όλους συλλήβδην: τον Πλέσσα, εμένα, τους ηθοποιούς, τον Φλερύ και τον Λύκα. Μπουζουκτσήδες μας ανέβαζε, μπουζουκτσήδες μας κατέβαζε!

Το έργο είχε όλα τα γνωστά τραγούδια του «Δρόμου», όπως το «Γέλαγε η Μαρία», το «Αγαλμα», τον «Τρελό», το «Δώδεκα μαντολίνα», το «Μέθυσ’ απόψε το κορίτσι μου», τη «Φραγκόκκλησα», το «Δώσε μου το στόμα σου», το «Πρώτη φορά», το «Επεφτε βαθιά σιωπή», το «Πήρα σύννεφο δυο τόπια», το «Ξημερώνει Κυριακή», το «Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα».

Τη «Μυρσίνη» την έγραψα για την κόρη του Λοΐζου, που ήταν μωράκι και την είχα βαφτίσει. Τον «Τρελό» για έναν τύπο της γειτονιάς μου, τον Μπαγιαντέρα, που κάθε νύχτα γινόταν στουπί από το πιοτό κι εμείς, τα παιδιά, του κρεμάγαμε άδειους τενεκέδες στο παντελόνι κι εκείνος για να αμυνθεί βούταγε πέτρες από τον δρόμο και μας τις πετούσε. Αλλά και μερικά άλλα τραγούδια έχουν την ιστορία τους. Το «Δώσε μου το στόμα σου», αίφνης, γράφτηκε επειδή μου το ζήτησε ο Λοΐζος: με πήρε ένα βράδυ σε μια μπουάτ της Πλάκας, για ν’ ακούσουμε μια τραγουδίστρια. Η μπουάτ ήταν η Απανεμιά και η τραγουδίστρια η Ρένα Κουμιώτη. Νέα κοπέλα, όμορφη και με πολύ ενδιαφέρουσα φωνή. Την πρότεινα στον Πλέσσα, την άκουσε, του άρεσε και όταν του ζήτησα να της δώσουμε δύο τραγούδια, συμφώνησε. Οπως συμφώνησα κι εγώ στο αίτημα του Πατσιφά να χρησιμοποιήσουμε στον δίσκο και την Πόπη Αστεριάδη, που την αγαπούσα πολύ.

Χρειάζεται εδώ να πω ότι το τραγούδι της Αστεριάδη το είχα γράψει για ένα χασάπικο του Ξαρχάκου, που το είπε η Μοσχολιού και είχε τεράστια επιτυχία: «Τα τρένα που φύγαν» σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα. Πολύ σωστά έπραξε ο Ξαρχάκος και διάλεξε τα «Τρένα» από το δικό μου. Αλλωστε αυτό αποδείχθηκε και από την καριέρα που έκανε το τραγούδι του Γκούφα, όταν μπήκε σε μια παράσταση στο Μετροπόλιταν με τίτλο «Μην πατάτε τη χλόη» και πρωταγωνίστρια τη φρέσκια και πολύ όμορφη Μάρω Κοντού.

Μερικά ακόμη παραλειπόμενα για τον «Δρόμο»: εκείνο τον καιρό μέναμε στον Χολαργό και μετά τη δουλειά στην εφημερίδα κλεινόμουν σ’ ένα δωματιάκι και έγραφα, έγραφα, έγραφα, γιατί όλοι οι συνθέτες μου ζητούσαν τραγούδια, για τη δισκογραφία, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Τα χειρόγραφά μου ποτέ δεν τα μάζευα. Τ’ άφηνα, να σέρνονται σαν αλητάκια στο τζάμι του τραπεζιού μου. Μια μέρα ο Πλέσσας μπήκε στο γραφειάκι μου για να κάνει ένα τηλεφώνημα και είδε τα χειρόγραφα: το «Αγαλμα» κ.λπ. Διάβασε μερικά άλλα και ενθουσιάστηκε. «Να τα πάρω;», με ρώτησε «Πάρ’ τα». Τα πήρε και σε 3-4 μέρες είχε ετοιμάσει ολόκληρο τον δίσκο! Με τις ενορχηστρώσεις, με όλα!

Εκείνη που ξετρελάθηκε με τα τραγούδια και το έδειξε από την πρώτη στιγμή ήταν η σύζυγος του Αλέκου, η Αιμιλία Πατσιφά. Μια ευαίσθητη, όμορφη γυναίκα, με το ψευδώνυμο Αιμιλία Ρόδη, που εργαζόταν ως ραδιοφωνικός παραγωγός στην ΕΡΤ και τις εκπομπές της τις χαρακτήριζε υψηλό γούστο και μια διάφανη αισθαντικότητα. Για τραγουδιστή όλοι ανεξαιρέτως ρίξαμε το βάρος μας στον Γιάννη Πουλόπουλο, που εκείνο τον καιρό ήταν ο μεγαλύτερος ερμηνευτής της Ελλάδας και ό,τι τραγουδούσε γινόταν αμέσως σουξέ.

Ηταν, όμως, όπως είπαμε, δικτατορία. Και θέλαμε να ενισχύσουμε το κείμενο με δύο ακόμη τραγούδια, που θα μιλούσαν για τη χούντα, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να πάμε στο ΕΑΤ ΕΣΑ ο Πλέσσας, εγώ και όλος ο θίασος. Τα δύο αυτά τραγούδια, που μέσα σ’ έναν πανζουρλισμό ερμήνευαν χωρίς μικρόφωνο ο Πoυλόπουλος και η Κουμιώτη, είναι τα εξής:

Αν σκάψω μέσα σου και βρω / τον στεναγμό του κόσμου / και του λαού μας τον σταυρό / τότε θα είσαι γιος μου.

ΡΕΦΡΕΝ

Μίλα μου για τη Λευτεριά / να μην τη λησμονήσω / γιατί θ’ ανθίσουν τα κλαριά / κι ο ήλιος θα ‘ρθει πίσω.

Αν σύρεις μέσα μου βαθιά / τον πόνο που πονάμε / και τα γυμνά μας τα σπαθιά / μάνα σου τότε θα ‘μαι.

Αυτό το έλεγε η Κουμιώτη, ενώ χιλιάδες μάτια δάκρυζαν. Και το τραγούδι του Πουλόπουλου μια υποβλητική, σχεδόν πένθιμη, όπως του Επιταφίου, μουσική, είναι αυτό:

Εξι άντρες την αυγή / Παναγιά μου φύλαγε / έξι άντρες μια πληγή / μα κανείς δε μίλαγε. / Εξι τους βαράγανε / μα δε μαρτυράγανε.

Πάντα άντρες τη νυχτιά / το αίμα που εκύλαγε / βγάζει ο βούρδουλας φωτιά / μα κανείς δεν μίλαγε. / Εξι τους βαράγανε / μα δε μαρτυράγανε.

Ενας άντρας το πρωί / το αίμα του εκύλαγε / Το δικό μου το παιδί / Παναγιά μου φύλαγε. / Παναγιά μου και Χριστέ / το σκοτώνουν οι ληστές.

Το τραγούδι αυτό το ερμήνευε σπαραχτικά σε διάφορες σκηνές που εμφανιζόταν και η Μαίρη Χρονοπούλου. Της απαγόρευσαν όμως να το λέει. Ο Ασλανίδης μάλιστα την απείλησε ότι θα την κουρέψει.

Επίλογος: «Ο Δρόμος», ύστερα από παραστάσεις τριών μηνών, με άνωθεν εντολή (ή διαταγή) κατέβηκε.