Ο Λουί Αραγκόν φαίνεται ότι κινητοποίησε τον Πάμπλο Πικάσο να σκιτσάρει τον Νίκο Μπελογιάννη. Ο κομμουνιστής ποιητής είχε δει, στην εφημερίδα στην οποία δούλευε, τη φωτογραφία του Μπελογιάννη που έβγαλε ο Μήτσορας και κατάλαβε αμέσως τη δύναμή της. «Ενας κομμουνιστής που αντιμετωπίζει την εσχάτη των ποινών κι όμως βρίσκει το κουράγιο, το σθένος να χαμογελάσει στον φωτογραφικό φακό μυρίζοντας ένα γαρίφαλο», λέει ένας ήρωας του νέου μυθιστορήματος του Νίκου Δαββέτα. «Αδιάφορος, αδιάφθορος, ατρόμητος, περιφρονώντας τους ανθρώπινους νόμους, την εξουσία, τον ίδιο τον θάνατο. Τι πρότυπο!». «Η φωτογραφία του ανθρώπου με το γαρίφαλο έγινε πρωτοσέλιδο, αφίσα, προκήρυξη, πανό, ωστόσο ο δαιμόνιος ποιητής καταλάβαινε ότι ο αγώνας απαιτούσε “κάτι παραπάνω”, έπρεπε το πρόσωπο να ξεφύγει από τη φθορά της επικαιρότητας, έπρεπε να αναχθεί στον μύθο, να ενδυθεί έναν μανδύα αγιοσύνης, έναν μανδύα ιερότητας που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί να προσφέρει. Σήκωσε, λοιπόν, αμέσως το ακουστικό του τηλεφώνου: “Πάμπλο, έχω κάτι για σένα”».
Οι ημέρες εκείνες του 1952 ήταν πολύ ταραγμένες. Ο Μπελογιάνννης, μαζί με αρκετούς ακόμη συντρόφους του, είχε καταδικαστεί σε θάνατο για προσπάθεια οργανωτικής ανασύστασης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος –είχε έρθει άλλωστε γι’ αυτόν τον σκοπό από το εξωτερικό το 1950, όπου είχε διαφύγει λίγους μήνες πριν, μετά την ήττα στον Εμφύλιο. Οι Αμερικανοί πίεζαν για παραδειγματική τιμωρία και χτύπημα στον αντίπαλο, πολλοί άλλοι όμως, ακόμη και συντηρητικοί όπως ο Σαρλ ντε Γκολ, βέβαια και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, από τον Τσάρλι Τσάπλιν μέχρι τον Ζαν Κοκτό και τον Ζαν Πολ Σαρτρ, ζητούσαν να μην εκτελεστούν οι καταδικασθέντες. Ακόμη και η κεντρώα κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν διχασμένη, με την ΕΔΕΚ να είναι μάλλον κατά των εκτελέσεων και το Κόμμα των Φιλελευθέρων υπέρ. Μετά την ανακάλυψη κάποιων παράνομων ασυρμάτων προστέθηκε και η κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης. Ο κύβος είχε ριφθεί. Από τους οκτώ καταδίκους πήραν χάρη από τον βασιλιά οι τέσσερις, ενώ ο Μπελογιάννης και άλλοι τρεις εκτελέστηκαν την αυγή της 30ής Μαρτίου.
Με βάση το εκρηκτικό αυτό υλικό, ο Νίκος Δαββέτας χτίζει ένα δυνατό πολιτικό νουάρ μυθιστόρημα. Βασικό εύρημα του βιβλίου είναι κάποια φανταστικά προσχέδια του σκίτσου του Μπελογιάννη που ζωγράφισε ο Πάμπλο Πικάσο. Κεντρικό πρόσωπο είναι ένας άτεκνος έλληνας συγγραφέας του Παρισιού, ονόματι Αντώνης Καμμιλής, που έγραφε τα βιβλία του κατευθείαν στα γαλλικά, ο οποίος βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Ο δολοφόνος επιπλέον είχε κάνει το διαμέρισμα φύλλο και φτερό, ψάχνοντας πιθανότατα τα προσχέδια του Πικάσο, μερικά από τα οποία ο δολοφονημένος είχε προλάβει να δώσει στην –επίσης Ελληνίδα –βαφτισιμιά του, την Ντενίς, στην οποία μάλιστα είχε αναθέσει να ερευνήσει τη δυνατότητα πώλησής τους στην Ελλάδα. Κάποια άλλα τα είχε φυλάξει σε προσωπική του θυρίδα.
Η Ντενίς έβαλε στο παιχνίδι έναν παλιό γνωστό της, τον Στάθη, ιστοριοδίφη, προκειμένου να εκτιμήσει τη γνησιότητά τους. Μετά τη δολοφονία του νονού της, η Ντενίς και ο γάλλος φίλος της ανακρίνονται από την Αστυνομία ενώ εκείνη βρίσκει επίσης το διαμέρισμά της άνω-κάτω, με σαφείς απειλές για τη ζωή της γραμμένες στους τοίχους…