«Εβρισκα τον δρόμο μου μέσα από τα πλήθη των καταναλωτών και των εργατών, μέσα από έργα στο οδόστρωμα και ανάμεσα στις κόρνες των ταξί. Το να περπατώ στα πολυσύχναστα μέρη της πόλης σήμαινε ότι το βλέμμα μου έπιανε περισσότερους ανθρώπους, εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες απ’ ό,τι ήμουν συνηθισμένος, αλλά η εντύπωση αυτών των αμέτρητων προσώπων δεν ελάττωνε καθόλου την αίσθηση απομόνωσης. Αντίθετα, την ενίσχυε». Ο Τζούλιους, ένας νεαρός γιατρός με νιγηριανή και γερμανική καταγωγή, περιπλανιέται αδιάκοπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, σαν αντίδοτο στη ρουτίνα της εργασίας του. Θα γνωρίσει μετανάστες από διαφορετικές κουλτούρες, θα θυμηθεί το δικό του παρελθόν στη Νιγηρία, θα ταξιδεύσει στο Βέλγιο και θα εμπιστευτεί τα σύμβολα της μητρόπολης που ζει το δικό της φόβο μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Ο ήρωας του Τέτζου Κόουλ είναι λίγο πολύ ένα alter ego του. Ο 38χρονος συγγραφέας γεννήθηκε στις ΗΠΑ, μεγάλωσε στη Νιγηρία και από το 1993 μέχρι σήμερα μένει στο Μπρούκλιν. Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Ανοιχτή πόλη», είναι μια ερωτική επιστολή στο χάρτη της καθημερινότητάς του, χωρίς μάλιστα να ζητά ανταπόκριση. Μιλήσαμε μαζί του ύστερα από την ανάγνωση του βιβλίου, με την εντύπωση ότι ο συγγραφέας γράφει λιγότερα απ’ όσα πραγματικά γνωρίζει. Δεν είχαμε άδικο: ανάμεσα στις επιρροές του για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνει τις εικόνες του ο Κόουλ ανέφερε –μόνος του- τον Γιώργο Σεφέρη!

Πρέπει να σου πω ότι ο άνθρωπος που μου σύστησε το βιβλίο σου ήταν ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ, σε μια προηγούμενη συνέντευξη μαζί του…

«Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους του. Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ, αλλά φυσικά ξέρω το έργο του».

Να φανταστώ ότι αυτό το υπέροχο βιβλίο προέκυψε από μια απλή βόλτα στη Νέα Υόρκη;

«Κατ’ αρχάς ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Είμαστε πάνω κάτω συνομήλικοι κι αυτό σημαίνει κάτι για μένα…Το βιβλίο ξεκίνησε το 2006. Δεν ήθελα να γράψω μυθιστόρημα, αλλά κάτι μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικής ιστορίας. Ήθελα έναν ήρωα που να βιώνει τις συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, αλλά ταυτόχρονα να βρίσκεται σε διάλογο και με παλιότερα κομμάτια της νεοϋορκέζικης ιστορίας. Ήθελα να δώσω στον Τζούλιους, το βασικό χαρακτήρα, τη δική του φωνή, ώστε να μιλήσει για την 11η Σεπτεμβρίου με τρόπο έμμεσο και υπαινικτικό. Σε καμία περίπτωση δεν έψαχνα “ένα βιβλίο για την καταστροφή”».

Πίσω από τις διαδρομές του Τζούλιους στην πόλη του πρέπει να φανταστούμε τις δικές σου βόλτες μέσα στη Νέα Υόρκη;

«Σίγουρα μετέφερα τα βιώματα είκοσι χρόνων – όσων, δηλαδή, μένω στη Νέα Υόρκη. Αλλά ο αναγνώστης δεν πρέπει να περιμένει ένα βιογραφικό βιβλίο ή ένα ρεπορτάζ. Οι διαδρομές, όμως, στις οποίες αναφέρεσαι, ήθελα να είναι το στοιχείο που βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία. Ούτε καν οι συζητήσεις δεν είναι τόσο “πραγματικές”».

Η περιήγηση του Τζούλιους στο Μανχάταν είναι ένας τρόπος να αποτινάξει το στρες της εργασίας του στο νοσοκομείο. Είναι αυτοβιογραφικό στοιχείο αυτό;

«Όχι απαραίτητα. Εμένα μου αρέσει να περπατάω στις πόλεις για να “ρουφήξω” κάτι απ’ την ενέργειά τους. Θέλω να γνωρίζω τη γεωγραφική συνέχειά τους –μέχρι πού εκτείνονται- για να μπορέσω μετά να μεταφέρω το αργό ή γρήγορο πέρασμα των ανθρώπων σε αυτές. Και εκτός αυτού είμαι φωτογράφος. Έχω πάντα μια κάμερα στο χέρι, όταν βγαίνω βόλτα. Δεν είναι μόνο η Νέα Υόρκη. Το καλοκαίρι βρέθηκα σε μια γειτονιά του Παρισιού για ένα απόγευμα. Αντί να κουλάρω σ’ ένα εστιατόριο ή ένα μπαρ προτίμησα να περπατήσω επί τέσσερις ώρες στην περιοχή».

Ποιες είναι οι αγαπημένες σου λογοτεχνικές αναφορές;

«Θαυμάζω πολύ τη δουλειά του Τζον Μπέρτζερ, ο οποίος συνδυάζει την αγάπη για τη γλώσσα και την ερευνητική ματιά πάνω στην πολιτική. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν, φυσικά, απαραίτητος, καθώς έγραφα το δικό μου βιβλίο, λόγω της κατανόησής του πάνω στα θέματα της ιστορικής γνώσης. Αλλά και ο νομπελίστας ποιητής Τόμας Τρανστρούμερ, επειδή έχει αυτή την ένταση της ιδιωτικότητας. Μεταμορφώνει τα προσωπικά αισθήματα σε κάτι που αποκτά τελικά πολιτική διάσταση: οι άνθρωποι είναι ολοκληρωμένα όντα, εκτεθειμένα στον κόσμο. Αφού μιλάω, όμως, με έναν Έλληνα, πρέπει να πω ότι δύο από τους πιο αγαπημένους μου ποιητές είναι ο Σεφέρης και ο Καβάφης. Πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, φυσικά. Ο Καβάφης είναι η περιγραφή των συναισθημάτων. Καθόλου μεταφορές και λίγες δυνατές εικόνες. Λέει μια ιστορία με ευθύ τρόπο – μόνο που στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου ευθύς! Ο Σεφέρης, από την άλλη, διαθέτει αυτή την απίστευτη δύναμη να δημιουργεί εικόνες και μεταφορές. Για έναν νεαρό συγγραφέα, όπως εγώ, που κυνηγάει τις μεταφορικές εικόνες μέσα στο βιβλίο του, ποιητές όπως ο Σεφέρης, ο Τρανστρούμερ και ο Ντέρεκ Γουόλκοτ είναι μια πραγματική έμπνευση. Με βοηθάει η φρεσκάδα της γλώσσας τους, όταν θέλω κι εγώ να βρω την κατάλληλη εικόνα μέσα στο βιβλίο. Γι’ αυτό διαβάζω περισσότερη ποίηση παρά πεζογραφία. Πρόσφατα μόλις ξεκίνησα να διαβάζω και τον Οδυσσέα Ελύτη, που είναι εντελώς διαφορετικός από τους άλλους δύο Έλληνες».

Στο βιβλίο υπάρχει και μία έμμεση αναφορά στο τέλος του «Νεκρού» του Τζέιμς Τζόις. Εκείνος βάζει το χιόνι να πέφτει «παντού στην Ιρλανδία» κι εσύ τη βροχή στο Βέλγιο. Μου έκανε εντύπωση ότι δεν αναφέρεις το πρωτότυπο και όμως ο αναγνώστης πιάνει αμέσως την αναφορά…

«Ναι, είναι κάτι που προσπαθώ σε όλο το βιβλίο: να κάνω φίλους μου τους αναγνώστες. Για να αστειευτώ, ελπίζω πάντα ότι το βιβλίο μου δεν είναι το πρώτο που πιάνουν στα χέρια τους! Οπότε το να βάλω ένα «πειραγμένο» απόσπασμα από ένα αγαπημένο μου βιβλίο είναι σαν να λέω στον αναγνώστη “εδώ είμαι – με βρήκες, αγαπάμε τα ίδια πράγματα”. Κι από την άλλη, είναι σαν ένα πλάνο του Γούντι Άλεν αφιερωμένο στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Μπορεί λίγοι να το καταλάβουν, αλλά για τον δημιουργό φτάνει και περισσεύει. Έτσι έγινε και μ’ εμένα. Κι ευτυχώς βλέπω ότι λειτούργησε…Πέρα απ’ όλα αυτά, καταλαβαίνω ότι υπάρχει μια «λατρεία της αυθεντικότητας». Οι συγγραφείς κερδίζουν πόντους όταν είναι αυθεντικοί, αν και προσωπικά πιστεύω ότι είσαι αυθεντικός με έναν μη αυθεντικό τρόπο. Εγώ αγαπάω όλες τις συναισθηματικές μου αναφορές. Κι όταν γράφω ένα βιβλίο θέλω όσο το δυνατόν περισσότερες. Από το πάρτι δεν θέλω να λείπει κανείς: Ναμπόκοφ, Μπόρχες, Νάιπολ, Κούτσι, Αν Κάρσον, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Χήνυ…»

Ποια είναι τα σημεία μέσα στη Νέα Υόρκη, όπου πραγματικά νιώθεις ο εαυτός σου; Μέρη, όπου δεν μπορεί τίποτε εξωτερικό να σε ενοχλήσει;

«Το αγαπημένο μου μέρος είναι το “Σπίτι των ποιητών”, κοντά στο ποτάμι στη δυτική πλευρά της πόλης. Το άλλο είναι το υπερυψωμένο πάρκο πολύ κοντά στο σπίτι μου, απ’ όπου μπορώ να δω σχεδόν όλη τη Νέα Υόρκη: το Άγαλμα της Ελευθερίας, το Μανχάταν, το μισό Μπρούκλιν, το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ…Νιώθω πολύ τυχερός που αυτός ο γεμάτο ενέργεια λόφος βρίσκεται λίγα μέτρα έξω από το σπίτι μου! Και φυσικά δεν μπορώ να παραλείψω τα βιβλιοπωλεία αυτής της πόλης, τα οποία, δυστυχώς φυτοζωούν. Κάθε τόσο ακούς ότι κάποιο από αυτά κλείνει».

Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης;

«Όχι απαραίτητα. Νομίζω εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί πλέον η αγορά βιβλίου. Η απήχηση που έχει το Ίντερνετ, το downloading όλα αυτά έχουν επηρεάσει τη δομή της βιβλιοπαραγωγής».

Φοβάσαι την τουριστική διάσταση της Νέας Υόρκης; Τις καρτ ποστάλ στην Τάιμς Σκουέρ;

«Ίσως σου φανεί περίεργο, αλλά δεν την φοβάμαι. Μπορεί μάλιστα να είναι και πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η πλευρά, αν κάποιος βρει μια καινούρια προσέγγιση. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από το δικό μου βιβλίο, το οποίο κλείνει με μια εικόνα από το Άγαλμα της Ελευθερίας. Ήξερα από πριν ότι οι περισσότεροι συγγραφείς θα απέφευγαν το συγκεκριμένο αξιοθέατο, από το φόβο μήπως παραείναι προφανές ή μήπως καταντήσει μπανάλ. Κι όμως αυτό είναι το στοίχημα: χιλιάδες βιβλία έχουν γραφτεί για τη Νέα Υόρκη – πώς μπορείς εσύ να γράψεις κάτι με φρέσκια ματιά; Στο τέλος του βιβλίου, λοιπόν, παρουσιάζω το Άγαλμα σαν ένα σύμβολο θανάτου –πολλοί μετανάστες, κυρίως Ευρωπαίοι, κατάφεραν να έρθουν στις ΗΠΑ, αλλά χιλιάδες άλλοι δεν τα κατάφεραν. Και κυρίως δεν τα καταφέρνουν στις ημέρες μας, είτε προέρχονται από την Ευρώπη είτε από το Μεξικό. Νομίζω, πάντως, ότι και σ’ αυτήν την πεσιμιστική εκδοχή υπάρχει μια τρυφερή ματιά απέναντι σε ένα πολυχρησιμοποιημένο σύμβολο».

Δώδεκα χρόνια μετά το τρομοκρατικό χτύπημα, σε τι έχει αλλάξει η εσωτερική ισορροπία της πόλης;

«Νομίζω ότι το κυρίαρχο συναίσθημα μετά τον πρωταρχικό φόβο ήταν η συναίσθηση του πόσο εύθραυστοι είμαστε. Υπήρχε μια θλίψη που την έπιανες στον αέρα και ένας καινούριος τρόπος κατανόησης για τη ζωή. Ίσως για πρώτη φορά οι νεοϋορκέζοι συναισθάνθηκαν εκατομμύρια άλλους ανθρώπους οι οποίοι ζουν καθημερινά μ’ αυτό το συναίσθημα πάνω στον πλανήτη. Και παρόλο που θεωρώ κι εγώ ότι σήμερα η πόλη έχει κάνει βήματα μπροστά, κάτι από την παλιά θλίψη παραμένει».

Πήγες στον κινηματογράφο για το Zero Dark Thirty;

«Όχι, κι ούτε πρόκειται. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου μια τέτοια ταινία. Αυτό που θέλω να δω είναι το ντοκιμαντέρ “Βρώμικοι πόλεμοι” (Dirty wars), για τη μυστική δουλειά του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν, την Υεμένη και άλλα μέρη. Λένε ότι ο Σκέιχιλ (σ.σ: ο δημοσιογράφος που έκανε την έρευνα) είναι εκπληκτικός».

Η Αμερική πάντως είχε την τιμητική της στις ταινίες της χρονιάς: «Λίνκολν», «Master», «Argo»…

«Το Argo ήταν απαίσιο! Ο καλός άνθρωπος της CIA και τα τέρατα οι Ιρανοί. Αλλά πέρα από την πολιτική εκτίμηση που μπορεί να έχει κανείς, επρόκειτο για μια απλοϊκή ταινία. Δεν μπορεί ένα τέτοιο προϊόν να αναγορεύεται η καλύτερη ταινία της χρονιάς Όσκαρ. Παραείναι απλοϊκή».

Αλήθεια, σε ενδιαφέρουν τα βραβεία; Δεν είναι μόνο τα Οσκαρ η βίβλος της αδικίας. Την ίδια δουλειά μπορούν να κάνουν και τα Νόμπελ.

«Ναι, αλλά τα Νόμπελ μπορεί να είναι χρήσιμα για έναν συγγραφέα, ακόμη και αν δεν είναι αξιόπιστα. Δεν έμαθα όλους τους αγαπημένους μου συγγραφείς από τα Νόμπελ, αλλά ορισμένα ονόματα που ανακάλυψα οφείλονται στη Σουηδική Ακαδημία. Για παράδειγμα, ο Ισλανδός Χάλντορ Λάξνες, που πήρε το βραβείο τη δεκαετία του 1950 και τον θεωρώ εφάμιλλο του Μάρκες. Δεν είναι ούτε σήμερα τόσο αναγνωρισμένος όσο θα έπρεπε, αλλά το βιβλίο του «Ανεξάρτητοι άνθρωποι» το θεωρώ αριστούργημα. Ακόμη και από τη λίστα των προτεινόμενων ή των υποψηφίων για Νόμπελ μπορείς να μάθεις πράγματα για τη λογοτεχνία. Πώς αλλιώς θα ανακάλυπτα τον Τρανστρούμερ, εδώ που τα λέμε; Ή τον Κορεάτη ποιητή Κο Αν; Άκουσα το όνομά του κι έψαξα την ποίησή του: υπέροχη γραφή! Εάν θέλεις να επεκτείνεις τον κόσμο σου, υπάρχουν τα περιθώρια».

Τέτοια περιθώρια φαίνεται να έχει και ο Τζούλιους, ειδικά στη σχέση του με τον μαροκινό Φαρούκ. Αν κάποιος τους παρακολουθήσει από μακριά, βλέπει δύο αντιπάλους στην ιδεολογία, την κουλτούρα, τις προσδοκίες. Κι όμως, συμβιώνουν μέσα στο πνεύμα του κοσμοπολιτισμού…

«Αν μου επιτρέπεται να δώσω ένα credit στους ήρωές μου θα έλεγα αυτό: δεν θέλω να αλλάξω τίποτε στις ζωές τους. Θέλω να τους αφήσω να μιλήσουν με τη δική τους, εσωτερική φωνή. Ακόμη και σε βάρος μιας φιλελεύθερης αντίληψης για τον τρόπο που ζούμε. Δεν με ενδιαφέρει αυτό: με ενδιαφέρουν οι φωνές των άλλων».