Σήμερα συμπληρώνονται 50 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης των Ηλυσίων. Με αυτή τη Συνθήκη για τη Γαλλογερμανική Συνεργασία ο Κόνραντ Αντενάουερ και ο Σαρλ ντε Γκολ θεμελίωσαν τη γαλλογερμανική φιλία, μια φιλία που είναι μοναδική διεθνώς όσον αφορά το εύρος και την πυκνότητα των επαφών. Δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις των δύο κρατών που συνεργάζονται στενά. Η γαλλογερμανική συνεργασία είναι επίσης η συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών και των απλών ανθρώπων ένθεν κακείθεν του Ρήνου.
Μισό αιώνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Ηλυσίων η γαλλογερμανική συνεργασία θεωρείται πλέον κάτι φυσιολογικό. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η συνεργασία αυτή αποτέλεσε από πολλές απόψεις μια επαναστατική στροφή στην ιστορία των δύο χωρών. Αυτή οφείλεται αρχικά στους άνδρες και στις γυναίκες που είχαν τότε το θάρρος να κοιτάξουν μπροστά και να διδαχθούν από τις εμπειρίες του φρικτού παρελθόντος για ένα καλύτερο μέλλον. Χωρίς το όραμά τους για έναν καλύτερο, πιο ειρηνικό κόσμο, χωρίς την αποφασιστικότητά τους να μετατρέψουν το όραμά τους σε πραγματικότητα, εμείς οι επόμενες γενεές δεν θα ζούσαμε τόσες δεκαετίες τώρα με ειρήνη. Ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Γερμανοί ούτε συνολικά οι Ευρωπαίοι.
Για αυτό τον λόγο η γαλλογερμανική συμφιλίωση θεωρείται σημαντικό γεγονός της μεταπολεμικής ιστορίας της Ευρώπης. Ωστόσο η συμφιλίωση δεν είναι μια αφηρημένη έννοια για τα βιβλία της Ιστορίας. Παραμένει ακόμα και σήμερα επίκαιρη στην ευρωπαϊκή καθημερινότητα. Συμβολίζει το επιτυχημένο παράδειγμα μιας πορείας μέσα στον χρόνο που εξελίχθηκε από την αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δύο χωρών σε συνεννόηση σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς, μια συνεργασία προς όφελος και για το καλό των δύο χωρών αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η γαλλογερμανική συμφιλίωση εκδηλώθηκε ιδιαίτερα με τις αδελφοποιήσεις των πόλεων και τις ανταλλαγές γερμανών και γάλλων νέων. Το Γαλλογερμανικό Γραφείο Νεότητας συνέταξε με υποδειγματικό τρόπο ένα κοινό βιβλίο Ιστορίας (ένα γαλλογερμανικό βιβλίο Ιστορίας). Ετσι κατέστη δυνατόν να παραμεριστούν επιτέλους οι παλιές προκαταλήψεις από τη σύγκρουση και την έχθρα του παρελθόντος και να καλλιεργηθεί το έδαφος για ένα καλύτερο και κοινό μέλλον, ανεξαρτήτως των πολιτισμικών, γλωσσικών και άλλων διαφορών μεταξύ των λαών μας.
Η γαλλογερμανική φιλία αποδεικνύει σε όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν συνθήκες έντασης ή ακόμα και πολεμικές συγκρούσεις με τα γειτονικά τους κράτη, ακόμα και στη δική μας ήπειρο, ότι οι συγκρούσεις δεν αποτελούν οπωσδήποτε αναπόφευκτο πεπρωμένο και ότι με επιμονή και με πολιτική βούληση είναι δυνατή η μεταστροφή στην ειρήνη και στη φιλία. Η γαλλογερμανική συνεργασία βρίσκεται στον πυρήνα μιας Ευρώπης που ενοποιείται ολοένα και περισσότερο. Μιας Ευρώπης που, ως χώρος ειρήνης και δημοκρατίας, κράτους δικαίου και σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, μας φαίνεται στο μεταξύ οικεία όσο και αυτονόητη. Η γαλλογερμανική φιλία αποτέλεσε την απαρχή του μεγάλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος, με το οποίο κατορθώσαμε ύστερα από δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους και την ερήμωση που επέφερε ένα καταστροφικό και βίαιο καθεστώς να διασπάσουμε τον φαύλο κύκλο του μίσους, της βίας και των αντιποίνων με τα μέσα της συμφιλίωσης, της συνεργασίας και του διαλόγου. Ετσι η επέτειος αυτή δεν είναι μόνο ένα γαλλογερμανικό γεγονός, αλλά επιπλέον ένα ευρωπαϊκό γεγονός. Για αυτό και θέλουμε να το γιορτάσουμε μαζί με τους έλληνες φίλους μας.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της γαλλογερμανικής συμφιλίωσης και της ευρωπαϊκής ιδέας και διατύπωσε το όραμά του στις 9 Μαΐου 1950, δηλαδή ακριβώς πέντε χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως εξής:
Η Ευρώπη δεν μπορεί να συγκροτηθεί με μία και μοναδική κίνηση ούτε με μια απλή συνένωση. Θα αναδυθεί μέσα από συγκεκριμένα γεγονότα, που θα δημιουργηθούν από μια αλληλεγγύη των πράξεων. Η ένωση των ευρωπαϊκών εθνών προαπαιτεί την εξάλειψη της προαιώνιας αντιπαλότητας μεταξύ της Γερμανίας και της Γαλλίας. Το εγχείρημα που αρχίζει πρέπει να περιλαμβάνει πρωτίστως τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Τα λόγια αυτά δεν έχουν χάσει έως σήμερα τη δύναμη και τη σημασία τους. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει «κατασκευαστεί» και δεν είναι «ολοκληρωμένη». Η εμβάθυνσή της βρίσκεται μπροστά μας και πρέπει να την ισχυροποιήσουμε ώστε να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης χρέους. Η εμβάθυνση δεν πρέπει ωστόσο να είναι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική. Το διακύβευμα εδώ δεν είναι το κοινό μας νόμισμα αλλά οι κοινές μας αξίες. 50 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Ηλυσίων τα γεγονότα στην Ευρώπη και στον κόσμο επιβεβαιώνουν ότι χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη.
Η επιστροφή στα στενά εθνικά όρια, κάτι που σε περιόδους κρίσης μοιάζει συχνά με βολική διέξοδο, στην πραγματικότητα οδηγεί σε αδιέξοδο. Πλέον, οι παλιές συνταγές έχουν ξεπεραστεί. Καμία χώρα δεν μπορεί να αντεπεξέλθει μόνη της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των ιδεών και των προτύπων διαβίωσης. Το γεγονός ότι η Ευρώπη κατόρθωσε έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους, που επέφεραν την απόλυτη καταστροφή, να αντλήσει νέα ελπίδα και να δεσπόζει σήμερα ως το πρότυπο ειρηνικής συνύπαρξης κρατών σε έναν ενιαίο χώρο ελευθερίας και δημοκρατίας, το οφείλουμε στη μεγάλη ευρωπαϊκή ιδέα, στις απαρχές της οποίας υπήρξε η γαλλογερμανική φιλία.
Εμείς οι Ευρωπαίοι μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για ετούτο τον απολογισμό. Για πολλούς ευρωπαίους πολίτες η επιτυχία αυτή, εν μέσω της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους, μοιάζει να μην έχει χειροπιαστά οφέλη. Πρέπει να ξεπεράσουμε αυτή την κατανοητή ανασφάλεια. Οι ενίοτε έντονες αντιπαραθέσεις για τον σωστό δρόμο που θα μας βγάλει από την κρίση του κοινού μας νομίσματος, δεν πρέπει να θολώνουν το βλέμμα μας όσον αφορά την επιτυχημένη πορεία της Ευρώπης. Η Ευρώπη δεν είναι το πρόβλημα αλλά η λύση. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Η ομοσπονδιακή Καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ το διατύπωσε στις 10 Δεκεμβρίου 2012, επ’ ευκαιρία της απονομής του Βραβείου Νομπέλ Ειρήνης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ως εξής:
«… το ευρώ είναι κάτι παραπάνω από ένα νόμισμα, γιατί το διακύβευμα παραμένει εντέλει πάντα και πρωτίστως η πρωταρχική ιδέα, η ιδέα της Ευρώπης ως μιας κοινότητας ειρήνης και κοινών αξιών. Εξι δεκαετίες ειρήνης στην Ευρώπη είναι μεγάλο διάστημα για εμάς που ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ωστόσο για την παγκόσμια ιστορία είναι μόνο το κλάσμα ενός δευτερολέπτου. Για αυτό και δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ ότι για αυτή την ειρήνη, για τη δημοκρατία και την ελευθερία πρέπει να εργαζόμαστε, να μοχθούμε και να προσπαθούμε κάθε φορά εκ νέου».
Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ υπογράμμισε στο πλαίσιο της εκδήλωσης μνήμης για τη Γαλλογερμανική Συμφιλίωση στις 8 Ιουλίου 2012 στη Ρεμς: «Οι χώρες μας είναι οι ιδρυτές πατέρες της σημερινής Ευρώπης, της οποίας και μόνο η ύπαρξη συμβολίζει μια εξαιρετική νίκη της ειρήνης επί της βίας, μια νίκη της δύναμης της θέλησης επί της υποταγής στη μοίρα, μια νίκη της ένωσης επί του εθνικισμού. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στην Ευρώπη δεν είναι πλέον το ερώτημα της ανασυγκρότησης αλλά αυτό της αλλαγής: της μετάβασης από έναν κόσμο σε έναν άλλο, από τη μια κοινωνία στην επόμενη, από τη μια εποχή στην επόμενη εποχή, μια βιομηχανική, οικολογική και ενεργειακή αλλαγή, για την οποία πρέπει να προετοιμαστούμε μαζί».
Η 50ή επέτειος της Συνθήκης των Ηλυσίων στέλνει λοιπόν μήνυμα προς όλους τους Ευρωπαίους, ως εκ τούτου και στους έλληνες εταίρους μας: ότι η ενωμένη Ευρώπη αποτελεί το κοινό μέλλον μας και ότι από τις 22 Ιανουαρίου 1963 και ύστερα η αλληλεγγύη δεν αποτελεί κενό σύνθημα. Διότι η Ευρώπη δεν είναι ένα αφηρημένο αλλά ένα ζωντανό ιδανικό, το οποίο έχει πάντα να προσφέρει κάτι στους ανθρώπους, πόσω μάλλον σε καιρούς κρίσης.
Υπό αυτή την έννοια, η Γερμανία και η Γαλλία υποστήριξαν την Ελλάδα από την αρχή της κρίσης σε μέγιστο βαθμό –και όχι μόνο οικονομικά. Ειδικοί και πραγματογνώμονες από τις δύο χώρες μας και από πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη εργάζονται μαζί με τους έλληνες εταίρους ώστε να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις ελληνικές προτεραιότητες. Μια ισχυρή Ευρώπη χρειάζεται μια ισχυρή Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό η επιτυχία της πορείας αυτής βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού μας ενδιαφέροντος. Ακόμα και αν το 2013 η Ελλάδα και οι ευρωπαίοι εταίροι αναμένουν μεγάλες προκλήσεις, είμαστε αισιόδοξοι: η Ευρώπη έχει ξεπεράσει πολλές κρίσεις. Και από αυτήν θα βγει ενισχυμένη.