Εξω πέφτει χιονόνερο. Το θερμόμετρο λίγο θέλει για να πέσει κάτω από το μηδέν. Στους φούρνους όμως του εργοστασίου φωταερίου η θερμοκρασία ξεπερνά τους 70 βαθμούς Κελσίου. Τα μηχανικά φτυάρια γεμίζουν με ακριβείς κινήσεις τα κορνούτα – τις μεγάλες υποδοχές βάθους έως και 3 μ. με λιθάνθρακα. Οι εργάτες με γρήγορες κινήσεις τα αδειάζουν λίγο αργότερα ώστε να μη γίνει ανάφλεξη. Πολλοί δεν αντέχουν περισσότερο από μία ημέρα δουλειάς. Και η πινακίδα «Ζητούνται εργάται», στην είσοδο, δεν καταβαίνει σχεδόν ποτέ. Ολα τούτα συνέβαιναν στην πρώτη μονάδα παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα και δεύτερο παλαιότερο εργοστάσιο της Αθήνας – μετά το μεταξουργείο Δουρούτη – στο εργοστάσιο φωταερίου, το 1857 που ιδρύθηκε.

Σήμερα, 156 χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας του και αφού πέρασε 14 χρόνια ως στέκι για πολιτιστικές εκδηλώσεις χωρίς να προβάλλει την πραγματική του ταυτότητα, το εργοστάσιο, που ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα του Οθωνα και παραχωρήθηκε στον γάλλο επιχειρηματία Φραγκίσκο Φεράλδη, μετατρέπεται στο πρώτο βιομηχανικό μουσείο της Αθήνας και ετοιμάζεται να προσφέρει μια ακόμη αφορμή για επίσκεψη, καθώς ο χώρος για τον οποίο μιλάμε είναι η Τεχνοπόλις του Δήμου Αθηναίων.

Ενα ευρώ θα είναι αρκετό για όσους θελήσουν να περπατήσουν στα 25 στρέμματα που κάλυπτε το εργοστάσιο και να κάνουν ένα ταξίδι στον χρόνο, καθώς σώζεται περισσότερο από το 90% του αρχικού του εξοπλισμού, μέρος του οποίου θα λειτουργεί.

«Η τεχνολογία παραγωγής δεν άλλαξε από τη δεκαετία του 1920 κι έτσι διασώθηκε σε μεγάλο βαθμό ο μηχανολογικός εξοπλισμός του 19ου αιώνα, γεγονός που το διαφοροποιεί από αντίστοιχα της Ευρώπης», λένε στα «ΝΕΑ» η αρχιτέκτονας-μουσειολόγος Ερατώ Κουτσουδάκη και η αρχαιολόγος-μουσειολόγος Μαρία Φλώρου, που εργάστηκαν για την τελική εικόνα του μουσείου. Εκεί που σήμερα ο νεαρόκοσμος απολαμβάνει τις συναυλίες των αγαπημένων του συγκροτημάτων – στην αυλή – στοιβαζόταν ο λιθάνθρακας που εισαγόταν για την παραγωγή του φωταερίου, το οποίο έγινε αιτία να καταργηθούν τα λαδοφάναρα και η Αθήνα να πάρει «χρώμα» ευρωπαϊκής μεγαλούπολης.

Λίγο πιο πέρα, τα στόμια των φούρνων «ζωντανεύουν». Αλλοτε με παιχνίδια φωτός, άλλοτε επειδή πάνω τους προβάλλονται σκηνές από τη λειτουργία του εργοστασίου τη δεκαετία του ’50 κι άλλοτε «μιλούν» με τις φωνές των εργαζομένων και των κατοίκων του υποβαθμισμένου τότε Γκαζοχωρίου.

Ανθρακείς, θερμαστές και διευθυντές έχουν τη θέση τους στο μουσείο. Παίζουν κρυφτό μέσα από τα πορτρέτα τους, που πρέπει να ανακαλύψουν οι επισκέπτες, και παρουσιάζουν την καθημερινότητά τους μέσα από τα εργαλεία της δουλειάς τους κάτω από τις εμβληματικές καμινάδες.

Δίπλα οι 168 σωλήνες που το φωταέριο ψυχραινόταν χάρη στο νερό του Ηριδανού, για να καθαριστεί μετά με υδρόθειο μέσα σε δεξαμενές με χώμα – από τα δυσκολότερα πόστα του εργοστασίου – και να μετρηθεί στα ειδικά μηχανήματα με τα εντυπωσιακά νεοκλασικά σχέδια(!) για να καταλήξει στον χώρο διανομής, καθώς το δίκτυο κάλυπτε από το Παγκράτι έως τον Κηφισό και από το Παλαιό Φάληρο έως τα Ιλίσια. Οσο για τους τεράστιους μαύρους μεταλλικούς σκελετούς που υψώνονται στο πλάι της Πειραιώς, δεν είναι παρά οι χώροι φύλαξης του φωταερίου.