Μπράιαν Ντουμάουα
Στην πόρτα του δωματίου του έχει τοποθετήσει αυτοκόλλητα του Παναθηναϊκού. Στα ράφια του γραφείου του ακουμπάει ένα σχολικό βιβλίο για την Ιστορία της Τέχνης. Στο πορτοφόλι του δεν έχει ελληνική ταυτότητα. Ο Μπράιαν Ντουμάουα, τελειόφοιτος Επαγγελματικού Λυκείου στα Πατήσια, γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ. Δεν έχει ταξιδέψει ποτέ πέρα από τα ελληνικά σύνορα, δεν γνωρίζει άλλη μητρική γλώσσα. Αν και συμπληρώνει 18 χρόνια συνεχούς παρουσίας στην Ελλάδα, στα χαρτιά δεν ανήκει εδώ. Είναι ένα από τα χιλιάδες μετέωρα παιδιά μεταναστών. «Είμαι ένας Ελληνας σε σώμα Φιλιππινέζου», λέει.
Οι γονείς του μετανάστευσαν στην Ελλάδα από τις Φιλιππίνες πριν από 28 χρόνια. Απέκτησαν πέντε παιδιά στην Αθήνα. Σήμερα τα τέσσερα αδέλφια και ο πατέρας του Ντουμάουα έχουν επιστρέψει στην Ασία. Ζει με τη μητέρα του η οποία εργάζεται ως οικιακή βοηθός. Στο σπίτι μιλούν μόνο ελληνικά. Αλλωστε, όπως έχει καταγράψει πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, το 53,3% των μεταναστών δεύτερης γενιάς δεν έχουν καλή γνώση της γλώσσας της χώρας καταγωγής τους. «Θεωρώ την Ελλάδα πατρίδα μου», λέει. «Δεν ήταν επιλογή μου το πού θα γεννηθώ, αλλά μ’ αρέσει εδώ. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά με Ελληνες, κάνω παρέα με Ελληνες, μοιράζομαι την ίδια νοοτροπία. Δεν έχω όμως ίσα δικαιώματα», προσθέτει.
Τερκίτα Ζλίμα
«Εγώ θέλω να είμαι Ελληνίδα γιατί εδώ γεννήθηκα», λέει η μαθήτρια δημοτικού Τερκίτα Ζλίμα. Η μητέρα της, Πιρέτα, ήρθε από την Αλβανία στην Αθήνα όταν ήταν 13 ετών. Σπούδασε χρηματοοικονομικά και απέκτησε την κόρη της το 2004. Και οι δύο καλούνται να ανανεώνουν την άδεια παραμονής τους σχεδόν κάθε δύο χρόνια. «Στην Αλβανία πάμε μόνο για διακοπές. Η μικρή δεν έχει αίσθηση ακόμα του τι πραγματικά συμβαίνει. Δεν έχω μιλήσει στο παιδί μου για τα χαρτιά της και τη διαδικασία που απαιτείται, αλλά προβληματίζομαι τι θα γίνει αργότερα, όταν μεγαλώσει», λέει η Πιρέτα.
Μαρία
Δεν ήθελε να δώσει το πραγματικό της όνομα ή να δείξει το πρόσωπό της. Ζήτησε να την αποκαλέσουμε Μαρία. Οι γονείς της ήρθαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τη Γκάνα το 1977. Εζησαν μερικά χρόνια εδώ, επέστρεψαν στην πατρίδα τους και γύρισαν αργότερα στην Αθήνα με την ενός έτους κόρη τους. «Δεν ένιωσα την απόρριψη με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας», λέει η 28χρονη που διαθέτει άδεια παραμονής και όχι την ελληνική ιθαγένεια, παρότι μεγάλωσε, σπούδασε και εργάζεται εδώ. «Την απόρριψη την ένιωσα στα 19 μου. Οταν βγήκε απόφαση απέλασής μου γιατί δεν με είχαν φέρει ως βρέφος οι γονείς μου με σπουδαστική βίζα… Τότε ένιωσα ότι βρίσκομαι σε μια χώρα που δεν με θέλει», λέει.
Για τη Μαρία το γεγονός ότι στερείται της ελληνικής ιθαγένειας την έχει επηρεάσει επαγγελματικά. Εχασε μια ευκαιρία δουλειάς στο αντικείμενό της ως κοινωνική λειτουργός. Δεν μπορεί εύκολα να πραγματοποιήσει μεταπτυχιακό στην Ευρώπη. Στη σχολή που ήθελε να πάει οι πολίτες άλλων ηπείρων έπρεπε να καταβάλλουν διπλάσια δίδακτρα. «Την αγαπάω την Ελλάδα. Είναι ο τόπος όπου μεγάλωσα. Ξέρω μόνο την ελληνική Ιστορία και όχι αυτήν της χώρας καταγωγής μου. Νιώθω αδικημένη» λέει. «Ποιος είναι τελικά έλληνας πολίτης; Στους Ολυμπιακούς Αγώνες έγιναν Ελληνες ακόμα και αθλητές που δεν μιλούσαν τη γλώσσα μόνο και μόνο για να αγωνιστούν. Εχω φίλους Ελληνες που είναι άθεοι ή καθολικοί. Εγώ είμαι χριστιανή ορθόδοξη. Η θρησκεία δεν είναι το θέμα. Η γλώσσα δεν είναι το θέμα. Πόσα χρόνια πια να παλεύω για κάτι που δικαιωματικά μου ανήκει;»
Κώστας Μαφούτα
Αισθάνθηκε άβολα πρώτη φορά στα 18 του. Τότε κατάλαβε ότι διαφέρει από τους συνομήλικούς του. «Ηταν το 2001. Επαιζα μπάλα μαζί με φίλους σε μια πλατεία της Αθήνας. Καλοκαίρι, ξημερώματα. Κάναμε φασαρία και ήρθε η Αστυνομία. Μόνο σ’ εμένα πέρασαν χειροπέδες και με οδήγησαν στο Τμήμα», λέει ο Κώστας Μαφούτα. Γεννήθηκε στο Κονγκό και ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν δύο ετών. «Για εμένα η ταυτότητα δεν είναι ταξιδιωτικό έγγραφο. Είναι συνειδητή η επιλογή να την αποκτήσω. Δεν έχω επαφή με τη χώρα καταγωγής των γονιών μου. Θεωρώ την Ελλάδα πατρίδα μου», τονίζει.
Παρότι είχε δώσει Πανελλαδικές Εξετάσεις και είχε εγγραφεί στην ΑΣΟΕΕ, στα 18 του ήταν για την ελληνική Πολιτεία παράνομος. Ο δημόσιος υπάλληλος που είχε αναλάβει τον φάκελό του αρνιόταν να προχωρήσει τη διαδικασία για έκδοση άδειας παραμονής. «Δυστυχώς, για το παιδί σας ο νόμος δεν προβλέπει τίποτα», είχε πει στους γονείς του Μαφούτα. Τους συμβούλεψε να πάει ο γιος τους στο Κονγκό, να βγάλει σπουδαστική βίζα και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο νόμος υπήρχε. Ο υπάλληλος όμως αρνιόταν, σύμφωνα με τον Μαφούτα, να τον εφαρμόσει. «Επί ενάμιση χρόνο δεν είχα άδεια παραμονής αν και είχα εγγραφεί κανονικά πρωτύτερα στο πανεπιστήμιο και σπούδαζα. Είχα απολυτήριο λυκείου, ήμουν φοιτητής, αλλά ήμουν στην παρανομία», λέει. Χρειάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια δικηγόρου για να λυθεί η υπόθεσή του.
Οικογένεια Κατρινιέσκου
Η 4χρονη Αθηνά και ο 9χρονος Αριστοτέλης γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Η μεγαλύτερη αδερφή τους, Δήμητρα, γεννήθηκε στη Μολδαβία. «Ηθελα να δώσω στα παιδιά μου αρχαιοελληνικά ονόματα», λέει η μητέρα τους, Βερόνικα Καρπ, που μετανάστευσε στην Ελλάδα το 1999.
«Εψαχνα στην Ιστορία να βρω ποιο ακούγεται πιο ωραία. Θυμάμαι ότι παιδεύτηκα μέχρι να αποφασίσω για τον Αριστοτέλη. Ηθελα τα παιδιά μου να έχουν κάτι ελληνικό ακόμα κι αν χρειαστεί να φύγουν κάποτε από τη χώρα».
Τα δύο μικρά αδέλφια δεν μπορούν όμως να φανταστούν τη ζωή τους μακριά από την Ελλάδα. Η οικογένεια αγόρασε σπίτι και οι δύο γονείς εργάζονται. Η ζωή τους εδώ δεν θυμίζει τα δύσκολα χρόνια της κατάρρευσης του πρώην ανατολικού μπλοκ. «Μαμά, εσύ μπορείς να γυρίσεις πίσω. Εγώ δεν φεύγω από εδώ», λέει ο Αριστοτέλης στη μητέρα του. «Πιάνουν εύκολα φιλίες τα παιδιά, δεν έχουν πρόβλημα. Φοβάμαι τι θα γίνει όμως όταν μεγαλώσουν», τονίζει η κ. Καρπ.
Οικογένεια Αμπντελχαμίντ
Ο Χισάμ Αμπντελχαμίντ, ο πατέρας του 14χρονου Αχμέντ, της 10χρονης Χότα και της 6χρονης Σορούκ, είναι κάτοχος άδειας παραμονής αορίστου χρόνου. Τα παιδιά του, αν και γεννήθηκαν στην Ελλάδα, θα πρέπει στα 18 τους να ανανεώσουν τα δικά τους έγγραφα διαμονής. Πέρυσι ο πατέρας τους είχε καταθέσει τα χαρτιά βάσει του νόμου Ραγκούση για την απόκτηση της ιθαγένειας. Κάθε φάκελος κόστιζε πάνω από 240 ευρώ, καθώς απαιτούνταν πολλά έγγραφα και επίσημες μεταφράσεις επικυρωμένες από δικηγόρο.
Του πήρε τέσσερις μήνες για να τα συγκεντρώσει. Το παράβολο ήταν άλλα 100 ευρώ για αριθμό πρωτοκόλλου. Πλέον είναι άχρηστα αφού καταργήθηκε ο νόμος. «Η μητρική γλώσσα των παιδιών μου είναι τα ελληνικά, όχι τα αραβικά», λέει ο κ. Αμπντελχαμίντ που εργάζεται ως καθηγητής στο αραβικό σχολείο της πρεσβείας της Λιβύης. «Οταν πάμε διακοπές στην Αίγυπτο τα παιδιά δεν αντέχουν πολύ», προσθέτει. «Θέλουν να γυρίσουν σπίτι. ”Το σπίτι μας είναι εδώ, όχι εκεί”, μου λένε».