Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου του ’93 παρατηρήθηκε ασυνήθιστη κίνηση στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Το πλοίο «Βισκάουντες Μ.» μόλις είχε δέσει . Δύο ασθενοφόρα περίμεναν μπροστά από την μπουκαπόρτα του. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Ελεονώρα Φανίδη, στέκεται ανάμεσα στο ασθενοφόρο που επρόκειτο να μεταφέρει τον άρρωστο άνδρα της στο νοσοκομείο και το πλοίο που ήταν ο ομφάλιος λώρος της με το Σοχούμι της Αμπχαζίας, τη σπαρασσόμενη πατρίδα την οποία είχε μόλις εγκαταλείψει. Ο άνδρας που την πλησίασε την έκανε να ησυχάσει. Αυτόν άλλωστε είχε εμπιστευθεί για να ανέβει στο πλοίο για την Ελλάδα, στο πλαίσιο της επιχείρησης απεγκλωβισμού των Ελλήνων από την εμπόλεμη περιοχή. Ηταν ο πλοίαρχος –τότε –του Πολεμικού Ναυτικού Βασίλης Ντερτιλής.
Η επιχείρηση αυτή, που πήρε την ονομασία «Χρυσόμαλλο Δέρας», ήταν η πιο γνωστή αποστολή που είχε αναλάβει ο Ντερτιλής, ο οποίος πέθανε από εγκεφαλικό ανεύρυσμα πριν από μερικές ημέρες στο Λιντς της Αυστρίας όπου ζούσε με τη δεύτερη σύζυγό του και τις κόρες τους. Κηδεύτηκε το περασμένο Σάββατο στην Αθήνα.
Ηταν ο μοναχογιός του αμετανόητου χουντικού Νίκου Ντερτιλή, καταδικασμένου για τη δολοφονία του Μιχάλη Μυρογιάννη έξω από το Πολυτεχνείο.
τους γονείς
Ο πατέρας Νίκος Ντερτιλής επέλεξε να μην παραστεί στην κηδεία του 63χρονου γιου του, προκειμένου να μην υπογράψει μια τυπική άδεια –όπως επί χρόνια αρνείται πεισματικά να υπογράψει αίτηση αποφυλάκισης. Η άρνησή του να πάει στην κηδεία του παιδιού του ξένισε τους πάντες, κατά πάσα πιθανότητα όμως δεν θα ξένιζε τον γιο του. Ο Βασίλης Ντερτιλής είχε θυμώσει με τον πατέρα του πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια. Τότε είχε αρρωστήσει σοβαρά η μητέρα του. Ο Νίκος Ντερτιλής είχε αρνηθεί να επισκεφθεί τη σύζυγό του. «Δεν θα αφήσω εγώ τη μάνα μου να πεθάνει…» έλεγε ο γιος σε φιλικά του πρόσωπα.
Εκτός από γιος του πατέρα του, όμως, ο Βασίλης Ντερτιλής ήταν αξιωματικός που είχε αναλάβει επικίνδυνες αποστολές κυρίως στα Βαλκάνια την «σημαδιακή» δεκαετία του ’90. Ηταν παρών όταν άλλαζε ο γεωπολιτικός χάρτης της περιοχής, παρατηρητής και σε ορισμένες περιπτώσεις κομμάτι στο ιστορικό παζλ που διαμορφωνόταν.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 τα πράγματα για τον Ντερτιλή δεν ήταν εύκολα. Ηταν η περίοδος που ο ίδιος προσπαθούσε να αποδείξει πως σε ό,τι αφορούσε την αφοσίωσή του στη Δημοκρατία δεν ήταν ο υιος του πατρός. Ποτέ όμως δεν αποκήρυξε τον πατέρα του. «Οταν έπεσε η Χούντα κάλεσα το Ντερτιλή στο γραφείο μου», θυμάται ο πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και πρώην διοικητής της ΕΥΠ Λεωνίδας Βασιλικόπουλος. «Ημουν τότε διοικητής του 2ου κλάδου του ΓΕΝ και του είπα ότι εφόσον αφοσιωνόταν στο καθήκον του δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί. Μου απάντησε ευθαρσώς: “κύριε αρχιπλοίαρχε, να είστε βέβαιος ότι θα πράξω το καθήκον μου. Ωστόσο σας δηλώνω ότι θα πηγαίνω στη φυλακή να βλέπω τον πατέρα μου”. Του είπα πως αν μου είχε απαντήσει διαφορετικά θα τον κακοχαρακτήριζα. Ηταν πιστός ως γιος, αλλά πιο πιστός ως πατριώτης. Και μπορώ να πω ότι τήρησε και τις δύο υποσχέσεις του, πράγμα που διαπίστωσα τόσο κατά τη θητεία μου στο Ναυτικό, όσο και κατά τη θητεία μου στην ΕΥΠ με την οποία ο Ντερτιλής ήταν συνεργαζόμενος – ανήκε στο Γενικό Επιτελείο του Ναυτικού», καταλήγει ο κ.Βασιλικόπουλος.
Από τον Καύκασο στη Θράκη
Η μόνη αποστολή για την οποία είχε μιλήσει δημόσια ο Βασίλης Ντερτιλής ήταν το «Χρυσόμαλλο Δέρας». «Μπήκαμε σε ένα λιμάνι (σ.σ. στο Σοχούμι) που δεν είχε μπει ξένο πλοίο εδώ και ενάμισι χρόνο», έλεγε στα «ΝΕΑ» το πρωί της 18ης Αυγούστου του 1993, λίγες ώρες μετά το αίσιο τέλος της επιχείρησης. «Το 80% των κτιρίων είναι ισοπεδωμένο. Μέσα σε μια νύχτα, σχεδόν, σφραγίσαμε τα διαβατήρια των Ελλήνων και φύγαμε», περιέγραφε. Η επιχείρηση έγινε με την πολιτική ευθύνη της Βιργινίας Τσουδερού, υφυπουργού Εξωτερικών, τότε.
Το σχέδιο προέβλεπε τον απεγκλωβισμό των μελών της ελληνικής κοινότητας του Καυκάσου που είχε βρεθεί στα διασταυρούμενα πυρά Αμπχάζιων και Γεωργιανών και την εγκατάστασή τους στη συνέχεια στη Θράκη με στόχο την ενίσχυση του χριστιανικού πληθυσμού σε κρίσιμες περιοχές.
Το πρώτο μέρος της επιχείρησης οργανώθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό και ανατέθηκε στον Ντερτιλή. Ο πλοίαρχος -τότε- ήταν επικεφαλής της μονάδας Ειδικών Αποστολών. Με μια ομάδα κομάντος μετέβη στο Σοχούμι. Εντοπίσθηκαν οι Ελληνες (η ελληνική κοινότητα μετρούσε τότε πάνω από 3.000 ανθρώπους) και με συνοπτικές διαδικασίες εκδόθηκαν και σφραγίσθηκαν διαβατήρια ουσιαστικά μιας χρήσης. Το πλοίο «Βισκάουντες Μ.» ανέβασε επίσης με συνοπτικές διαδικασίες την ελληνική σημαία και στο πλήρωμά του εντάχθηκαν μέλη των ειδικών δυνάμεων του Πολεμικού Ναυτικού.
με όπλα
Το κρίσιμο σημείο της όλης επιχείρησης όμως, ήταν να μπουν οι άνθρωποι του νόστου στο «Βισκάουντες Μ.». Εκεί τη λύση έδωσε ο Ντερτιλής. Εξαγόρασε μια ομάδα ανταρτών, που διέθεταν όμως ένα τεθωρακισμένο όχημα, και οι οποίοι προκάλεσαν ένοπλη σύγκρουση στην περιοχή του λιμανιού. Η μάχη αυτή ήταν ο αντιπερισπασμός που χρειαζόταν για να μπουν οι 1.013 «αργοναύτες» από την Αμπχαζία στο πλοίο που τους έφερε τελικά στην Ελλάδα. «Χρειάσθηκε να κάνουμε έναν πόλεμο…» έλεγε λίγες ημέρες αργότερα , στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι προς τους συνεργάτες του στην αποστολή, στην πλατεία της Καισαριανής, ενώ κάπνιζε ένα από τα αγαπημένα του cohibas. Πολλοί, που τον αποκαλούσαν «έλληνα 007» έβλεπαν κοινά σημεία του με τον κινηματογραφικό υπερπράκτορα: ήταν γοητευτικός, μπον βιβέρ και με κοσμοπολίτικο αέρα.