Το 1975, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκαθάριζε το ιδεολογικό στίγμα του. Σε μια προσυνεδριακή συγκέντρωση, βγήκαν μαχαίρια. Οι περί τον Ανδρέα συγκρούστηκαν πολιτικά με τη Δημοκρατική Αμυνα, μια ομάδα στελεχών με περίπου σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις. Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά, ήταν και ο καθηγητής Σάκης Καράγιωργας, που είχε χάσει το χέρι του από έκρηξη βόμβας στη διάρκεια της χούντας. Για τους ανθρώπους της γραμμής, οι απόψεις του και το πρόσωπό του ήταν κόκκινο πανί. Γι’ αυτό, κάποιος από το ακροατήριο (κάποιοι λένε ο Κίμων Κουλούρης, εκείνος το έχει αρνηθεί) ανέλαβε να τον συνετίσει: «Κάτσε κάτω, κουλοχέρη».
Υβριστικοί αφορισμοί εκτοξεύθηκαν και άλλες φορές, ήταν κυρίαρχο συστατικό της πολιτικής αντιπαλότητας στη μεταπολίτευση. Μάλιστα, για μεγάλο διάστημα τον πολιτικό διάλογο υποκατέστησαν τα εξάσφαιρα της τρομοκρατίας. Αλλά ζούσαμε καλά και προοδεύαμε, το βιοτικό μας επίπεδο ανέβαινε –και όταν ανεβαίνει το επίπεδο, τα ελλείμματα των κοινωνιών κρύβονται κάτω από το λούστρο. Επρεπε να χρεοκοπήσει η μεταπολίτευση για να γίνει κατανοητό το έλλειμμα κουλτούρας του διαλόγου.
Βεβαίως, εκεί όπου τα μπινελίκια ισοδυναμούν με επιχείρημα και τα γιαούρτια με πολιτικό διαξιφισμό, ανακαλύψαμε την πολιτική ορθότητα. Είναι μια κενή φόρμα. Τη χρησιμοποιούμε, υποτίθεται, για να δείξουμε ότι είμαστε πολιτισμένοι, ότι ξέρουμε να μεταμφιέζουμε τα πράγματα με ευφημισμούς που αφαιρούν τη φρίκη κακόηχων λέξεων του παρελθόντος και αυτό, πιστεύουμε, μας κάνει ανεκτικούς, καλούς ανθρώπους, πολιτισμένους –γι’ αυτό άλλωστε λέμε Ρομά αυτούς που πριν από χρόνια αποκαλούσαμε Γύφτους, παιδιά με ειδικές ανάγκες τους αναπήρους και άλλα σχετικά… Μπροστάρισσα σε αυτό τον γλωσσικό μετασχηματισμό, ασφαλώς, μπήκε η Αριστερά –η πολιτική ορθότητα ήταν γι’ αυτήν ό,τι η αντιαυταρχική εκπαίδευση, ένδειξη της ανόδου του επιπέδου μας.
Αλλά, τότε, γιατί ο αριστερός κύριος Σταθάς απαξίωσε ως κουτσό τον κ. Σόιμπλε; Και αν ήταν μια άτυχη στιγμή, γιατί βρέθηκε ακροατήριο από την πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ που τον χειροκρότησε, ανάλογο του ακροατηρίου που χειροκρότησε τις απειλές για λιντσάρισμα του κυρίου Παναγούλη; Και πού είναι η Μοντεσόρι, ο αντιαυταρχικός λόγος, ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας, ο σεβασμός της μειονεξίας; Τι ενώνει δηλαδή τον κουλοχέρη με τον κουτσό;
Τους ενώνει μια κουλτούρα του μίσους, που απορρέει από τη μέθη της βεβαιότητας ότι εμείς ξέρουμε το σωστό και όλοι οι άλλοι, οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, είναι εχθροί, δύσμορφοι υπηρέτες αλλότριων συμφερόντων που πρέπει να τους λειώσουμε. Οταν αυτή η κουλτούρα κυριαρχεί, όσο και να την κρύψεις θα καταγραφεί στη γλώσσα. Δεν φτάνει, λοιπόν, η αποδοκιμασία του κυρίου Παναγούλη ή του κυρίου Σταθά. Χρειάζεται να ηττηθεί η κουλτούρα του μίσους που καταγράφεται στη γλώσσα τους.
Γιατί αν επικρατήσει η κουλτούρα του μίσους, τη βάψαμε.