Στην πολιτική το δικαίωμα στην υστεροφημία είναι σεβαστό. Κάποιοι δεν το ασκούν καθόλου και αφήνουν τους άλλους να τους κατατάξουν. Π.χ., ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν έγραψε το παραμικρό γι’ αυτό τον σκοπό. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το είχε αναγορεύσει σε κίνητρο της σταδιοδρομίας του στην πολιτική. Ο Κώστας Μητσοτάκης το ασκεί με ιδιαίτερο τρόπο: ως μέθοδο να ξαναγράψει την Ιστορία. Κυρίως τη δική του.
Ξεκίνησε με την ανολοκλήρωτη «Πολιτική βιογραφία» του με δύο τόμους, τους οποίους έγραψαν δύο διαφορετικοί συγγραφείς. Συνέχισε με το Ιδρυμα που φέρει το όνομά του. Και έδωσε ακόμη ένα δείγμα την περασμένη Δευτέρα στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού –η επιλογή του χώρου μάλλον δεν ήταν σύμπτωση. Εκεί, μεγάλο πλήθος τον άκουσε να εκθειάζει την τριετή θητεία του στην πρωθυπουργία, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Μπροστά από την εποχή της. Η κυβέρνηση της ΝΔ 1990-1993», το οποίο επιμελήθηκε ο Γιάννης Παλαιοκρασσάς.
Το βιβλίο δεν είχε γωνίες σε ό,τι αφορά τους επομένους αρχηγούς τη ΝΔ. Ωστόσο, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κώστας Καραμανλής από τη ΝΔ –όπως και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης από τους απέναντι –δεν του έκαναν την τιμή, παρά τις προσωπικές προσκλήσεις. Κατά τα λοιπά η εκδήλωση ήταν εντυπωσιακή. Είναι όμως αμφίβολο αν πέτυχε τον στόχο της. Γιατί το βιβλίο υποδηλώνει κάτι που δεν θα βρεθούν πολλοί πρόθυμοι να προσυπογράψουν: ότι η κυβερνητική θητεία του Κ. Μητσοτάκη υπήρξε επιτυχής, οξυδερκής και μεθοδική οπότε, επειδή διεκόπη απροσδόκητα, επακολούθησαν δεινά που θα είχαν αποτραπεί αν συνέχιζε. Κατά τις μετρήσεις και τη γενική πεποίθηση, κάθε άλλο παρά επιτυχής ήταν. Και η διακοπή της δεν υπήρξε και τόσο «κεραυνός εν αιθρία». Ηδη στα δύο πρώτα χρόνια της η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε ότι απώλεσε τη στήριξη μεγάλου τμήματος από το 47% που την ανέδειξε –και αδίκως λόγω του εκλογικού νόμου δεν της είχε δώσει και ισχυρή κοινοβουλευτική βάση.
Ηταν κυβέρνηση η οποία στηρίχθηκε σε πλειοψηφία που δημιουργήθηκε με έναν βουλευτή που υφάρπαξε από τον Κωστή Στεφανόπουλο –ο οποίος ατύχησε με τη ΔΗΑΝΑ –και έναν δεύτερο που του έδωσε το Εκλογοδικείο, όπως είχε… προαναγγείλει ο ίδιος.
ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΑ. Στους απολογισμούς του, για ευνόητους λόγους, ο Κ. Μητσοτάκης διαχωρίζει τον εαυτό του από την κυβέρνησή του. Ωστόσο, οι χειρισμοί στο Σκοπιανό, η αποτυχία στη διοίκηση, οι καταγγελίες για σκάνδαλα στις ιδιωτικοποιήσεις, βαρύνουν πρωτίστως την κυβέρνηση ως σύνολο και, άρα, τον ίδιο και μετά τους υπουργούς που χειρίσθηκαν τις υποθέσεις.
Ο ισχυρισμός ότι «αν δεν είχε ανατραπεί δεν θα φτάναμε μέχρι εδώ», δεν βρίσκει πειστικά επιχειρήματα. Ούτε από τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη ούτε από τη λαϊκή ετυμηγορία στη συνέχεια.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη άρχισε τη θητεία της σε κλίμα πολιτικής έντασης. Το οποίο όμως ο ίδιος είχε καλλιεργήσει την προηγούμενη πενταετία στην προσπάθεια να ανατρέψει τον Ανδρέα Παπανδρέου, αξιοποιώντας υπαρκτά και ανύπαρκτα σκάνδαλα, την ασθένεια και τον προσωπικό βίο του.
Σε αυτό το κλίμα, ήταν αδύνατο να υλοποιηθούν σχέδια για μεταρρυθμίσεις που προϋπέθεταν στοιχειώδη συναίνεση. Δηλαδή, ο τότε αρχηγός της ΝΔ είχε υπονομεύσει την πρωθυπουργία του προτού την αναλάβει, με το είδος της αντιπολίτευσης που άσκησε. Ετσι, ορισμένες πράγματι ριζοσπαστικές πολιτικές που διακήρυξε για την οικονομία απέτυχαν είτε από αδυναμία να πείσουν ή να αντιμετωπίσουν όσους αντιδρούσαν είτε από ανικανότητα όσων τις χειρίστηκαν.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται επιτεύγματα που δεν ολοκληρώθηκαν, ακόμη και όταν ήταν σωστά, ή όταν ολοκληρώθηκαν έφεραν απώλειες σε άλλα μέτωπα. Π.χ., η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάφερε να εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, αλλά… αύξησε το χρέος! Το παρέλαβε στο 80,7% το 1990 και το παρέδωσε στο 111,6% του ΑΕΠ σε τρία χρόνια –το υψηλότερο προ κρίσης!
«ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΣΥΝ ΜΗΔΕΝ». Καταδίωξε τους «πρασινοφρουρούς», αλλά τους αντικατέστησε με τα «δικά μας παιδιά». Πάγωσε τους μισθούς, αλλά ο ίδιος διακήρυξε ότι «μηδέν συν μηδέν, ίσον 14% αυξήσεις» στη μισθοδοσία. Ισως η αλήθεια βρίσκεται σε ένα σχόλιο που έκανε ο Θ. Πάγκαλος: «Θεωρώ ότι ήταν πολύ κακή η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Θεωρώ όμως ότι ήταν πολύ καλό το πρόγραμμά του όταν διεκδίκησε την εξουσία».
«ΑΔΙΑΦΑΝΕΙΑ». Πολλοί λένε ότι το βασικό χαρακτηριστικό των κυβερνήσεων Μητσοτάκη ήταν η έλλειψη διαφάνειας, για να μην πούμε τα σκάνδαλα. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο των αντιπάλων του: «Οχι μόνο είναι ικανός να πουλήσει και την Ακρόπολη, αλλά θα την πουλήσει μισοτιμής».
Σε πολλούς τομείς η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε θόρυβο χωρίς αποτέλεσμα, συγκρουόμενη με το συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής με «λογική Θάτσερ». Π.χ. η ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών της πρωτεύουσας, με τη μέθοδο της εκχώρησης αδειών και λεωφορείων με ρουσφετολογικές μεθόδους σε φυσικά πρόσωπα, εξελίχθηκε σε αναμέτρηση με το συνδικάτο της ΕΑΣ, από την πλευρά του οποίου, με επικεφαλής τους Ανδρέα Κολλά και Νίκο Σταμούλο, σημειώθηκαν ακρότητες, με διαπομπεύσεις οδηγών που πήραν άδειες. Το εγχείρημα πάντως είχε ατυχή κατάληξη και με την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία οι αστικές συγκοινωνίες επέστρεψαν στο κράτος.
Η εκπαιδευτική πολιτική του Κ. Μητσοτάκη, με υπουργό τον Βασίλη Κοντογιαννόπουλο, προκάλεσε κύμα καταλήψεων στα σχολεία που είχαν τραγικές συνέπειες. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1991 στην Πάτρα επεισόδια ανάμεσα σε καταληψίες και αντιτιθέμενους νεοδημοκράτες οδήγησαν στον θάνατο του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από τον Νίκο Καλαμπόκα, μέλος της τοπικής ΝΔ.
Ηδη δηλαδή από τον πρώτο χρόνο της η κυβέρνηση –η οποία θα έσωζε τη χώρα, αν δεν έπεφτε –είχε δημιουργήσει αποσταθεροποίηση με την πολιτική της. Και οι πρώτοι που το συνειδητοποίησαν ήταν τα στελέχη της. Οσο και αν επικαλείται σήμερα ο πρώην πρωθυπουργός τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, τα μεγαλύτερα προβλήματα τα είχε με την κυβέρνησή του. Εκτός από τον Αντώνη Σαμαρά, πλήθος υπουργοί και στελέχη συγκρούστηκαν ευθέως μαζί του για την πολιτική του. Από ένα σημείο και μετά όλοι ήταν απέναντί του: το ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά, το κόμμα Σαμαρά, η εσωκομματική αντιπολίτευση, οι συνδικαλιστές της ΝΔ, οι υπουργοί, ακόμη και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής. Οπως απεδείχθη, και οι πολίτες. Δεν μπορεί να είχαν όλοι άδικο.
Η παραίτηση του Σταύρου Δήμα στα μέσα του 1991 έδωσε αφορμή για σχόλια περί παρεμβάσεων στην κυβέρνηση από μέλη της οικογένειας Μητσοτάκη. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αθανάσιος Κανελλόπουλος εκδήλωνε συχνά τη δυσαρέσκειά του για την οικονομική και την εξωτερική πολιτική, και τελικά παραιτήθηκε. Οπως παραιτήθηκε ξαφνικά από το βουλευτικό αξίωμα και ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης.
Ηταν μία μόνο πλευρά της μεγαλύτερης αποτυχίας των κυβερνήσεων Μητσοτάκη το Μακεδονικό, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος επιρρίπτει ευθύνη στον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά, τον οποίο ωστόσο ο ίδιος επέλεξε και παρουσίαζε με υπερηφάνεια. Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 η Σύνοδος Κορυφής της ΕΟΚ δέχθηκε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σε επιμέρους κράτη, χωρίς σαφή διατύπωση για το όνομα που θα έπαιρνε το κράτος των Σκοπίων. Επακολούθησε διπλωματικός μαραθώνιος, εσωτερικές αντιδράσεις, με γιγαντιαία συλλαλητήρια, ενδοκυβερνητικές τριβές και διαδοχικές συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο υπουργός Εξωτερικών αποπέμφθηκε, η κυβέρνηση άρχισε να παραπαίει, ώσπου ο Αντώνης Σαμαράς ίδρυσε κόμμα στις αρχές του καλοκαιριού του 1993 και λίγο αργότερα οργάνωσε την ανατροπή της, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης έλεγε: «Σε δέκα χρόνια ποιος θα θυμάται το όνομα Μακεδονία…».
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΤΕ. Εκείνο το καλοκαίρι σημαδεύτηκε και από μια άλλη αποτυχία που αφορούσε την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του 35% του ΟΤΕ με την εκχώρηση του μάνατζμεντ σε ξένο στρατηγικό επενδυτή. Δεν αντέδρασε μόνο η αντιπολίτευση και τα «συμφέροντα», αλλά πρωτίστως το κόμμα του: από υπουργούς και βουλευτές έως συνδικαλιστές της ΝΔ. Ο διαγωνισμός που σχεδίαζε ως υπουργός Οικονομίας ο Στέφανος Μάνος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η κυβέρνηση έπεσε καταγγέλλοντας την ανατροπή της από τα «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα». Πρόλαβε όμως πέφτοντας να εκχωρήσει σε κάποια από αυτά τα «διαπλεκόμενα» δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας αντί τιμήματος που χαρακτηρίστηκε από πολλούς «πινάκιο φακής».
Οργίαζαν οι κοριοί και οι απόστρατοι στο υπόγειο της Ρηγίλλης
Ο Μιλτιάδης Εβερτ, εκτός από τις πολιτικές διαφωνίες του στην ασκούμενη πολιτική, κατήγγειλε το φθινόπωρο του 1991 συγκρότηση παρακρατικού μηχανισμού που τον παρακολουθούσε σε συνεργασία με την ΕΥΠ. Σε αυτό το πλαίσιο εξελίχτηκε και η υπόθεση των υποκλοπών. Ο υπάλληλος του ΟΤΕ Χρήστος Μαυρίκης ομολόγησε ότι παρακολουθούσε τα τηλέφωνα πλειάδας πολιτικών αντιπάλων του Κ. Μητσοτάκη και παρέδιδε τις κασέτες στο γραφείο του. Για ολόκληρες εβδομάδες η επικαιρότητα κατακλυζόταν από τις εξομολογήσεις του αρχικοριού. Σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες της περίφημης κλαδικής αποστράτων που οργάνωνε επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης στο υπόγειο της Ρηγίλλης, με συντονιστή τον απόστρατο στρατηγό Νίκο Γρυλλάκη, κατά τα καταγγελλόμενα.
Ο στρατηγός φέρεται να καθοδηγούσε διάφορα δίκτυα για λογαριασμό του πρώην πρωθυπουργού και σίγουρα είχε χρησιμοποιηθεί στο παρασκήνιο όχι απλώς για επαφές αλλά για συμφωνίες με τα Σκόπια, όπως ίδιος έχει παραδεχθεί: «Κάναμε πολλές επαφές. Είχα πάει στα Σκόπια. Είχαν έρθει και αυτοί εδώ. Εφταναν στο Ανατολικό Αεροδρόμιο και από εκεί τους πέρναγα στο Δυτικό και κρυφά τους βγάζαμε στην Αθήνα. Τους έκλεινα δωμάτιο στο Χανδρής και τους δηλώναμε για Ρουμάνους. (…) Με τους Σκοπιανούς, λοιπόν, είχαμε καταλήξει σε συμφωνία για το όνομα Σλαβομακεδονία».
Βαριές καταγγελίες για την πώληση της ΑΓΕΤ
Η πώληση της ΑΓΕΤ στην ιταλική εταιρεία Καλτσεστρούτσι – την οποία εκπροσωπούσε ο Λορέντζο Παντσαβόλτα που κατηγορήθηκε ότι μοίραζε μίζες στην Ιταλία – συνοδεύτηκε από βαριές καταγγελίες, οι οποίες μαζί με άλλες υποθέσεις έφτασαν μέχρι την παραπομπή σε Ειδικό Δικαστήριο. Η διαδικασία διεκόπη την Πρωτοχρονιά του 1994 με προσωπική πολιτική απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου