Αγάπησα και αγαπώ πάρα πολλά τραγούδια. Ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνα λαϊκά, ελαφρά. Τα πιο αγαπημένα μου είναι καμιά δεκαριά. Κι ανάμεσα σ’ αυτά, πρώτο και καλύτερο, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα. Θα μπορούσα να γράψω πολλά για να εξηγήσω για ποιους λόγους με συγκινεί αυτό το τραγούδι. Θα μείνω σε δύο. Ο πρώτος είναι το θέμα του. Ο φυλακισμένος νέος, στα χρόνια της Κατοχής ή του Εμφυλίου, που περιμένει την εκτέλεσή του τα χαράματα της επόμενης ημέρας. Ο δεύτερος; Ο απλός, κλασικός, απέριττος τρόπος, με τον οποίο ο συνθέτης και στιχουργός συνάμα έχτισε το έργο του και η δύναμη που περιέχουν τα τρία τετράστιχά του.
Εξαιτίας αυτού του τραγουδιού είχα σε μεγάλη εκτίμηση τον Καλδάρα, τον οποίο έζησα και από κοντά σε πολύχρονους συνδικαλιστικούς αγώνες. Γι’ αυτό, όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά στο σπίτι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, στην οδό Αμοργού, έπαθα σοκ! Η Παπαγιαννοπούλου ήταν στο κρεβάτι της, μισοξαπλωμένη, αριστερά της είχε ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα και δεξιά της μια χαρτοσακούλα, φίσκα από πρόχειρα, τσαλακωμένα χαρτιά με στίχους. Απέναντί της, σε μια ψάθινη καρέκλα καθόταν ο Απόστολος Καλδάρας με το ‘να πόδι πάνω στο άλλο και έδειχνε να περνάει καλά.
«Από δω ο κύριος Απόστολος Καλδάρας» έκανε τις συστάσεις η Ευτυχία κι εγώ έσπευσα ν’ απλώσω το χέρι μου στον συνθέτη λέγοντας το όνομά μου. Επαναλαμβάνω: είχα πάθει σοκ! Κάθησα σε μια δεύτερη καρέκλα, δίπλα στον Καλδάρα και έκρινα ότι για να ζεστάνω αμέσως την ατμόσφαιρα ανάμεσά μας καλό θα ήταν να του πω πόσο τον θαυμάζω και τι σημαντικό είναι για μένα αλλά και για όλους τους Ελληνες το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Ο Καλδάρας με κοίταξε ψυχρά, σαν να ήταν γύψινος. «Βαρέθηκα ν’ ακούω για το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” μου είπε. Εχω γράψει εκατοντάδες τραγούδια. Ολο γι’ αυτό θα μιλάμε;». Και ύστερα: «Ας αφήσουμε το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Ολα τα τραγούδια για τη φασολάδα τα γράφουμε…».
Εμεινα εμβρόντητος! Και απογοητευμένος. Κοίταξα προς της μεριά της Παπαγιαννοπούλου για να πάρω κουράγιο. Η Ευτυχία έριξε μια αυστηρή ματιά στον Καλδάρα. «Μα τι είναι αυτά που λες στον άνθρωπο!» διαμαρτυρήθηκε. «Σωστά δεν μιλάω;» απάντησε ο Απόστολος. Με σκούντησε στον ώμο η Ευτυχία. «Μην τον ακούς» με συμβούλεψε. «Ετσι τζαναμπέτης είναι πάντα. Να φανταστείς ότι του ‘χω δώσει ένα υπέροχο τραγούδι και θέλει να του κάνω πεντακόσιες διορθώσεις για να το γυρίσει σε δίσκο. Να σου το διαβάσω;».
Είχε χαλάσει το κέφι μου. Η Ευτυχία όμως δεν έδωσε σημασία. Εβγαλε ένα χειρόγραφο από τη σακούλα και βάλθηκε να μου διαβάζει. «Μα τι είναι αυτά που κάνεις Ευτυχία;» τη μάλωσε ο Καλδάρας. «Το πώς θα φτιάξουμε το τραγούδι μας είναι δική μας δουλειά, δεν είναι του κυρίου Παπαδόπουλου…». Σηκώθηκα να φύγω. Δεν αισθανόμουν καθόλου καλά. Η λέξη φασολάδα σε συνδυασμό με το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» μού έφερνε ένα είδος ζάλης. «Χάρηκα πολύ» είπα στον Καλδάρα. «Μείνε για λίγο ακόμη» παρακάλεσε η Ευτυχία. «Δεν μπορώ, έχω δουλειά» αποκρίθηκα. «Κι εμείς έχουμε δουλειά, Ευτυχία» μπήκε στη μέση αυστηρά ο Καλδάρας. Βγήκα από το δωμάτιο με τρία μεγάλα βήματα. Και κάθε φορά που θυμάμαι αυτή την πρώτη συνάντηση με τον Καλδάρα το στόμα μου γίνεται πικρό –κινίνο.
Από κείνη την ημέρα, στης Ευτυχίας, ελάχιστες φορές συνάντησα τον Καλδάρα. Κυρίως, στις Γενικές Συνελεύσεις της ΕΜΣΕ (Ενωση Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδας) στην οποία ανήκαμε και οι δύο, μαζί με τον Δερβενιώτη, τον Λοΐζο, τον Νικολόπουλο, τον Πολυκανδριώτη, τον Πυθαγόρα και, αργότερα, τον Μικρούτσικο. Πέρασε κι ο Ξαρχάκος από την ΕΜΣΕ. Και ο Μαμαγκάκης. Και, βέβαια, ο Κακουλίδης, ο Λεοντής, ο Ζουγανέλης και δεκάδες άλλοι.
Θέμα συνεργασίας με τον Απόστολο δεν υφίστατο. Παλιός εκείνος, πολύ πιο νέος εγώ, είχαμε τους δικούς μας συνεργάτες, με τους οποίους συμβαδίζαμε και ηλικιακά. Ο Καλδάρας εκείνη την εποχή είχε ανακαλύψει τον Πυθαγόρα και μ’ αυτόν έγραφε συνεχώς. Ο Πυθαγόρας έπαιζε σε πολλά ταμπλό. Με τον Κατσαρό, τον Β. Βασιλειάδη και κυρίως τον Στέλιο Καζαντζίδη –τον μεγαλύτερο τραγουδιστή της εποχής. Και μάλλον έναν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της Μεσογείου. Με τον Καλδάρα είχαν κάνει έναν δίσκο με τεράστια επιτυχία. Τη «Μικρά Ασία», στην οποία τραγουδούσαν ο Νταλάρας και η πρωτοεμφανιζόμενη Χαρούλα Αλεξίου.
Αν ο Καλδάρας μού είχε προτείνει να γράψω τους στίχους για τη «Μικρά Ασία» θα το σκεφτόμουν πολύ. Για μένα η Μικρά Ασία, το 1922, ο μικροασιατικός πολιτισμός έχουν μια ιερότητα. Πρέπει να αγγίζονται με ευλάβεια. Και όχι με «ζεμπεκιές» και «κουμπουριές». Ούτε με «γυναίκες του Αϊβαλιού ωραίες». Οταν έχουν γραφτεί τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου ή το «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, δεν γίνεται να περάσεις αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός, τα ποτάμια του αίματος, τις εκτελέσεις, τον ξεριζωμό ενός εκατομμυρίου Ελλήνων με 12 λαϊκά τραγούδια. Κάτι τέτοιο δεν το τόλμησαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις. Αλλά η δισκογραφία έχει τους δικούς της νόμους. Σ’ αυτούς τους νόμους υπάκουσαν Καλδάρας και Πυθαγόρας για να γράψουν για τη «Μικρά Ασία».
Αμέσως μετά τη «Μικρά Ασία», ο Καλδάρας βάζει μπρος έναν καινούργιο δίσκο με τον βαρύγδουπο τίτλο «Βυζαντινός Εσπερινός». Λέει γι’ αυτό το έργο ο ίδιος ο συνθέτης:
«Ο “Βυζαντινός Εσπερινός” είναι ένα έργο που από καιρό, μπορώ να πω, σκεφτόμουνα να γράψω. Οπως θα καταλάβει ο ακροατής το έργο αυτό είναι γέννημα διασταυρώσεως, αν επιτρέπεται η έκφραση, ήχων της βυζαντινής οχταήχου. Αυτό έγινε σκόπιμα, διότι διαφορετικά θα προέκυπταν μελωδίες οι οποίες θα είχαν το εκκλησιαστικό ύφος. Αυτό νομίζω το απέφυγα.
Στοιχεία μουσικής δυτικού τύπου λείπουν τελείως από το έργο. Για αυτό ως επί το πλείστον και η σύνθεση της ορχήστρας που παίρνει μέρος στην εκτέλεση των τραγουδιών αποτελείται από όργανα που κατά τη γνώμη μου ταιριάζουν πιο πολύ στο κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκα (σαντούρι, λαούτο, κλαρίνο κ.λπ.). Από τη διασταύρωση λοιπόν αυτή των ήχων της βυζαντινής οχταήχου, με τις απαραίτητες για τον σκοπό μου φθορές, βγήκαν δώδεκα δρόμοι (τρόποι) τους οποίους μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί και το γνήσιο δημοτικό μας τραγούδι. Θα ήθελα να τονίσω ότι κάθε τραγούδι του “Βυζαντινού Εσπερινού” είναι γραμμένο σε ξεχωριστό δρόμο, επιπλέον, δε, έχει το καθένα από αυτά και τον δικό του ξεχωριστό ρυθμό.
Ο δίσκος περιλαμβάνει δώδεκα κομμάτια, εκ των οποίων το ένα οργανικό. Οι στίχοι ανήκουν στον Λευτέρη Παπαδόπουλο που κι εκείνος δούλεψε όσο μπόρεσε για την επιτυχία του έργου. Τέλος, δεν μπορώ να μη συγχαρώ τον Γιώργο Νταλάρα και τη Χάρι Αλεξίου που σ’ αυτό το έργο δώσανε τον καλύτερό τους εαυτό».
Τον Οκτώβρη του 2002 σε μια σειρά δίσκων με τίτλο «Οι 100 μεγάλες ηχογραφήσεις του αιώνα» έγραψα τα εξής για τον «Βυζαντινό Εσπερινό»: «Ο Απόστολος Καλδάρας, αυτός ο πολύ σπουδαίος λαϊκός συνθέτης, στη δεκαετία του ’70, που είχε αρχίσει η κυριαρχία του δίσκου μακράς διάρκειας (LP), αντί να μαζεύει κάθε φορά δώδεκα σκόρπια τραγούδια, να τα στεγάζει κάτω από έναν τίτλο και να βγάζει στη συνέχεια ένα LP, όπως έκαναν οι περισσότεροι συνάδελφοί του, ακολουθούσε αντίστροφο δρόμο: έβρισκε έναν τίτλο που προσφερόταν για το γράψιμο δώδεκα τουλάχιστον τραγουδιών και με βάση αυτό τον τίτλο προχωρούσε στην οργάνωση της δουλειάς του.
Με τη λογική αυτή έφτιαξε τη “Μικρά Ασία” και με την ίδια λογική, μου πρότεινε την ίδια εποχή να γράψω ένα LP με τίτλο “Ελληνισμός”. Μάλιστα για τον “Ελληνισμό” μού είχε πει ότι είχε συνθέσει μερικές μελωδίες, κι ακόμα πως είχε γράψει “μερικά σχεδιάσματα” στίχων.
Τελικά αυτός ο δίσκος δεν έγινε, γιατί πίστευα –και πιστεύω –ότι δεν μπορείς μέσα σε δώδεκα τραγούδια να κλείσεις την ιστορία, τη ζωή, τους θρύλους, τον αγώνα μιας χώρας και ενός λαού. Και το ίδιο πίστευα –και πιστεύω –και για τους δίσκους “Αλβανία” και “Μικρά Ασία”. Είναι τεράστια τα μεγέθη του Αλβανικού Επους και της Μικρασιατικής Καταστροφής για να περιοριστούν στα όρια δίσκων. Η “Μικρά Ασία”, όμως, είχε μια άνευ προηγουμένου επιτυχία. Πράγμα που σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός, και δη οι πρόσφυγες και τα παιδιά τους, είχαν ανάγκη απ’ αυτόν τον δίσκο, απ’ αυτά τα τραγούδια…».
Ο «Βυζαντινός Εσπερινός» έχει έναν καμπανιστό τίτλο, αλλά αυτός ο τίτλος ούτε «Μικρά Ασία» είναι ούτε «Ελληνισμός». Και επιπλέον είναι ένα σπουδαίο ντοκουμέντο πάνω στους δρόμους του λαϊκού τραγουδιού. Θα πω μερικά πράγματα σχετικά με την προϊστορία του δίσκου: Ο Καλδάρας, μετά την επιτυχία της «Μικράς Ασίας», θέλησε να κάνει και τον «Βυζαντινό Εσπερινό» με στίχους του Πυθαγόρα («Ομάδα που κερδίζει, δεν την αλλάζεις»). Ο Πυθαγόρας μάλιστα του είχε προτείνει να ερμηνεύσει τον δίσκο ο Καζαντζίδης, ο οποίος είχε βολιδοσκοπηθεί από τον ίδιο (ήσαν στενοί φίλοι) και είχε πει «ναι». Συνέβη όμως, κάτι απροσδόκητο: για λόγους που δεν γνωρίζω, Καλδάρας και Πυθαγόρας… τσακώθηκαν! Ετσι ναυάγησε η συνεργασία τους. Επόμενο ήταν να ναυαγήσει και η συνεργασία Καλδάρα – Καζαντζίδη γιατί, όπως είπα, ο Πυθαγόρας ήταν ο συνδετικός κρίκος για να πραγματοποιηθεί η δουλειά. Ετσι ο κλήρος για το γράψιμο των στίχων έπεσε σε μένα: ήρθε ένα μεσημέρι στον Χολαργό, στο σπίτι μου, ο Απόστολος, μαζί με τη νεαρή και ωραιότατη Αλεξίου, μου είπε ότι είχε γράψει δώδεκα τραγούδια για ένα έργο που θα λεγόταν «Βυζαντινός Εσπερινός», μου εξήγησε τι είχε συμβεί με τον Πυθαγόρα και με παρακάλεσε να αναλάβω εγώ τα περαιτέρω. Τηλεφώνησα αμέσως στον Πυθαγόρα –ήταν φίλος μου –του είπα τα καθέκαστα και τον ρώτησα αν μου επέτρεπε να γράψω τον «Βυζαντινό Εσπερινό». «Μα το συζητάς; Αλλωστε, εγώ δεν είχα γράψει ούτε ένα τραγούδι! Δικός σου ο δίσκος και καλή επιτυχία!»
Από την άλλη μέρα στρώθηκα στο γράψιμο. Και πρέπει να πω ότι κουράστηκα πολύ να φέρω εις πέρας το έργο μου, γιατί ο Καλδάρας ήταν βασανιστικός στο θέμα των στίχων. Πολλές φορές είχε έμμονες ιδέες. Και από τις έμμονες ιδέες δεν ξεκολλάει κανείς εύκολα. Εν πάση περιπτώσει. Πιστεύω ότι από την άποψη της μουσικής, ο «Βυζαντινός Εσπερινός» είναι ένα ιστορικό έργο. Γιατί καθένα από τα δώδεκα κομμάτια του είναι γραμμένο σε διαφορετική κλίμακα (δρόμο). Ετσι όποιος έχει αυτό το CD έχει στη διάθεσή του και όλους τους δρόμους του λαϊκού τραγουδιού: πουθενά αλλού δεν βρίσκονται συγκεντρωμένοι! Πρέπει να ακούσει κάποιος εκατοντάδες τραγούδια, για να μαζέψει σπέρματά τους από ‘δώ κι από ‘κεί! Θα πρέπει να σημειώσω ότι σε αυτόν τον συλλεκτικό πλέον δίσκο τα τραγούδια του ερμηνεύουν υπέροχα ο Νταλάρας και η Αλεξίου.
Και ο «Βυζαντινός Εσπερινός» με το δίδυμο Νταλάρα – Αλεξίου είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Μέσα σε δυόμισι μήνες είχε πουλήσει 20.168 αντίτυπα! Δεν έφτασε όμως τις πωλήσεις της «Μικράς Ασίας», που συγκίνησε, όπως είπα, όλους Μικρασιάτες και τα παιδιά τους και ξάφνιασε το ελληνικό κοινό με τη σπουδαία μουσική του Καλδάρα. Για το επίπεδο των στίχων είχα και έχω επιφυλάξεις που τις διατύπωσα πολλές φορές και στο παρελθόν. Οι δικές μου όμως επιφυλάξεις δεν έχουν καμιά σημασία. Σημασία έχει τι αποφασίζει το κοινό. Που «ψήφισε» μονοκούκι που λένε αυτόν τον δίσκο των Καλδάρα – Πυθαγόρα. Και θα πρέπει εδώ να σημειώσω ότι σε ένα χρονογράφημά του στο «Βήμα» (31/8/72) ο Παύλος Παλαιολόγος, έγραψε για τη «Μικρά Ασία»: «”Μικρά Ασία” ο τίτλος. Του Καλδάρα η μουσική, του Πυθαγόρα οι στίχοι, του Νταλάρα και της Αλεξίου το τραγούδι. Δεν είναι Σεφέρηδες, Σικελιανοί και Παλαμάδες. Ούτε μουσουργοί με παγκοσμιότητα που δονούν το πεντάγραμμο. Ναι, αλλά στις στροφές του δίσκου είμαστ’ εμείς, είναι ο πόνος, ο καημός, το βογκητό του λαού. Μαζί μ’ αυτό και η βαθύτατη ανθρωπιά (…). Δόξες του έθνους, μεγάλοι ποιητές, ακαδημαϊκοί και Νομπέλ σας στρώνω δάφνες για να περάσετε. Συμπαθάτε μας όμως όταν σας λέμε ότι η δική σας λύρα με τους υψηλούς φθόγγους δεν ράγισε την ψυχή της μάζας όσο οι απλοϊκοί αυτοί στίχοι και τα λαϊκά μοτίβα που γυρίζουν με τις στροφές ενός δίσκου».
Γράφτηκαν πολλά και για τον «Βυζαντινό Εσπερινό». Δεν θέλω να τα επαναλάβω. Αρκούμαι μόνο σε μια παράγραφο από ένα κείμενο που διάβασα γι’ αυτό το έργο πρόσφατα στο μουσικό περιοδικό «Μετρονόμος»: «… Εν κατακλείδι νομίζουμε πως πρόκειται για έναν από τους πιο ολοκληρωμένους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Πλούσιος μουσικά, στιχουργικά και ερμηνευτικά. Πολύ σπάνια θα τύχει να δημιουργηθεί δίσκος (ή έστω τραγούδι) που να μην πάσχει σε κάποιον από τους τρεις τομείς».