–Φέτος θα ντυθώ Ζωή Λάσκαρη στα «Κόκκινα Φανάρια». Είπε η γιαγιά μου.
Επεσε πρώτον μια μούγγα και δεύτερον το ταβάνι και μας πλάκωσε:
–Μα η Λάσκαρη δεν έπαιζε στα «Κόκκινα Φανάρια». Είπε η μαμά μου.
–Επαιζε.
–Δεν έπαιζε.
–Αφού τη θυμάμαι με το καναρίνι στο κλουβί.
–Με το καναρίνι στο κλουβί ήταν η Χέλμη.
–Η Χέλμη ήταν με άλλο καναρίνι σε άλλο κλουβί.
–Οχι, το ίδιο καναρίνι ήταν.
–Στο ίδιο κλουβί;
–Το κλουβί δεν έχει αποτυπωθεί με πύρινα γράμματα στη μνήμη μου.
–Πόσα χρόνια ζουν τα καναρίνια;
–Δεν ξέρω, μητέρα, να σου φέρω το χάπι για την πίεση;
–Αφού θυμάμαι καλά τη Λάσκαρη να φωνάζει: «Ντορή, μη φεύγεις, θα φαρμακωθώ».
–Η Χέλμη ήταν αυτή…
–Απλά δεν θυμάμαι γιατί έφευγε ο Ντορής.
–Του την έσπαγε το καναρίνι.
–Εγώ τότε πού την είδα τη Λάσκαρη με μαύρο κομπινεζόν;
–Στον «Κατήφορο»; Στον «Νόμο 4000»;
–Θυμήθηκα!
–Στεφανία στο «Αναμορφωτήριο»;
–Στην Κατεχάκη.
–Είδες τη Λάσκαρη στην Κατεχάκη με μαύρο κομπινεζόν;
–Κατεχάκη και Αμαλθείας γωνία.
-Πότε, μαμά;
–Θα ‘ναι κάνα δίωρο…
-Εχεις να βγεις απ’ το σπίτι 6 μήνες…
–Απ’ το μπαλκόνι την είδα.
–Είδες από το μπαλκόνι την Κατεχάκη, την Αμαλθείας, τη Λάσκαρη ΚΑΙ το κομπινεζόν;
–Ολοζώντανα.
–Δομοκό μένουμε!
–Θες να με τρελάνεις;
–Θα πάρεις το χάπι σου, μαμά;
–Θες να με τρελάνεις για να κληρονομήσεις τα αμύθητα πλούτη μου;
–Ειδικά τον πύργο σου στις όχθες του Λίγηρα…
–Να μου σιδερώσεις το κομπινεζόν.
–Να σ’ το σιδερώσει η Λάσκαρη!
–«Κομπινεζόν» είναι καθαρεύουσα, ε;
–Ε;;;
–ΚομπινεζόΝ. ΤραπέζιοΝ. ΦυτόΝ. ΔώροΝ.
–Είναι γαλλική λέξη.
–Ελληνική λέξη είναι και κλίνεται.
–Δεν κλίνεται, μαμά.
–Τότε γιατί λέμε «τα κομπινεζά»;
–Και τα «τζακούζια» λέμε, τι θες τώρα;
–Το κομπινεζόν του κομπινεζού. Τα κομπινεζά των κομπινεζών.
–Μην πιάσουμε και την Αττική Σύνταξη τώρα.
–Βασικά, ήθελα να ντυθώ Μαρκησία των Αγγέλων, αλλά μη σε βάζω στα έξοδα. Κομπινεζόν έχω…
–Καναρίνι να βρούμε…
–Το παίζουν στο θέατρο.
–Το καναρίνι;
–Οχι, άλλο πουλί.
–Ποιο πουλί;
–Το κράταγε ο ηθοποιός.
–Το πουλί;
–Σφιχτά να μην του φύγει!
–Ποιο πουλί, μαμά;
–Το δικό του, μες στο βρακί του.
–Είχε μες στο βρακί του καναρίνι;
–Οχι, το πουλί του, σου λέω. Το γεννητικό του όργανο.
–Κι εσύ πού τον είδες με το χέρι στο βρακί να κρατάει το πουλί του;
–Σφιχτά να μην του φύγει!
–Εστω;;;
–Σε φωτογραφίες. Στο θέατρο που παίζουν τα «Κόκκινα Φανάρια», κρατάει ο καθένας το πουλί του. Εκτός από έναν που είναι αδερφή και κρατάει το πουλί του διπλανού.
–Ξέρεις αν θα το φέρουνε στον Δομοκό;
–Φεύγω, πάω Τρούμπα.
–Την Τρούμπα την γκρεμίσαμε αλλά μην κολλήσουμε τώρα εκεί!
–Η Λάσκαρη το ξέρει;
–Παίζει να μην τη νοιάζει, αλλά καθόλου όμως!
–Η κυβέρνηση την γκρέμισε;
–Ναι, ήταν μεγάλο πλήγμα για την αναπτυξιακή πολιτική της.
–Και πού θα πάω εγώ τώρα με το κομπινεζόν; Πού στεγάζονται τώρα τα μπορντέλα;
–Στη Βουλή, μαμά! Εκεί μαζεύονται τώρα τα κομπινεζά και τα τσόκαρα. Στη Βουλή των Ελλήνων!
–Μισό λεπτό να πάρω τη Λάσκαρη και το κανάρι!
–Σωστά, τι κόκκινα φανάρια, τι κόκκινα κανάρια!
–Ντορή, μη φεύγεις, θα χαπακωθώ!
–Καλές Απόκριες, μαμά!
–Αληθώς ο Κύριος, παιδί μου!