Η φετινή εποχή της γρίπης μπορεί να φθίνει, αλλά δεν είναι πολύ νωρίς για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε την επόμενη και τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να αποφύγουμε όσα αυτή τη χρονιά αντιμετωπίσαμε, αναφέρει η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου & και Πρόληψης των Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ στην Ατλάντα, δύο στους δέκα πολίτες εκδηλώνουν ετησίως γρίπη – με σχεδόν 4% των ασθενών να χρειάζονται νοσηλεία στο νοσοκομείο και 18% από αυτούς να χάνουν τελικά τη ζωή τους εξαιτίας της. Τα θύματα αυτά δεν είναι μόνο ηλικιωμένοι ή άνθρωποι με κλονισμένη υγεία: αρκετά είναι μικρά παιδιά, τα οποία είχαν άριστη υγεία πριν προσβληθούν από γρίπη.
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι ξεπερνούν τη γρίπη μέσα σε λίγες ημέρες έως δύο εβδομάδες, κάποιοι αναπτύσσουν επιπλοκές που κυμαίνονται από ιγμορίτιδα και ωτίτιδα έως βρογχίτιδα ή και πνευμονία ακόμα. Ακόμα δε και μετά την ανάρρωση, οι ασθενείς μπορεί να νιώθουν για καιρό κόπωση και αδυναμία.
Παρ’ όλα αυτά, μόνο η μειονότητα των ενηλίκων και λιγότερα από ένα στα πέντε παιδιά εμβολιάζονται κάθε χρόνο εναντίον της γρίπης, μολονότι ο εμβολιασμός είναι ο καλύτερος τρόπος προστασίας εναντίον της.
Απαιτούνται δύο εβδομάδες για να παράσχει το εμβόλιο τη μέγιστη προστασία του. Η καλύτερη εποχή για τον εμβολιασμό είναι το φθινόπωρο, αλλά ακόμα και μεσούσης της εποχής της γρίπης ή τώρα που φθίνει μπορεί κάποιος να το κάνει, δεδομένου ότι κάποιοι άνθρωποι θα αρρωσταίνουν έως και τον Μάιο.
Το αντιγριπικό εμβόλιο υπάρχει σε τέσσερις μορφές οι οποίες προστατεύουν εναντίον των τριών στελεχών (δύο του τύπου Α και ένα του τύπου Β) που αναμενόταν ότι θα κυριαρχούσαν φέτος. Ενα πέμπτο εμβόλιο, το οποίο προστατεύει από τέσσερα στελέχη (δύο του τύπου Α και δύο του τύπου Β), εγκρίθηκε προσφάτως και λογικά θα είναι έτοιμο αργότερα μέσα στο έτος.
Μια απροσδόκητη έξαρση σε έναν ιό γρίπης τύπου Β που δεν περιεχόταν στα υπάρχοντα εμβόλια προκάλεσε πολλά από τα φετινά κρούσματα γρίπης και μόλυνε ανθρώπους οι οποίοι είχαν κάνει αντιγριπικό εμβολιασμό – και αυτό οδήγησε στην ανάγκη για τη δημιουργία του πέμπτου εμβολίου.
Οι τέσσερις μορφές του αντιγριπικού εμβολίου είναι το παραδοσιακό που γίνεται ενδομυϊκά (συνήθως στο μπράτσο), ένα υψηλής δόσης ενέσιμο εμβόλιο που προορίζεται για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών τα οποία συνήθως έχουν μικρότερη ανοσοποιητική αντίδραση από τους νεότερους ενηλίκους, ένα διαδερμικό εμβόλιο που γίνεται με μικρότερη βελόνα και προορίζεται για άτομα ηλικίας 18-64 ετών τα οποία φοβούνται τις ενέσεις και ένα εμβόλιο σε μορφή ρινικού σπρέι που έχει εγκριθεί για άτομα ηλικίας 2-49 ετών τα οποία έχουν φοβία στις ενέσεις.
Τα παιδιά ηλικίας κάτω των 9 ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά πρέπει να κάνουν δύο δόσεις του αντιγριπικού εμβολίου με χρονική απόσταση τουλάχιστον 28 ημερών μεταξύ τους, κατά προτίμηση στις αρχές του φθινοπώρου. Η πρώτη δόση θα προετοιμάσει το ανοσοποιητικό τους σύστημα και η δεύτερη θα προκαλέσει την αντίδρασή του. Δύο δόσεις μπορεί να χρειασθούν και παιδιά που είχαν εμβολιασθεί για τελευταία φορά πριν από το 2009.
Εξαιρετικά σημαντικός είναι και ο εμβολιασμός των εγκύων ή των γυναικών που προγραμματίζουν να μείνουν έγκυοι. Πρόσφατη μελέτη στη Νορβηγία κατέδειξε διπλασιασμό του κινδύνου θανάτου του εμβρύου στις γυναίκες που παθαίνουν γρίπη στη διάρκεια της κύησης.
Ωστόσο, υπάρχουν και άνθρωποι που δεν πρέπει να κάνουν το αντιγριπικό εμβόλιο: είναι οι πάσχοντες από αλλεργία στα αυγά, όσοι κατά το παρελθόν παρουσίασαν αλλεργική αντίδραση στο εμβόλιο, όσοι έχουν ιστορικό συνδρόμου Guillain-Barre έπειτα από αντιγριπικό εμβολιασμό (εκτός κι αν η γρίπη συνιστά σοβαρή απειλή γι’ αυτούς) και τα μωρά ηλικίας κάτω των 6 μηνών. Επιπλέον, δεν πρέπει να εμβολιάζεται όποιος έχει ίωση ή πυρετό, αλλά να περιμένει να αναρρώσει πρώτα πλήρως.
Οι ειδικοί συμφωνούν πως χρειαζόμαστε καλύτερα αντιγριπικά εμβόλια, αλλά ακόμα και με αυτά που διαθέτουμε τα οφέλη του εμβολιασμού σαφώς υπερκαλύπτουν τους τυχόν κινδύνους που τον συνοδεύουν, τονίζει ο δρ Τόμας Ρ. Τάλμποτ, ειδικός σε θέματα λοιμωδών νοσημάτων από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Vanderbilt.
Τα εμβόλια δεν αποτρέπουν απόλυτα τη γρίπη, αλλά ακόμα κι αν αρρωστήσει κάποιος πιθανότατα θα «περάσει» πιο ελαφρά τη γρίπη.