Ηταν 20 Μαρτίου 1991. Η βιόλα του σπουδαίου ρώσου δεξιοτέχνη Γιούρι Μπασμέτ έβαζε νότες για πρώτη φορά στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής, που σήμερα λέγεται Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης. Η αίθουσα ήταν, πράγματι, εκπληκτικής ακουστικής –ό,τι καλύτερο είχε κατασκευαστεί εκείνη την εποχή, με τεχνολογία καινούργια που θα την υιοθετούσε κατόπιν η νέα γενιά αιθουσών της Ευρώπης.
Ηταν γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι ο Χρήστος Λαμπράκης είχε επιστατήσει σε όλη τη διάρκεια των εργασιών, παρακολουθώντας το έργο σε κάθε του λεπτομέρεια, συχνά επιλέγοντας και ορισμένα υλικά ο ίδιος! Εξού και όταν, αργότερα, έρχονταν μεγάλες προσωπικότητες στο Μέγαρο, λ.χ. ο Φρανσουά Μιτεράν ή και οι διάσημοι μαέστροι που πέρασαν –όλοι! –από το τεχνολογικό θαύμα της Αθήνας, τους ξεναγούσε προσωπικά. Ηξερε όλα τα μικρά μυστικά που συνέθεταν αυτό το έργο, και ήξερε να εξηγήσει το γιατί το Μέγαρο ήταν πια ένα από τα μεγάλα αξιοθέατα της Αθήνας.
Σήμερα συμπληρώνονται τρία χρόνια από τον θάνατο του εκδότη και λάτρη της Μουσικής που έκανε τη δημιουργία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σκοπό ζωής και προσωπικό όραμα, προσβλέποντας σε έναν «πυρηνικό αντιδραστήρα Πολιτισμού». Το κράτος ανέλαβε το κόστος κατασκευής για το κτίριο που πολλοί –και στο εξωτερικό –ονόμασαν «ελληνικό Ναό των Μουσών» και την τακτική του επιχορήγηση. Ιδιώτες χορηγοί ανέλαβαν το πρόσθετο κόστος έλευσης ξένων καλλιτεχνών και, κάπως έτσι, με την καθοδήγηση ενός ανθρώπου όπως ο Χρήστος Λαμπράκης που διέθετε γνώση, κύρος και διεθνείς επαφές, μπόρεσε η Αθήνα να δει, μέσα σε μια εικοσαετία, την πλειονότητα των μεγάλων αστεριών της όπερας, των μεγαλύτερων μαέστρων και ορχηστρών στον κόσμο.
Και κάτι ακόμη σημαντικό για μία χώρα που δεν είχε παράδοση στην λεγόμενη κλασική –ή λόγια –μουσική και στους χώρους της: πάνω από δέκα εκατομμύρια επισκέπτες έχουν παρακολουθήσει μέχρι σήμερα τις εκδηλώσεις του. Και αυτό χωρίς να περιλαμβάνονται οι χιλιάδες που κατά καιρούς κατέκλυσαν τους χώρους του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στις λεγόμενες «Μεγάλες Ημέρες» (άλλοτε για κρουστά, άλλοτε για τζαζ, άλλοτε με Μότσαρτ) κατά τις οποίες άνοιγε σε ακόμη ευρύτερο κοινό. Ούτε εκείνους που σχημάτισαν ουρές ώς το πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας για να ακούσουν π.χ., στο πλαίσιο του προγράμματος Megaron Plus, τους συγγραφείς – σταρ Πάολο Κοέλιο και Ιρβιν Γιάλομ.
Χάρη στο Μέγαρο, το αθηναϊκό κοινό είχε την τύχη να προλάβει να δει στη σκηνή καλλιτέχνες μύθους, πριν εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν ο ρώσος βιολοντσελίστας και μαέστρος Μστισλάφ Ροστροπόβιτς, ο σοβιετικός πιανίστας Σβιατοσλάφ Ρίχτερ, ο αμερικανός βιολονίστας Αϊζακ Στερν, ο αμερικανός βιολονίστας και μαέστρος Γεχούντι Μενουχίν, οι ιταλοί μαέστροι Κάρλο Μαρία Τζουλίνι και Τζουζέπε Σινόπολι, οι δικοί μας Ιάννης Ξενάκης και Μάνος Χατζιδάκις.
Αλλους, που ακόμα μεσουρανούν, τους είδε στην ακμή τους: τους μαέστρους Κλάουντιο Αμπάντο, Ρικάρντο Μούτι, Σάιμον Ρατλ, Κουρτ Μαζούρ, Ζούμπιν Μέτα, Βαλέρι Γκεργκίεφ, Σέιζι Οζάουα, Μάρις Γιάνσονς, Τζον Ελιοτ Γκάρντινερ, Λορίν Μααζέλ, Νικολάους Αρνονκούρ και περίπου όλους τους άλλους μεγάλους μαέστρους της εποχής μας να διευθύνουν ορχήστρες μεγαθήρια όπως οι Φιλαρμονικές του Βερολίνου, της Βιέννης, της Νέας Υόρκης, της Σκάλας του Μιλάνου, όπως η Συμφωνική του Λονδίνου, η Φιλαρμόνια.
Είδε επίσης πολύ μεγάλους σολίστ, όπως τους πιανίστες Ράντου Λούπου, Μαουρίτσιο Πολίνι, Αλντο Τσικολίνι, τους τενόρους Γιόνας Κάουφμαν, Μαρτσέλο Αλβαρες, τη χορεύτρια Σιλβί Γκιλέμ, που άλλαξε την εικόνα της σύγχρονης μπαλαρίνας, σπουδαίους τζαζίστες όπως οι Κιθ Τζάρετ, Τσικ Κορία, Χέρμπι Χάνκοκ.
Χαρακτηριστικό του κύρους του Μεγάρου ήταν ότι εκεί έγιναν και ζωντανές ηχογραφήσεις όπως των Μικρούτσικου – Γκάρι Μπάρτον από τη θρυλική δισκογραφική της τζαζ Blue Note όσο και πολλές ακόμη άλλων διάσημων δισκογραφικών εταιρειών, από την Deutsche Grammophon μέχρι τη Naxos.
Και βέβαια ανέβηκαν παραγωγές όπερας διεθνούς βεληνεκούς με υπογραφές όπως των Ρόμπερτ Γουίλσον, Τζόρτζιο Στρέλερ, Λούκα Ρονκόνι, Μίχαελ Χάμπε και του Πιερ Λουίτζι Πίτσι, στις οποίες μετείχαν φωνές όπως των Αγνής Μπάλτσα, Χοσέ Κούρα, Τζουν Αντερσον, Αννα Τόμοβα Σίντοβ, Χίλντεγκαρντ Μπέρενς.
Οι μεγάλες στιγμές είναι πολλές: μόνο πρόχειρα μπορεί κανείς να θυμηθεί τον στιβαρό Κύκλο Ηλέκτρα, με όπερα, θέατρο, κινηματογράφο, την ανάλυση με κάθε τρόπο και μέσο του φαινομένου Μότσαρτ στον ανάλογο Κύκλο, το άνοιγμα και στη λαϊκή μουσική αλλά και σε μεικτά θεάματα ακροάματα μέσα από το πρόγραμμα «Γέφυρες» (που αρχικά διηύθυνε ο Θάνος Μικρούτσικος, δίνοντας τη σκυτάλη στον Δημήτρη Μαραγκόπουλο).
Ακόμη: την Αγνή Μπάλτσα να αποθεώνεται ως Σαντούτσα στην «Καβαλερία Ρουστικάνα», τη «Λυσιστράτη» του Μίκη Θεοδωράκη, τη Μελίνα ως μαινόμενη Κλυταιμνήστρα στο γκαράζ (στον «Πυλάδη» του Γιώργου Κουρουπού), τη συνεργασία με το Κέντρο Πομπιντού σε εκθέσεις, παραστάσεις και δραστηριότητες για παιδιά, τη Σιλβί Γκιλέμ να χορεύει σε χορογραφίες Μορίς Μπεζάρ, την «Επιστροφή της Ελένης» του Θάνου Μικρούτσικου σε λιμπρέτο του ίδιου του Χρήστου Λαμπράκη, την «Οπερα των Σκιών» του Νίκου Μαμαγκάκη.
Στο Μέγαρο πρωτοείδαμε τον Λεωνίδα Καβάκο (ως σολίστ της ΚΟΑ), που σήμερα είναι παγκοσμίου φήμης βιολονίστας, αλλά και τους Δημήτρη Σγούρο και Γιάννη Τσιτσελίκη. Εκεί είδαμε και τη σπουδαία έκθεση με τα τροφαντά γλυπτά του Μποτέρο. Αλλά και, πέρυσι, το εντυπωσιακό ανέβασμα του έργου «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» των Μπρεχτ και Βάιλ, από τους Καταλανούς Fura Dels Baus, σε μία από τις μεγάλες διεθνείς συμπαραγωγές του ΟΜΜΑ, στη συγκεκριμένη περίπτωση με το Τεάτρο Ρεάλ της Μαδρίτης.
Μεγάλη ανταπόκριση υπήρξε και στις παράλληλες εκδηλώσεις και δράσεις του Μεγάρου. Το άνοιγμα του κήπου ξεπέρασε κάθε προσδοκία, με χιλιάδες κόσμο να παρακολουθεί καθισμένος στο χορτάρι είτε σε γιγαντοοθόνη τον Ρικάρντο Μούτι να διευθύνει είτε ζωντανά εκδηλώσεις ποίησης. Και βέβαια μεγάλη επιτυχία έχει και η πολυθεματική σειρά Megaron Plus. Πολύς κόσμος ήρθε να δει και να ακούσει διεθνείς προσωπικότητες όπως ο αμερικανός αντιπρόεδρος Αλ Γκορ, οι αρχιτέκτονες Ζάχα Χαντίντ, Ρέντσο Πιάνο, Ρεμ Κούλχας, πολιτικούς όπως οι Ρομάνο Πρόντι, Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, Σεγκολέν Ρουαγιάλ.
Στο Μέγαρο «γεννήθηκε» και ανδρώθηκε και μία ορχήστρα, η Καμεράτα, η οποία συνέβαλε και στο σημαντικό εκπαιδευτικό έργο του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στο οποίο πολλά επένδυε ο πρόεδρός του Χρήστος Λαμπράκης, όπως και ο νυν πρόεδρος του ΟΜΜΑ Ιωάννης Μάνος, που έχει στόχο το άνοιγμα του Μεγάρου και σε ευρύτερο κοινό και σε περισσότερους τομείς. Πέρα από ερευνητικά προγράμματα (π.χ. για την παραδοσιακή μουσική της Θράκης), το λιθαράκι της σε αυτό τον τομέα έβαλε και η Καμεράτα με εκπαιδευτικές συναυλίες και προγράμματα για τα σχολεία όλης της Ελλάδας αλλά και με τη δημιουργία Καμεράτας Τζούνιορ, με λιλιπούτειους μουσικούς, δίνοντας παράλληλα και «Ισες ευκαιρίες» στο πλαίσιο ομώνυμου προγράμματος σε μουσικά ταλέντα από όλη τη χώρα.