Καλοκαίρι και είμαι στη Λέσβο. Στον Μόλυβο. Οπως πάντα. Κάθομαι στο γραφειάκι του σπιτιού μου και κοιτάζω προς τη θάλασσα. Ξαφνικά, βλέπω να κατηφορίζει από το σοκάκι μου, 17ης Νοέμβρη, ένα κορίτσι, γύρω στα 17-18, σχεδόν γυμνούλι, όπως γράφει ο Ελύτης στο «Δελφινοκόριτσο». Γύρω στα 1,68, με ξανθά, μακριά μαλλιά και μια φουστίτσα πολύ πιο ψηλά από το γόνατο. Περπατάει γρήγορα, σαν ελαφάκι. Και έχει ένα λίκνισμα στο κορμί που αναστατώνει. Πάω στο παράθυρο βιαστικά, να ρίξω μια δεύτερη ματιά, αλλά το κορίτσι έχει εξαφανιστεί.
Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα, γράφω το χρονογράφημά μου για «ΤΑ ΝΕΑ» και δεν έχω καθόλου διάθεση, δεν μπορώ να το ολοκληρώσω. Βγαίνω στην πόρτα ν’ ανάψω ένα τσιγάρο, να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη. Και αντικρίζω ξανά το «κορίτσι της χθεσινής μέρας!». Φοράει τα ίδια ρούχα, σαγιονάρες κι έχει και δυο κεράσια στο στόμα να κρέμονται από τα κοτσάνια τους. Κι εκεί που περνάει από μπρος μου, γίνεται η καταστροφή ή το θαύμα: η δεξιά σαγιονάρα της μπλέκεται στο καλντερίμι και η κοπελίτσα χάνει την ισορροπία της και πέφτει κάτω.
Σαλτάρω για βοήθεια. Τη σηκώνω και βυθίζομαι στα μάτια της. Είναι μπλε –«κι όλα τα μπλε στα μάτια της γυαλίζανε» –και υπέροχα! Μου λέει «ευχαριστώ» και φεύγει. Αλλά σ’ αυτό το δίλεπτο που είμαι απέναντί της, έχω προφτάσει να δω, αρπαχτικά, τον λαιμό της, τα στητά στήθη της και τα γυμνασμένα πόδια της που έχουν το χρώμα του μελιού. Και να γευτώ, κυρίως, έναν εκρηκτικό αισθησιασμό που εκπέμπει ολόκληρη!
Σκέφτομαι ό,τι σκέφτονται όλοι οι άντρες παλαιάς κοπής σε τέτοιες περιπτώσεις: τι πλάσματα «ζωγραφίζει» ο Θεός, όταν έχει έμπνευση και είναι και στα κέφια του! Την επομένη, ταξιδεύω για Μυτιλήνη. Την κοπελίτσα δεν την έχω στη σκέψη μου. Αλλά οι στίχοι που μου ενέπνευσε φτερουγίζουν γύρω μου και καρφώνονται στον νου μου: «Μη μιλάς, μη γελάς / κινδυνεύ’ η Ελλάς / στο κορμί βομβιστές κουβαλάς». Γυρίζω στον Μόλυβο και στα χαρτιά μου. Βάζω στο μαγνητοφωνάκι την κασέτα με τις μελωδίες του Χρήστου Νικολόπουλου, που έχω από μέρες στα χέρια μου, για να γράψω στίχους και να γυρίσουμε έναν δίσκο με τον Νταλάρα. Μια μελωδία απ’ όλες ταιριάζει με τους στίχους. Στρώνομαι στη δουλειά και προς το βραδάκι έρχεται το τραγούδι και «κλειδώνει»: «Οσα μου ‘χεις τάξει / είναι σαν μετάξι / είναι σαν γλυκό κρασί / είναι τα φιλιά σου / και το θαλασσί χρώμα της ματιάς σου / θάλασσα χρυσή / όσα μου ‘χεις τάξει / σ’ το ‘χω ξαναγράψει / τα ‘χεις μοναχά εσύ / Μη μιλάς, μη γελάς», κ.λπ., κ.λπ.
Ανοίγω μια παρένθεση για να εξηγήσω στον αναγνώστη κάτι που πιθανόν δεν γνωρίζει. Οτι το γράψιμο ενός τραγουδιού αρχίζει, άλλοτε, από τους στίχους και άλλοτε από τη μελωδία. Συνήθως η αρχή γίνεται από τους στίχους. Στη δική μου περίπτωση: με τον Μίκη Θεοδωράκη ξεκινούσαμε από τους στίχους. Με τον Γιάννη Σπανό, εκτός από εξαιρέσεις («Μια Κυριακή», «Ο μπαγλαμάς»), από τη μελωδία. Με τον Λοΐζο, κυρίως από τη μελωδία. Το ίδιο και με τον Ξαρχάκο. Με τον Πλέσσα, πάντοτε από τους στίχους. Με τον Μαρκόπουλο, από τους στίχους. Με τον Καλδάρα, στο μοναδικό LP όπου συνεργαστήκαμε, και τα 11 τραγούδια είχαν αφετηρία τους τη μελωδία.
Το ιδεώδες πάντως, κατά τη γνώμη μου, είναι στίχοι και μουσική να γράφονται από τον ίδιο άνθρωπο, συγχρόνως, πράγμα που συνέβαινε, παλιά, στα ρεμπέτικα του Μάρκου, του Τσιτσάνη και του Καλδάρα και στους νεότερους χρόνους στα τραγούδια του Σαββόπουλου και των λεγόμενων «τραγουδοποιών» (έκφραση αδόκιμη, υποστηρίζω, που τη λανσάρισε, κάποιο βράδυ, σε ένα πάρτι, ενώπιόν μου, στο σπίτι του δικηγόρου Γιώργου Στεφανάκη, ο Μάνος Χατζιδάκις).
Ο δίσκος, με 12 τραγούδια, τίτλο «Μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς» και εξώφυλλο φωτογραφία του Νταλάρα, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα πούλησε 150.000 κομμάτια! Κατά την άποψή μου, όμως, είχε τραγούδια πολύ καλύτερα από το «Μη μιλάς», που ήταν η μεγάλη επιτυχία. Μεταξύ αυτών, σημειώνω τα «Μη γυρίσεις πια», «Μαγνητοφώνησα απόψε το φεγγάρι» και «Ξένος». Σουξέ, ωστόσο, έγιναν και άλλα τραγούδια, και κυρίως το «Το ‘πες».
Πρέπει εδώ να πω ότι όταν μου έστειλε ο Νικολόπουλος τις μελωδίες του, με μπουζούκι, σε μια κασέτα, καμιά δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα. Ο Νταλάρας, όμως, που είχε βγάλει ήδη έναν δίσκο με «Latin» –αυτός ήταν και ο τίτλος -, είχε δημιουργήσει ένα ρεύμα γι’ αυτό το είδος τραγουδιού και σ’ αυτό το ρεύμα, σε συνεννόηση με τον Νικολόπουλο, είχε την έμπνευση να σπρώξει και τον δικό μας δίσκο. Και με τις ευφάνταστες ενορχηστρώσεις του απογείωσε τα τραγούδια. Και έτσι, απογειωμένα, μου τα έστειλε σε μια κασέτα, αφού προηγουμένως τα είχε ηχογραφήσει με πλήρη ορχήστρα, σε επαγγελματικό στούντιο. Και απ’ αυτή την ηχογράφηση εμπνεύστηκα, τελικά, για να γράψω τους στίχους μου.
Εξαιτίας αυτού του δίσκου και ιδίως του τραγουδιού «Το ‘πες», παραλίγο να ψυχρανθούμε με τον Νταλάρα που ήταν –και είναι –καλός φίλος μου. Να τι έγινε: στο τραγούδι αυτό ένας στίχος λέει «λαβωματιά, κάθε ματιά που μου καρφώνει / Με λειώνει, με λειώνει, με λειώνει / φωτιά». Πήγε, λοιπόν, ο Νταλάρας στο στούντιο, αλλά αυτός ο στίχος δεν του ‘βγαινε. Δεν του άρεσε. Ηχολήπτης εκείνη τη φορά –μπορεί και άλλες, δεν ξέρω –ήταν ο Γιώργος Ανδρέου, που πια τον γνωρίζουμε ως συνθέτη και μάλιστα ταλαντούχο. Φαίνεται πως ο Ανδρέου γράφει και στίχους, αν και το μοναδικό τραγούδι του που ξέρω και το αγαπάω έχει στίχους του Παρασκευά Καρασούλου: «…Η μόνη μου πατρίδα μου εσύ…». Εν πάση περιπτώσει, ο Νταλάρας έδωσε τη μελωδία τού «Το ‘πες» και ζήτησε από τον Ανδρέου να βάλει στίχους. Ο Ανδρέου το έκανε εκθύμως. Και το ίδιο βράδυ έγινε ο «καβγάς».
Εγινε ο «καβγάς» γιατί ήρθε ο Νταλάρας στο σπίτι μου, μαζί με τη γυναίκα του, και μου έφερε τραγούδια από τον δίσκο, που είχε ήδη ηχογραφήσει. Και όταν έφτασε στο «Το ‘πες», δεν ακούω τους στίχους μου, αλλά του Ανδρέου! Εβαλα, φυσικά, τις φωνές. Ο τραγουδιστής αντέτεινε ότι δεν ταιριάζουν στο τραγουδιστικό στυλ και ήθος του –που σε μεγάλο βαθμό το έχω διαμορφώσει εγώ –στίχοι όπως «με λειώνει, με λειώνει, με λειώνει φωτιά». Τα λόγια του, μαζί με τη φωτιά του τραγουδιού, με φούντωσαν. Παρενέβη όμως πυροσβεστικά η Αννα Νταλάρα και ο «καβγάς» ξεθύμανε εκεί.
Εκείνη την εποχή, με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη, κουβεντιάζεται πολύ η έρευνα που έχω κάνει για «ΤΑ ΝΕΑ» –βγήκε και σε βιβλίο –με τίτλο «Το βρώμικο ’89». Κάθε μέρα δημοσιεύονται στις εφημερίδες σχόλια, επιστολές, διαμαρτυρίες, έπαινοι, βρισιές για την έρευνα αυτή, που έριχνε φως στο σκάνδαλο Κοσκωτά –έκτοτε, έχουν γίνει πολύ περισσότερα –και στη σύμπραξη Νέας Δημοκρατίας, ΚΚΕ και ΕΑΡ για να οδηγηθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο (τελικά, οδηγήθηκε και αθωώθηκε. Και τη νύφη την πλήρωσε λίγο αργότερα ο Συνασπισμός, που δεν ήταν πια ενιαίος και υπέστη συντριπτική ήττα στις εκλογές από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα). Δεν ξέρω τι θυμάται ο αναγνώστης απ’ αυτή τη μακρινή ιστορία, σίγουρα όμως θυμάται τον όρο «Βρώμικο ’89», που χρησιμοποιείται ακόμη και στις μέρες μας –μετά 23 χρόνια!
Η επιτυχία του δίσκου έφερε πολλούς δημοσιογράφους στο γραφείο μου. Και οι περισσότεροι, για να μην πω όλοι, συσχέτιζαν το «Μη μιλάς, κινδυνεύει η Ελλάς» με το «Βρώμικο ’89» και την κυβέρνηση Μητσοτάκη! Μάταια προσπαθούσα να τους πείσω ότι ο δίσκος είχε αφετηρία του ένα πανέμορφο κορίτσι που συνάντησα για λίγα λεπτά στον Μόλυβο. Ενα πανέμορφο κορίτσι που κουβαλούσε όντως βομβιστές στο σώμα του και μπορούσε να αναστατώσει, ανά πάσα στιγμή, όλο τον ανδρικό πληθυσμό της επικράτειας (λέμε και καμιά υπερβολή, άμα λάχει…).
Ακολούθησαν και πολλοί άλλοι δίσκοι με τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον «Τάτη» για τους φίλους του, που όλοι είχαν μεγάλη επιτυχία. Εγώ όμως από όλα τα τραγούδια που έχουμε γράψει μαζί, περισσότερο αγαπώ το «Ολες του κόσμου οι Κυριακές» με τη Χαρούλα Αλεξίου. Είναι ένα τραγούδι αφιερωμένο στη γυναίκα μου. Και θυμάμαι και μια ιστορία: με είχαν καλέσει στην Κόρινθο, σε μια συναυλία με τραγούδια μου. Κόσμος πολύς και ανάμεσά τους ένας παπάς μεγάλης ηλικίας. Μόλις τελείωσε η συναυλία και πέσανε και τα σχετικά χειροκροτήματα, ο παπάς ζήτησε τον λόγο. Πήρε το μικρόφωνο και άρχισε να λέει διάφορα, πολύ εγκωμιαστικά, για το «Ολες του κόσμου οι Κυριακές». Κατέληξε με την έκφραση «ο Λ.Π. στο τραγούδι αυτό, εκτός των άλλων, θεολογεί. Γιατί οι στίχοι “σαν τη φωτιά είσαι ζεστός / είσαι ο ίδιος ο Χριστός / ένας Χριστός της γειτονιάς / που ξέρει τι θα πει χιονιάς” μόνο από άμβωνος μπορεί να ακουστούν. Γιατί έτσι είναι ο Χριστός: της γειτονιάς. Που ξέρει τι θα πει χιονιάς. Τι θα πει δυστυχία, φτώχεια και πόνος…».
Το τράβηξα πολύ. Μερικές λέξεις ακόμη: το τραγούδι, «καρφωμένο» πάνω σε μελωδία, το είχα γράψει αρχικά για ανδρική φωνή. Αλλά, μόλις γνώρισα τη γυναίκα μου, το ξανάπλασα και το έκανα γυναικείο. Μου άλλαξαν όμως μια λέξη οι παραγωγοί της δισκογραφικής εταιρείας: εγώ έλεγα «όπως η χόβολη ζεστός» και το έκαναν «σαν τη φωτιά είσαι ζεστός». Αλλο όμως η φωτιά και άλλο η χόβολη. Η στάχτη που κάνει με τα θρύψαλα από αναμμένα καρβουνάκια στο σώμα της.
Μόλις θυμήθηκα και κάτι άλλο: μερικά χρόνια αργότερα, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ηχογράφησε έναν δίσκο που είχε ένα τραγούδι του Σταμάτη Μεσημέρη, νομίζω, που επαναλάμβανε στο ρεφρέν που το όνομα «Ελλάς». Ηταν ολοζώντανο ακόμη το Αττικόν της οδού Σταδίου. Νταλάρας και Παπακωνσταντίνου έδωσαν μια σειρά συναυλιών στον κινηματογράφο αυτό με μεγάλη επιτυχία. Και στο ρεφρέν τραγουδούσαν μαζί το «Μη μιλάς, κινδυνεύει η Ελλάς» και το «Ελλάς» του Μεσημέρη. Ο ένας επάνω στον άλλο! Εμπνευσμένη σύμπραξη, που άρεσε ιδιαίτερα στον κόσμο. Γι’ αυτό, άλλωστε, και δεν ξεχνάω το γεγονός…
Δεν θέλω όμως να κλείσω αυτό το κομμάτι χωρίς να πω μερικά ουσιώδη πράγματα για τον Χρήστο Νικολόπουλο, με τον οποίο με συνδέει συνεργασία πολλών ετών και η υπογραφή του βρίσκεται δίπλα στη δική μου σε πλήθος έργων: κατά τη γνώμη μου, που την έχω διατυπώσει δημόσια κατ’ επανάληψη, ο Νικολόπουλος είναι ο μεγαλύτερος λαϊκός συνθέτης των τελευταίων 25 χρόνων. Είναι ο διάδοχος της μεγάλης σχολής του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Μητσάκη, του Παπαϊωάννου, του Ζαμπέτα και των άλλων δημιουργών που δόξασαν το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Εχει και αυτός την ίδια αφετηρία που είχαν οι «Τσιτσάνηδες»: το πάλκο. Εκεί έμαθε το τραγούδι, και όχι σε σχολές και ωδεία. Δούλεψε χιλιάδες νύχτες σε κέντρα και λαϊκά πανηγύρια και έμαθε το όργανο, το μπουζούκι, όσο ελάχιστοι άλλοι.
Αλλά το πάλκο και το ξενύχτι δεν είναι μόνο το όργανο. Είναι, κυρίως, η ατμόσφαιρα. Ο διάλογος με τους θαμώνες. Η ανταπόκρισή τους στα τραγούδια που ακούνε. Το πέταγμά τους από την καρέκλα όπου κάθονται, για να χορέψουν ένα ζεϊμπέκικο. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ένα από τα πιο «καθαρόαιμα» λαϊκά τραγούδια που γράφτηκαν την τελευταία εικοσαετία είναι οι «Νταλίκες». Τραγούδι του Χρήστου, σε στίχους του σπουδαίου Μανώλη Ρασούλη. Οπως, επίσης, καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι πρώτο τραγούδι του είναι το «Νυχτερίδες και αράχνες», που τραγούδησε ο μεγάλος Καζαντζίδης, σε στίχους του εξαίρετου, κλασικού στιχουργού Κώστα Βίρβου.