Με μια απόσταση ογδόντα και βάλε χρόνων, το λαϊκό όργανο –γνώριμο αλλά αδικημένο –συνεχίζει τη διαδρομή του μέσα στους αέναους μετασχηματισμούς της ελληνικής μουσικής. Και μπορεί ο μπαγλαμάς να παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια στη σκιά του μπουζουκιού, πράγμα λογικό αφού το μπουζούκι είναι το κυρίαρχο σολιστικό όργανο της μονοφωνικής μας παράδοσης, είχε όμως τον δικό του σημαντικό ρόλο που υμνήθηκε ουκ ολίγες φορές: «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια», «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Αχ ο μπαγλαμάς», «Ραγίζει απόψε η καρδιά» και άλλα τραγούδια όλων των ειδών συχνά αποθέωσαν το μικροσκοπικό όργανο και το ενέταξαν στη μυθολογία του καημού, της μεταφοράς και της λαϊκής στιχουργικής.

Οχι άδικα. «Ο μπαγλαμάς εκφράζει το πιο βαθύ συναίσθημα. Είναι το στήριγμα του μπουζουκιού και πάντα όταν τον έπιανα στα χέρια μου αισθανόμουν μεγάλη χαρά. Θυμίζει ένα εσωτερικό καμπανάκι, ερεθίζει την ψυχή», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ένας από τους ανθρώπους που έχουν παίξει χιλιάδες ώρες μπαγλαμά στη δισκογραφία και στα πάλκα από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα: ο Στέλιος Καρύδας. Ο ίδιος, μουσικός της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, υπήρξε για την ακρίβεια ένας σπουδαίος κιθαρίστας, που όμως για τις ανάγκες της δισκογραφίας και των νυχτερινών κέντρων μελέτησε και έμαθε πολύ νωρίς να παίζει μπαγλαμά και μάλιστα έχει συμμετοχή με το όργανο σε πάνω από 250 δίσκους. Εξάλλου, ήταν ενδεικτικό πως συνήθως κιθαρίστες ήταν αυτοί που τελούσαν και χρέη μπαγλαματζή από το ’60 και έπειτα και εδώ θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι σημαντικότεροι, όπως ο Τώνης Αγας, ο Πάνος Ιατρού, ο Μπάμπης Μαλλίδης.

Στη λίστα θα πρέπει να προστεθούν επίσης και οι περισσότεροι σολίστες του μπουζουκιού που έπαιξαν μεταπολεμικά εξαιρετικό μπαγλαμά, αλλά και οι ρεμπέτικες κομπανίες (Ρεμπέτικη Κομπανία, Οπισθοδρομική, Αθηναϊκή και άλλες) που αναβίωσαν μεταπολιτευτικά το ρεμπέτικο είδος και ξαναέθεσαν στο κάδρο του πάλκου και των δίσκων το μικρό έγχορδο όργανο.

«Θα σταθώ ακίνητος. Θα σολάρω με τον μπαγλαμά. Θα έχω πάρει μαζί μου τον πιο όμορφο, έχει το μέγεθος που αρέσει στον κόσμο, εμένα μ’ αρέσει βέβαια το μεσαίο μέγεθος, σαν μαντολίνο. Εχω τρεις μπαγλαμάδες, αλλά και αυτόν που θα πάω στη Γιουροβίζιον τον έχει φτιάξει ο οργανοποιός Βίκτωρ Δεκαβάλλας ο νεότερος». Αυτά μας λέει ο Αγάθων Ιακωβίδης που έχει τη δική του διαδρομή στην αναβίωση του ρεμπέτικου και τη δική του ιστορία με τον μπαγλαμά, αφού μέχρι σήμερα και για περίπου τέσσερις δεκαετίες δεν τον έχει αποχωριστεί ποτέ. «Στις ηχογραφήσεις παλιά οι κιθαριστές ήταν αυτοί που έπαιζαν συνήθως μπαγλαμά και έβγαζαν διπλά ή τριπλά λεφτά από τις φωνοληψίες (Μαλλίδης, Ιατρού κ.ά.). Οταν έσκασα μύτη στην πιάτσα, κάποιοι με είδαν με επιφύλαξη. Ρε παιδιά, τους είπα, δεν ήρθα να σας φάω, έπαιξα σε διάφορους δίσκους μπαγλαμά (Ξαρχάκου, Μητσιά, Στέλιου Βαμβακάρη) και πάντα παίζω όπου εργάζομαι», συμπληρώνει ο Αγάθων. «Στο προπολεμικό λαϊκό, που ο μπαγλαμάς είχε εξέχουσα θέση, θα ξεχώριζα τον Γιώργο Μπάτη της θρυλικής Τετράδας του Πειραιά, τον Παναγιώτη Χρυσίνη και τον Στράτο Παγιουμτζή. Μπαγλαμά έπαιζε επίσης η Μαρίκα Νίνου, αλλά και σχεδόν όλοι οι μπουζουξήδες. Μεταπολεμικά συνήθως οι κιθαρίστες ήταν και μπαγλαματζήδες, όπως ο Πάνος Πετσάς, ο Τώνης Αγας, ο Στέλιος Καρύδας», λέει ο Αγάθων και τονίζει πως μόνο διακοσμητικό ρόλο δεν έχει το εν λόγω τρίχορδο όργανο στη δομή της ορχήστρας και τη μουσική εν γένει. «Ο μπαγλαμάς έχει πολύ λειτουργικό ρόλο, κάνει την αρμονική και ρυθμική δουλειά, γεμίζει το περιεχόμενο των μελωδιών. Ο μπαγλαμάς σολάρει κανονικά όπως όταν παίζει μόνος του την απάντηση σε μπουζούκι. Θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη με τους σεισμούς που παίζαμε στους καταυλισμούς, ο μπασίστας κούρδιζε με τον μπαγλαμά για το κοντραμπάσο του!» συμπληρώνει.

Οταν ακούω µπαγλαµάδες…
Ερευνώντας σε πιο μουσικολογική βάση όμως την προέλευση του λαϊκού οργάνου δεν θα μπορούσε να μη ζητηθεί η άποψη ενός ειδικού: «Η λέξη μπαγλαμάς προέρχεται από το παλαιοτουρκικό/οθωμανικό baglamak και σημαίνει “δένω/σφίγγω”, υπονοώντας ότι αρχικά το όργανο έφερε τάστα (διαστήματα στο μάνικό του) δετά/δεμένα και όχι μεταλλικά/καρφωτά όπως στα σύγχρονα όργανα. Ομως η ονομασία ενός αντικειμένου ή εν προκειμένω ενός μουσικού οργάνου δεν είναι υποχρεωτικά και δηλωτική της προέλευσης, καταγωγής ή της τεχνοτροπίας του. Τα μουσικά όργανα αυτά είναι αρχαία και υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου ονομάζονταν πανδουρίδες ή τρίχορδα και είχαν ποικίλα μεγέθη, ενώ αρχικά τα έπαιζαν γυναίκες. Από τη βυζαντινή περίοδο και μετά αρχίζουν απεικονίσεις τους σε χέρια ακριτών ή γενικά ανδρών με το παραφθαρμένο όνομα θαμπούρα, φάνδουρος και ταμπουράς.
Στη συνέχεια τα συναντάμε απεικονιζόμενα σε χέρια κλεφτών και αρματολών για να φτάσουμε ώς τα νεότερα όργανα της οικογένειας των μπουζουκοειδών (μπουζούκι, τζουρά, μπαγλαμά) όπως τα γνωρίζουμε σήμερα». Η ιστορική αναδρομή προέρχεται από τα χείλη του Δημήτρη Σταθακόπουλου, διδάκτορος του Παντείου Πανεπιστημίου και μουσικολόγου, ο οποίος συμπληρώνει: «Επομένως ο μπαγλαμάς έλκει αρχαία και βυζαντινή καταγωγή ως μικρό πανδουροειδές τρίχορδο όργανο που αρχικά έπαιζαν οι γυναίκες και μετά άνδρες και ειδικά οι πολεμιστές (π.χ. ακρίτες, κλέφτες, αρματολοί κ.λπ.), το δε μικρό μέγεθός του εξυπηρετούσε την εύκολη μεταφορά του κρεμασμένος στη ζώνη μαζί με τα άρματα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά συνδέθηκε με το ρεμπέτικο, ενώ η εύκολη κατασκευή του βοηθούσε στο να τον φτιάξουν (και οι φυλακισμένοι) με ποικίλα υλικά, όπως ξύλα, κολοκύθες, μεταλλικά κουτιά, καβούκια χελώνας κ.λπ. κουβαλώντας τον κάτω από το σακάκι τους για αυτοσχέδια μοναχικά ή μεγαλύτερα γλέντια».
Και μπορεί να κυριάρχησε μια φολκλόρ εικόνα του μπαγλαμά ή να θεωρήθηκε στα νεότερα χρόνια πως ο ρόλος του υπήρξε διακοσμητικός, όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι για το νυκτό έγχορδο όργανο. «Ο ήχος του, έως μια οκτάβα ψηλότερα του κουρδίσματος του μπουζουκιού, είναι οξύς και εξυπηρετεί τα πρίμα μιας λαϊκής ορχήστρας», καταλήγει ο κ. Σταθακόπουλος.
Ο Γιώργος Αλτής, μπουζουξής και συνθέτης της νεότερης γενιάς, συμπληρώνει την εικόνα: «Ο μπαγλαμάς δένει την ορχήστρα. Και μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα της μελωδίας τού μπουζουκιού, εξάλλου δεν φτάνει η έκτασή του, έχει όμως ουσιαστικό ρόλο. Τέλος, ο μπαγλαμάς περνάει συχνά το φράγμα του λαϊκού τραγουδιού και συγκινεί, για παράδειγμα, και τους ροκάδες που συχνά τον έχουν εντάξει σε δικά τους κομμάτια».
Ο καθηγητής Δημήτρης Σταθακόπουλος θέτει ακόμη μια σημαντική παράμετρο: «Ο μπαγλαμάς είναι μίνι πρίμο οξύ μπουζούκι και η ανάγκη δημιουργίας του από παλιά ήταν η εύκολη κατασκευή και μεταφορά του, όπως αποτελεί και πρίμα συνοδεία της λαϊκής ορχήστρας. Ο πιο διάσημος αποκλειστικά μπαγλαματζής της ιστορίας του ρεμπέτικου ήταν ο Γιώργος Μπάτης ή Ζωρζ Μπατέ, αν και αρκετοί ακόμα έπαιζαν ενίοτε και μπαγλαμά ή τζουρά. Αλλοι μπαγλαματζήδες γνωστοί επίσης ήταν ο Γιώργος Νιανιούρης, ο Αντρικάκης, ο Γιώργος Παράκιας και πολλοί άλλοι ανώνυμοι», μας λέει.

Η ουσία είναι ότι προπολεμικά ήταν αδιανόητο να γραφτεί ζεϊμπέκικο (και όχι μόνο) χωρίς και τη χρήση μπαγλαμά. Μπορεί μέχρι και την Κατοχή ο μπαγλαμάς να κρυβόταν στην κωλότσεπη ή στη μέσα τσέπη του σακακιού τού εκάστοτε μουσικού. Μπορεί στη συνέχεια να είχε τον λειτουργικό του ρόλο στις ορχήστρες του ’60 και πιο μετά να έχασε αυτόν τον ρόλο. Φαίνεται όμως πως οι νεότερες γενιές των μουσικών του λαϊκού τραγουδιού αλλά και οι έντεχνοι καλλιτέχνες επανατοποθετούν εκεί που πρέπει το μικρό έγχορδο όργανο. Το ανακαλύπτουν εκ νέου και το επαναφέρουν στα λάιβ τους. Αυτό το μικρό οργανάκι που θα φωτίσουν και οι κάμερες στα χέρια του Αγάθωνα το βράδυ της 18ης Μαΐου σ’ έναν –κατά τα άλλα –παράταιρο και διαφορετικό από το κλασικό πάλκο χώρο.

Λήμμα

Μπαγλαμάς:

Ο μπαγλαμάς είναι το mini/μικρό μπουζούκι και ειδικά τρίχορδο μπουζούκι, κουρδιζόμενο μια οκτάβα ψηλότερα του μπουζουκιού, σε ρε λα ρε, αν και παλαιότερα είχε και άλλα κουρδίσματα/ντουζένια. Το σκάφος/ηχείο του μπουζουκιού φτιάχνεται με ντούγιες, δηλαδή φιλέτα ξύλου, ενώ ο μπαγλαμάς συνήθως είναι σκαφτός (δηλαδή δημιουργείται ηχείο σ’ ένα ενιαίο κομμάτι ξύλου με σκάψιμό του) και σπανιότερα με ντούγιες/φιλέτα.

Τραγούδια που έχουν έντονη

τη σφραγίδα

του μπαγλαμά

«Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια»

Του Μάρκου Βαμβακάρη. Κάποια στιγμή ο ήχος του μπουζουκιού «σβήνει» και σολάρει ο μπαγλαμάς του Παναγιώτη Χρυσίνη.

«Κάφ’ τονε, Σταύρο, κάφ’ τονε»

Εμβληματικό παίξιμο του Γιώργου Μπάτη στην επιτυχία του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Μπάτης παίζει μάλιστα κόντρα στον ρυθμό.

«Βρε μάγκα το μαχαίρι σου»

Παίζει επίσης εδώ ο Μπάτης.

«Οι μπαγλαμάδες»

Του Στέλιου Κερομύτη. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σολάρει με μπαγλαμά.