Το καλοκαίρι του 1969 η ηθοποιός Νίκη Τριανταφυλλίδη κλείδωσε κατά λάθος τη Νόνικα Γαληνέα στο καμαρίνι που μοιράζονταν στο θέατρο Μετροπόλιταν. Η πρώτη έπαιζε τη Φαρμακωμένη και η δεύτερη την Κοντέσα Σολωμού στο έργο «Τα μεγάλα χρόνια» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
«Ο φύλακας του θεάτρου ήταν κουφός. Εγώ άρχισα να ουρλιάζω, με άκουσε ο Αλέκος και τελικά μου άνοιξαν. Εγώ τότε είχα τη φαεινή ιδέα, ενώ είχα αυτοκίνητο, να του ζητήσω να με πάει με το αυτοκίνητο στην καμπάνα της Γλυφάδας όπου έμενα. Τον είχα ερωτευθεί παράφορα και κόντεψα να μείνω από την αγωνία μέσα στο αυτοκίνητο. Από εκείνο το βράδυ ήμασταν μαζί». Η Νόνικα Γαληνέα δεν περιγράφει με ρετρό νοσταλγία τη σημαντικότερη στιγμή της ζωής της, το πρώτο βράδυ της με τον επί 20 χρόνια σύντροφό της Αλέκο Αλεξανδράκη.
Πλήρης από θεατρικούς στόχους (αν και ανοιχτή πάντα σε προτάσεις που θα την ιντριγκάρουν, όπως μας εξομολογήθηκε), αυτές τις ημέρες κλείνει 50 χρόνια στο θεατρικό σανίδι και αποφάσισε να δημιουργήσει την ιστοσελίδα nonikagalinea.gr, παραδίδοντας στο κοινό το σύνολο του πλούσιου και οργανωμένου αρχείου της. Φωτογραφίες, βίντεο, δημοσιεύσεις, σκέψεις της κοσμούν την ιστοσελίδα από την πρώτη φορά που κατέβηκε τα σκαλιά του Θεάτρου Τέχνης για να παίξει στους θρυλικούς «Ορνιθες» του Κάρολου Κουν έως σήμερα που το πλούσιο αρχείο της ταξιδεύει στη θάλασσα του Ιντερνετ. «Οι “Ορνιθες” ήταν μια εμπειρία μαγική, μου άλλαξαν αμέσως τη ζωή. Σκεφτείτε ότι ήμουν ήδη μητέρα, περνούσαμε μεγάλο μέρος του χρόνου μας στο κτήμα μας στη Βάρκιζα με τον τότε άνδρα μου Νίκο Μουτούση, και είχαμε ήδη ζήσει και στο Παρίσι. Οταν έβγαινα στη Σταδίου δεν ήξερα σε ποιο πεζοδρόμιο βρίσκομαι και πού πηγαίνω, είχα μπει σε έναν άλλο κόσμο. Ο Κουν ήταν μάγος, μου άλλαξε την οπτική μου για τη ζωή, την αισθητική», θυμάται η Νόνικα Γαληνέα. Αν οι άνθρωποι που μας σημάδεψαν είναι τα λόγια που μας είπαν, η ίδια κρατάει, ανάμεσα στα πολλά, μια φράση του σκηνοθέτη: «Στο θέατρο μόνο το αποτέλεσμα έχει σημασία».
«Αυτά τα λόγια τα κουβαλάω πάντα. Μας έλεγε επίσης: “Βρείτε την κατάσταση με όποιον τρόπο θέλετε. Τσιμπηθείτε, βρίστε, λιποθυμήστε… Αν δεν βρείτε την κατάσταση, δεν θα αφορά κανέναν η δουλειά σας”. Τότε δούλευε και τους “Πέρσες” σε μουσική Γιάννη Χρήστου, τον οποίο επίσης είχα γνωρίσει στο σπίτι της Παξινού παλαιότερα και μπορώ να πω ότι χωρίς τη θεϊκή μουσική του δεν θα είχαν γίνει οι “Πέρσες” όπως έγιναν. Εβαλε και ο Τσαρούχης τα λιβάνια του και γυρίζαμε όλον τον κόσμο με αυτές τις δύο παραστάσεις.
Πήγαμε κατευθείαν στη Βενετία, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και σε όλη τη Ρωσία –μείναμε δύο μήνες εκεί, μας τραβούσαν από τα ρούχα, ήθελαν κάτι δικό μας. Ημασταν τεράστιος θίασος και θυμάμαι επίσης ότι κλαίγαμε από τα γέλια με τον Καρακατσάνη, που έκανε πλάκα συνέχεια με τον Χατζημάρκο», σημειώνει η Νόνικα Γαληνέα, η οποία μάλιστα ξεκίνησε ως Κουκουβάγια σε εκείνους τους «Ορνιθες». Στη συνέχεια «προβιβάστηκα σε θεά Ιριδα», όπως προσθέτει χαμογελώντας από το πολυτελές σαλόνι του σπιτιού της στην καρδιά των Παλαιών Ανακτόρων, πλάι στου Μαξίμου.
Η ίδια είχε την τύχη να ζήσει και να συνεργαστεί με μυθικά πρόσωπα του θεάτρου, έχοντας μια λαμπρή πορεία στο σανίδι με μεγάλες επιτυχίες. Ισως και με μια ιδιαιτερότητα, που είχε πρόσθετη δυσκολία: την αστική της καταγωγή, σε μια χώρα με «ελάχιστη αστική τάξη».
«Εγώ ήξερα βγαίνοντας από τη Δραματική Σχολή του Λονδίνου αλλά και από το Θέατρο Τέχνης ότι η μεν κοινωνία, η οποία με ήξερε ως κυρία Μουτούση με τρία παιδιά, με θεωρούσε ψώνιο, η δε του Κουν που ήξερε πως είχα πέντε δεκάρες παραπάνω σκεφτόταν: “Ποια είναι αυτή που ήλθε να μας φάει το ψωμί μας;”. Ολα αυτά όμως ήταν σαχλαμάρες. Εγώ έδινα εξετάσεις κάθε μέρα και επειδή τίποτε δεν σου χαρίζεται σε αυτή τη ζωή, προφανώς επειδή κέρδιζα, κάτι θα άξιζα», μας λέει με την αυτοπεποίθηση μιας σταρ. Μιας χορτάτης σταρ που όμως δούλεψε ακάματα 50 χρόνια.
Αν και αγαπήθηκε από τους άνδρες, σήμερα εξομολογείται ότι ένας ήταν εκείνος που τη σφράγισε: ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Ο οποίος, μάλιστα, τη σταμπάρισε λίγο προτού συνεργαστούν.
«Σε μια πρόβα για το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” (1967) με είδε ο Τάκης Χορν, ο οποίος με ήξερε από τον πατέρα μου από μικρή, και φώναξε: “Γεννήθηκε καρατερίστα”. Λίγο μετά (το 1969) με πήρε για τον “Δον Ζουάν”, μια παράσταση που όμως δεν του άρεσε. Μάλιστα, θυμάμαι ότι τη σταματούσε στη μέση κι έλεγε προς το κοινό: “Σας κοροϊδεύω, εξαργυρώστε τώρα το εισιτήριό σας”. Εγώ εκεί έκανα τη Ματουρίνα, μία από τις χωριατοπούλες. Είχε κάνει σκηνικά – κοστούμια η Μαρίνα Καρέλλα και μου είχε σχεδιάσει ένα ντεκολτέ μέχρι τον αφαλό. Αργότερα έμαθα από τον Αλέκο πως, όταν είδε τη φωτογραφία μου στον Τύπο, με είχε δείξει και είχε πει: “Aυτή θέλω να μου τη γνωρίσετε”. Ο Αλέκος και η Νόνικα εντέλει έφτιαξαν ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό δίδυμο. Τα δικά τους χρυσά χρόνια μάλιστα υπήρξαν είκοσι (1972-1992), αλλά όχι εύκολα.
«Ο Αλέκος, μου έκανε συνέχεια αστεία και πολλές φορές από απελπισία πάνω στη σκηνή με έπιαναν τα κλάματα. Οταν παίζαμε το “Τέσσερα δωμάτια με κήπο”, τον έσπασα στο ξύλο. “Με καταστρέφεις”, του είπα. Δεν ξανάκανε τίποτε. Στην κανονική ζωή βέβαια ήμασταν πολύ ερωτευμένοι», λέει η Ν. Γαληνέα και μας αποκαλύπτει τη μία και μοναδική φορά που ζήλεψε κάποια άλλη: «Τότε έπαιζε σε ένα σίριαλ. Αυτήν που έπαιζε μαζί του τη θεωρούσα επικίνδυνη γυναίκα (ήταν και πανέμορφη), φοβόμουν μήπως του άρεσε. Τότε μέναμε στο Καβούρι και κοιτούσα το ρολόι συνέχεια ώσπου να επιστρέψει από τα γυρίσματα. “Είσαι αλλού νυχτωμένη», μου είπε, όταν του είπα για τον φόβο μου». Μαζί δημιούργησαν εμβληματικές επιτυχίες, όπως «Η επιστροφή» του Πίντερ και η «Ευαίσθητη ισορροπία» του Αλμπι, ενώ το 1986 έφτιαξαν το θέατρο Ιλίσια το οποίο η Νόνικα το άφησε το 1996 μη ανανεώνοντας το συμβόλαιο.
Η ίδια, μετά τον χωρισμό τους, έκανε μια δεύτερη καριέρα με μεγάλες επιτυχίες, όπως ο «Χορός του θανάτου» και η «Σονάτα του σεληνόφωτος» (σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη), καθώς και παραστάσεις στο Covent Garden και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όπου έκανε και την πιο πρόσφατη εμφάνισή της με την «Εκατομμυριούχο» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο (2009).
ΤΕΣΣΕΡΑΠΡΟΣΩΠΑΤΕΣΣΕΡΙΣΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Χάρολντ Πίντερ
Τον γνώρισα και φάγαμε ένα βράδυ στο σπίτι του Νίκου Κούρκουλου, όταν παίξαμε την «Επιστροφή» στο θέατρο Κάππα. Τότε μάλιστα είχε χάσει τον πατέρα του και μας απήγγειλε ένα ποίημα κλαίγοντας. Μεγάλος καλλιτέχνης, σφράγισε το θέατρο. Τον ξαναείδα λίγο προτού πεθάνει στην Αγγλία. Μιλήσαμε, με θυμόταν. «Σας βλέπω πολύ καλά», του είπα (δεν ίσχυε, βέβαια, είχε ήδη καρκίνο). Σήκωσε τα χέρια του και είπε: «Αν θέλει ο Θεός». Επειτα από λίγο καιρό «έφυγε».
Χρήστος Δ. Λαμπράκης
Υποκλίνομαι! Μου λείπει πολύ. Ημασταν συμμαθητές στου Μακρή. Ηταν ευφυής, απόμακρος και πάρα πολύ ωραίος. Ξαναβρεθήκαμε πιο μετά, όταν είχε ολοκληρώσει το Μέγαρο Μουσικής. Ερχόταν πάντα στο Ιλίσια, έδινε ιδέες, καθόταν στα σκαλιά, με βοήθησε πολύ. Ηταν ένας απίστευτα τρυφερός φίλος, αλλά συγχρόνως αυστηρός και λιτός με τον ίδιο του τον εαυτό.
Αλέξης Μινωτής
Πανέξυπνος, με τεράστια μόρφωση, καλλιέργησε το ταλέντο του. Εζησα πολύ με τον Αλέκο (έτσι τον λέγαμε) και την Κατίνα (σ.σ.: Παξινού). Συνεργαστήκαμε στα «Ηρα και το παγόνι» και «Μεγάλα χρόνια». Τρώγαμε μαζί, βγαίναμε, ενώ κρεμόσουν από το στόμα του όταν μιλούσε. Ηταν ταγμένος στο θέατρο.
Αλίκη Βουγιουκλάκη
Την αγαπούσα – δεν μπορούσες να μην την αγαπάς. Ηταν ένα χαρισματικό άτομο, δοτικό, με χιούμορ, όμορφη – αν πήγαινες σπίτι της, έβλεπες ένα κορίτσι. Μου τηλεφωνούσε τα βράδια και με ρωτούσε τι δίαιτα έκανα. Δουλέψαμε μαζί στη «Βασίλισσα Αμαλία» (1971). Μου έλεγε πάνω στη σκηνή: «Πού θα φάτε απόψε;». Κάποιοι άνθρωποι είναι γεννημένοι σταρ, ενώ πρέπει να θυμόμαστε με πόση αξιοπρέπεια έδωσε τη μάχη για τη ζωή της.