Ο Νίκος Ρωμανός ήταν δεκαπέντε χρονών, όταν σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια του από σφαίρα αστυνομικού ο φίλος και συνομήλικός του Αλέξης Γρηγορόπουλος. Σε αυτή την ηλικία, ακόμη και λιγότερο δραματικά βιώματα σε σημαδεύουν για πάντα. Εξίσου, αν όχι περισσότερο καθοριστικό, μπορεί να είναι όμως αυτό που βιώνεις καθημερινά σε ακόμη τρυφερότερη ηλικία. Ας πούμε στα δώδεκα-δεκατρία. Τόσο ήταν ο Νίκος Ρωμανός, όταν η μητέρα του έγραψε το μυθιστόρημα που την έκανε διάσημη, το «Μαμάδες βορείων προαστίων».
Το βιβλίο αυτό, ένα από τα μεγαλύτερα μπεστ σέλερ στην εγχώρια εκδοτική ιστορία και ίσως το χαρακτηριστικότερο μυθιστόρημα του ελληνικού λάιφ στάιλ, υποδεικνύει απαντήσεις κάπως διαφορετικές από την «κρατική βία» σε ερωτήματα όπως γιατί και πώς μεταλλάχτηκε η τρομοκρατία στη χώρα μας, γιατί οι γιάφκες μετακόμισαν από την Κυψέλη και τα Πατήσια στο Χαλάνδρι και το Ψυχικό, γιατί την «αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική» ιδεολογία διαδέχτηκε η «αντιεξουσιαστική» και γιατί οι νεαροί οπλοφόροι του καινούργιου αντάρτικου πόλεων δεν εμφανίζονται ως υπερασπιστές της κοινωνίας αλλά ως τιμωροί της.
Οι περιώνυμες μαμάδες του βιβλίου είναι λίγο πριν ή λίγο μετά τα σαράντα, κατοικοεδρεύουν εκεί που λέει ο τίτλος του, έχουν πολυάσχολους συζύγους, τους οποίους κερατώνουν τακτικά και άνετα (όπως και κερατώνονται από εκείνους), κατεβαίνουν στην Αθήνα μόνο για να ψωνίσουν στα Gucci και τα Prada του Κολωνακίου, είναι όσο σοφιστικέ χρειάζεται για να αισθάνονται πως ανήκουν σε ανώτερο είδος από ό,τι τα νεόπλουτα βλαχαδερά που παρεισφρέουν στην επικράτειά τους, συναντιούνται σε σικάτες καφετέριες της Κηφισιάς και της Εκάλης για να κουτσομπολέψουν και να διηγηθούν η μια στην άλλη πικάντικες ιστορίες για τις εμπειρίες τους με τους εφήμερους εραστές τους και, με δυο λόγια, πλήττουν υπέροχα, με «στυλ». Τα παιδιά τους μεγαλώνουν με όλες τις ανέσεις και δεν τους λείπει τίποτα, εκτός από εκείνο που οι παλιοί ονόμαζαν οικογενειακή θαλπωρή και οι νεότεροι ονομάζουν γονική παρουσία. Κάτι, δηλαδή, το οποίο, στην απίθανη περίπτωση που έχει κάποιο νόημα για τις εν λόγω μαμάδες, δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο από υλικές παροχές.
Ας σημειωθεί ότι το βιβλίο, παρά τα όσα λέγονται, παρά το «ξεκάρφωμα» που επιχειρείται με τον τίτλο του, δεν είναι σάτιρα. Δεν γράφτηκε με αυτό που στη λογοτεχνία λέγεται πλάγιο βλέμμα ή ειρωνική απόσταση. Δεν υπάρχουν εκεί ούτε κωμική υπερβολή ούτε δηλωτικές μεταπτώσεις στο ύφος ούτε ανατροπές στην εξέλιξη της ιστορίας. Πρόκειται απλώς για ένα ελαφρό μυθιστόρημα, όπου κυριαρχεί από την αρχή ώς το τέλος η οπτική των ηρωίδων του. Ο αναγνώστης μαυλίζεται για να μπει στο πετσί των μαμάδων, να λικνιστεί ηδονικά μαζί τους στην επιφάνεια της ζωής, να μαγευτεί από την πολυτελή κατανάλωση που αποτελεί το ένα άθλημά τους, να διασκεδάσει με τις σκαμπρόζικες ερωτικές περιπετειούλες τους που αποτελούν το άλλο, να αναστενάξει νωχελικά και με την ίδια επιτηδευμένη στωικότητα για το εσωτερικό κενό τους. Αλλιώς οι «Μαμάδες» δεν θα είχαν τόση εισπρακτική επιτυχία, σε μια εποχή όπου ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας λοξοκοίταζε, με σάλια που έτρεχαν από το στόμα, προς αυτό τον τρόπο ζωής.
Εγώ δεν μπορώ να μπω στο πετσί τέτοιων μαμάδων. Μπορώ, όμως, μέχρις ενός σημείου να μπω στο πετσί των παιδιών τους. Αν είχα μεγαλώσει έτσι, σε τέτοιες συνθήκες, δεν αποκλείεται να μισούσα αυτό που θα νόμιζα πως είναι η κοινωνία, γενικεύοντας την εικόνα μου για το μόνο κομμάτι της που θα είχα γνωρίσει. Θα ονειρευόμουν όχι την αλλαγή αλλά την καταστροφή της, αφού ό,τι θα είχα ζήσει δεν θα μου είχε εμπνεύσει ίχνος συμπάθειας για κάποιες πλευρές της, κάποια στρώματα, κάποιους θυλάκους, κάποιους ανθρώπους της που γεννούν ελπίδα για κάτι καλύτερο και το αξίζουν. Θα μισούσα την εξουσία όχι επειδή είναι άδικη και καταπιεστική αλλά επειδή είναι απόμακρη και αδιάφορη για την ύπαρξή μου, όπως η εξουσία των γονιών μου. Ισως (αν και αυτό δεν θέλω να το πιστέψω) να είχα πάθει και συναισθηματική απονέκρωση τέτοιου βαθμού ώστε να χαρακτηρίσω ηλίθιο και σκουλήκι έναν άνθρωπο που μόλις δολοφονήθηκε προσπαθώντας να εμποδίσει τη διαφυγή ληστών, όπως χαρακτήρισε στο μπλογκ του τον άτυχο ταξιτζή της Πάρου ο «Τοξοβόλος του Συντάγματος» και νυν κρατούμενος για τη ληστεία τράπεζας στον Βελβενδό.
Αν οι «Μαμάδες» είναι ενδεικτικές για κάτι ευρύτερο από μια παρέα αργόσχολων κυριών, πράγμα που δεν πιστεύω ότι μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά, δεν αποτελεί μυστήριο η μεταμόρφωση του έλληνα τρομοκράτη από παιδί της διπλανής πόρτας σε βλαστάρι της πέρα βίλας, η εξαλλαγή της ελληνικής τρομοκρατίας από μορφή πολιτικής πάλης ασφαλώς ειδεχθή και άγονη, πάντως όμως ιδεολογικά συμπαγή, με κοινωνικές αναφορές και ιστορική συνείδηση (έστω στρεβλή), σε μηδενιστική βία, που δεν έχει καμιά ιδεολογική βάση, σιχαίνεται με μεγαλοαστική ξιπασιά «την» κοινωνία και «χέζει την Ιστορία», όπως προέτρεπε κατά δική της δήλωση τον γιο της η συγγραφέας των «Μαμάδων».
Υπάρχει ωστόσο και η σφαίρα του Κορκονέα. Και μια τέτοια σφαίρα έφτασε για να αναφλέξει μια φορτισμένη ατμόσφαιρα διάχυτης, υπόγειας δυσφορίας για ένα εκφυλισμένο σύστημα εξουσίας, το οποίο είναι ανίκανο να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά αξιώνει, μέσω των πολιτικών εκπροσώπων του και των απολογητών του στα ΜΜΕ, τον σεβασμό των θεσμών και των νόμων, παρόλο που το ίδιο παραβιάζει συστηματικά και ασύστολα τους νόμους και γελοιοποιεί τους θεσμούς.
Σαράντα έξι χρόνια πριν, στο Δυτικό Βερολίνο, μια σφαίρα αστυνομικού που πέτυχε θανάσιμα τον φοιτητή Μπένο Ονεζοργκ στάθηκε η αφορμή για τη μεγάλη και παρατεταμένη εξέγερση της γερμανικής νεολαίας, με ακραία απόληξή της την οργάνωση Μπάαντερ-Μάινχοφ. Από μια σημαντική άποψη, ήταν και αυτή μια βίαιη διαμαρτυρία εναντίον των γονιών, γονιών που είχαν ανεχτεί (τουλάχιστον) τον Χίτλερ και δέσποζαν τώρα, υποκριτές και κατά βάθος αμεταμέλητοι, στη ζωή μιας δημοκρατίας…