Τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία στέλνουν ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ευρώπη και ιδιαίτερα η Γερμανία χρειάζεται να αλλάξουν (πολιτική, προσεγγίσεις, στρατηγική). Διαφορετικά, η Ευρώπη απειλείται με ακυβερνησία και το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης με υπονόμευση ή και με κατάρρευση.
Αυτό που συνέβη στην Ιταλία, η άνοδος δηλαδή φοβικών, λαϊκιστικών δυνάμεων, μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ. Μάλιστα, το μήνυμα αυτό εκπέμπεται σε μια στιγμή που, τουλάχιστον στη Γερμανία, κάτι φαίνεται να αλλάζει. Την περασμένη εβδομάδα, ο Πρόεδρος Γιόακιμ Γκάουκ, σε μια ιδιαίτερα σημαντική ομιλία του, τάχθηκε υπέρ της βαθύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης και της διαμόρφωσης ενός «νέου ευρωπαϊκού πατριωτισμού με τη συμμετοχή των ευρωπαίων πολιτών». Η ομιλία αυτή φανερώνει τις αλλαγές που σημειώνονται απέναντι στην Ευρώπη συνολικά (αλλά και απέναντι στην Ελλάδα, παρά τα όσα γράφονται και λέγονται σ’ αυτήν εδώ τη χώρα). Το πιστοποιούν μια σειρά από γεγονότα, εξελίξεις, δηλώσεις.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η επίσκεψη της Καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ στην Αθήνα, τον περασμένο Οκτώβριο, δρομολόγησε την αλλαγή πολιτικής, που εκδηλώνεται με τη στήριξη της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη αλλά και με την ανάπτυξη της διμερούς συνεργασίας.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), η αλλαγή πολιτικής συνεπάγεται την υποστήριξη για βαθύτερη ενοποίηση, με την προώθηση της δημοσιονομικής, οικονομικής και, τελικά, της πολιτικής ένωσης. Με την ολοκλήρωση, δηλαδή, του ημιτελούς οικοδομήματος της ΟΝΕ.
Η Γερμανία επανέρχεται, κατά κάποιον τρόπο, στην παραδοσιακή φιλοευρωπαϊκή πολιτική της, την οποία είχε υποβαθμίσει τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως, παρά την αλλαγή, η Γερμανία διατηρεί τη θεμελιακή της προσέγγιση σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της δημοσιονομικής ενοποίησης, με έμφαση στην αυστηρή πειθαρχία και τη λιτότητα, στον στιβαρό έλεγχο των προϋπολογισμών ώστε να αποφεύγονται τα ελλείμματα και το χρέος κ.λπ. Και εδώ βρίσκεται ένα πρόβλημα.
Η Γερμανία αλλάζει πολιτική για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με την ανατροπή των βασικών πολιτικών συσχετισμών και ισορροπιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η άνοδος του Φρανσουά Ολάντ στην προεδρία της Γαλλίας ήταν η καθοριστική εξέλιξη. Σε συνάρτηση με την παρουσία του Μάριο Μόντι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας τον προηγούμενο χρόνο, δημιουργήθηκε ένας πόλος νοτίων χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) ο οποίος μπόρεσε να αρθρώσει εναλλακτικό λόγο σε σχέση με αυτόν της Γερμανίας. Η νέα αυτή πολιτική πραγματικότητα έδειξε ότι η Γερμανία θα μπορούσε να οδηγηθεί σε επικίνδυνη απομόνωση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο (με μόνους συμμάχους την Ολλανδία και τη Φινλανδία). Το σύνδρομο της απομόνωσης λειτουργεί καταλυτικά για την αλλαγή πολιτικής. Η Γερμανία φοβάται βαθύτατα την απομόνωση ως κατάσταση, η οποία μπορεί δυνητικά να εκθρέψει ένα νέο «γερμανικό πρόβλημα» στον ευρωπαϊκό χώρο. Το εάν ο πόλος αυτός θα μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά μετά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία παραμένει ζητούμενο.
Ο δεύτερος λόγος για την αλλαγή της γερμανικής πολιτικής συνδέεται με τις νέες εκτιμήσεις για τις συνέπειες από το ενδεχόμενο αποσύνθεσης της ευρωζώνης. Εως πριν από λίγο καιρό, το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας (Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) επεξεργαζόταν πυρετωδώς σχέδια για την αποχώρηση (την αποβολή) της Ελλάδας και άλλων κρατών-μελών από την ευρωζώνη. Δεν είχε όμως εκτιμηθεί επαρκώς το κόστος από το σενάριο της αποσύνθεσης. Και το κόστος διαπιστώθηκε ότι θα ήταν τελικά ιδιαίτερα υψηλό για το σύνολο της ευρωζώνης, αλλά και για την ίδια τη Γερμανία. Ως εκ τούτου η Γερμανία αποφάσισε την αλλαγή πολιτικής προς την κατεύθυνση να στηριχθεί ως πρώτη προτεραιότητα η παραμονή όλων των κρατών-μελών, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, στην ευρωζώνη. Μόνο εάν και ως ακραία περίπτωση διαπιστώσει ότι μια χώρα παραμένει αθεράπευτη περίπτωση, ανίκανη να λειτουργήσει με τους κανόνες του συστήματος της ΟΝΕ, μόνο τότε θα επανεξετασθεί το «σενάριο Β» για συρρίκνωση της ευρωζώνης, αλλά σε καμιά περίπτωση για τη διάλυσή της.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών «λένε» ότι η Γερμανία (και όχι μόνο) χρειάζεται να πάει αρκετά βήματα πιο πέρα και να δεχθεί ότι, τελικά, ο στόχος για «περισσότερη Ευρώπη» που επιδιώκει συνεπάγεται και οικονομικό κόστος. Η Ενωση, και ιδιαίτερα η ευρωζώνη, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως ισχυρότερο «σύστημα αλληλεγγύης και αναδιανομής» για να διασφαλισθεί η συνοχή της. Πρέπει, δηλαδή, σε κάποιον βαθμό, να πραγματοποιεί «μεταφορά πόρων» για την εξισορρόπηση των ανισορροπιών οι οποίες αναπόφευκτα προκύπτουν, ώστε να αποφεύγεται η επιβολή στεγνής λιτότητας που οδηγεί τελικά σε πολιτική και κοινωνική έκρηξη…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών