Αυτόν ακριβώς τον «χρυσό κανόνα» η ελληνική πολιτική τάξη, που είναι μάλιστα η πρώτη που κύρωσε με νόμο τη Συνθήκη λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της, μέχρι στιγμής τουλάχιστον αποσιωπά ότι πρέπει να τον εντάξει στο Σύνταγμα, αναθεωρώντας έτσι άλλες, ουσιαστικές διατάξεις του (εκείνες που διέπουν τον κρατικό προϋπολογισμό).
Ολα τα κράτη-μέλη της ΕΕ που μετέχουν στη νέα Συνθήκη, το ένα μετά το άλλο εντάσσουν στα Συντάγματά τους τον «χρυσό κανόνα» και τον αυτόματο διορθωτικό μηχανισμό. Τούτο ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά των πολιτικών δυνάμεων, που καλούνται έτσι, από αυστηρές συνταγματικές επιταγές, να ανακαλύψουν ένα νέο «δημοσιονομικό πολιτισμό», όπου οι δημόσιες δαπάνες θα χάσουν την πολυτέλεια του ετεροκαθορισμού από μικροπολιτικές, ιδεοληπτικές ή και πελατειακές σκοπιμότητες. Το επιχείρημα ότι το «μάρμαρο» του χρυσού κανόνα θα το πληρώσουν οι κοινωνικές δαπάνες κατά κόρον διακινείται, πλην όμως υπάρχει και ο αντίλογος: το κράτος θα εξακολουθεί να καταβάλλει το κόστος της κοινωνικής προστασίας, της δημόσιας παιδείας και της υγειονομικής φροντίδας όλων των πολιτών, ή και να αυξάνει την επένδυση δημόσιων πόρων σε αυτές, αρκεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει με τις σπατάλες, τις συνοικίσεις με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που όπως είναι γνωστό πάρα πολύ ακριβά του κοστίζουν, τον ανορθολογισμό στη διαχείριση.
Η ένταξη του «χρυσού κανόνα» στο Σύνταγμα θα αποκαταστήσει την κανονικότητα, από τη σκοπιά του εσωτερικού δικαίου, της προσαρμογής της χώρας στις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις. Η κανονικότητα αυτή είχε διασαλευτεί στη φάση της κύρωσης της νέας Συνθήκης από τη Βουλή όταν, για τον προφανή λόγο της διασφάλισης της περίφημης κομματικής πειθαρχίας, το Σώμα αρνήθηκε να τη χαρακτηρίσει πράξη που, κατά το Σύνταγμα, μεταβιβάζει νέες εθνικές αρμοδιότητες στην ΕΕ και ως εκ τούτου δεσμεύει κάθε κρατικό όργανο, συμπεριλαμβανομένου του συντακτικού νομοθέτη, να απέχει από τη λήψη κάθε πράξης που την αμφισβητεί. Κρίθηκε από τη Βουλή, τότε, ότι η νέα Συνθήκη δεν προσθέτει νέες αρμοδιότητες στην ΕΕ, ενώ όλο το κείμενο βοούσε για το αντίθετο. Η κορυφαία αρμοδιότητα με την οποία εξοπλίζει την Ενωση, κατά ωμή παρέκκλιση από τη Συνθήκη της Λισαβώνας, δεν είναι άλλη από τη δυνατότητα που δίνει σε κάθε κράτος (ας το ονομάζουμε «κράτος-θεματοφύλακα» της Συνθήκης) που εκτιμά ότι ένα άλλο δεν μετέφερε καθόλου ή δεν μετέφερε σωστά στο εθνικό του δίκαιο τον «χρυσό κανόνα» και τον αυτόματο διορθωτικό μηχανισμό, να προσφύγει στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου και, εφόσον το Δικαστήριο αναγνωρίσει παραβίαση της νέας Συνθήκης και το απείθαρχο κράτος επιλέξει να μη συμμορφωθεί στη δικαστική απόφαση, εκ νέου το «κράτος-θεματοφύλακας» να μπορεί να κινηθεί κατ’ αυτού, ζητώντας πλέον από το Δικαστήριο να του επιβάλει πρόστιμο ή οικονομικές κυρώσεις.
Κατά τα λοιπά, σε πολύ πιο αυξημένο βαθμό από ό,τι τα πολιτικά συστήματα των άλλων κρατών, το ελληνικό, λόγω της μακράς παράδοσής του στην ιδιοποίηση του κράτους και στην κατά κυριολεξία εκποίηση του Δημοσίου προς όφελος της πελατείας των ψηφοφόρων και της δικής του αναπαραγωγής, θα μετρήσει επώδυνα τις αντοχές του απέναντι στις αξιώσεις της δημοσιονομικής συνέπειας που θα του εγείρει ο συνταγματικά κατοχυρωμένος «χρυσός κανόνας». Για παράδειγμα, τα κόμματα εξουσίας θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τη μέθοδο άλωσης της κρατικής εξουσίας που αναπαρίσταται από την ακατάσχετη υποσχεσιολογία και παροχολογία τους στις προεκλογικές περιόδους, στο δε επίπεδο τρέχουσας διαχείρισης του προϋπολογισμού κάθε έκτακτη, ου μην φιλολαϊκή, κρατική δαπάνη, είτε πρόκειται για προσόδους σε αναξιοπαθούντες αγρότες είτε για αναδρομικά δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ σε λιγότερο αναξιοπαθούντες διακεκριμένους κρατικούς λειτουργούς.
Ο Πέτρος Στάγκος είναι καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης