Μάλιστα, το Μαξίμου αλλά και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος επενέβησαν πυροσβεστικά να σβήσουν τις φωτιές Βορίδη.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αλλά και στενοί συνεργάτες του κ. Σαμαρά δήλωσαν πως υπάρχουν επιμέρους αντιθέσεις αλλά όλα αυτά έρχονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στον εθνικό αγώνα.
Ο κ. Βενιζέλος απάντησε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν χρειάζεται πιστοποιητικό ιστορικών φρονημάτων ή δημοκρατικής ή κοινωνικής επιτυχίας από κανέναν, έσπευσε όμως να πλέξει το εγκώμιο τόσο του Ανδρέα Παπανδρέου όσο και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σημειώνοντας ότι είναι «θεμελιωτές αλληλοσυμπληρούμενοι της εθνικής στρατηγικής».
Την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Ανδρέα Παπανδρέου υπερασπίστηκε μάλιστα και ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρώντας να τον ταυτίσει με την Αριστερά. Στελέχη της ΝΔ, από την άλλη, προσπάθησαν να εξωραΐσουν το έργο των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή υποστηρίζοντας ότι τα τεράστια ελλείμματα που άφησαν πίσω τους οφείλονται σε αποπληρωμές δανείων των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ότι η χώρα έφτασε στη χρεοκοπία λόγω των κακών χειρισμών του Γ. Παπανδρέου.
Ωστόσο, το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» δείχνει ανάγλυφα ότι για τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο το όργιο της σπατάλης την περίοδο 2004-2009 το οποίο εκθέτει πολιτικά τόσο τον Κ. Καραμανλή όσο και τους υπουργούς Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη και Ι. Παπαθανασίου, αλλά και τον υπουργό Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο, υπεύθυνο για τις εκατοντάδες χιλιάδες προσλήψεις της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης.
Kι όμως, δεν φταίει μόνο – ούτε κυρίως – ο Ανδρέας Παπανδρέου για την έκρηξη του χρέους και την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας. Το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου, της «Αλλαγής», έχει μεν το δικό του μερίδιο ευθύνης στη συσσώρευση – σταδιακά, στην περίοδο της Μεταπολίτευσης – όλο και μεγαλύτερων ελλειμμάτων και χρέους, αλλά από τα στοιχεία προκύπτει ότι η πολιτική που κυριολεκτικά έριξε τη χώρα στα βράχια έχει χρώμα νεοδημοκρατικό, με τη μαύρη διετία 2007-09 να πρωταγωνιστεί.
Αρκεί να αναφέρει κανείς δυο – τρία χαρακτηριστικά στοιχεία: στην περίοδο 2006-09 οι δαπάνες του προϋπολογισμού αυξήθηκαν κατά σχεδόν 9% του ΑΕΠ, την ίδια ώρα που τα έσοδα μειώνονταν κατά 1% του ΑΕΠ. Πού πήγαν τα σχεδόν 30 δισ. ευρώ των αυξημένων δαπανών; Σε μεγάλο βαθμό, σε προσλήψεις και αυξήσεις μισθών. Οι υπηρετούντες στο Δημόσιο έφτασαν τους 511.913 το 2009 από 447.520 το 2004. Αποτέλεσμα: το έλλειμμα εκτινάχτηκε στο 15,6% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 127,9% του ΑΕΠ, στρώνοντας το χαλί στο Μνημόνιο και στην τρόικα.
Τα συμπεράσματα από την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών στα περίπου 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι σε κάθε περίπτωση μελαγχολικά. Το δημόσιο χρέος, μετά την πρώτη μεταπολιτευτική πενταετία κατά την οποία είχε διατηρηθεί στο πρωτοφανές για τα σημερινά δεδομένα επίπεδο του περίπου 22% του ΑΕΠ, πήρε την ανιούσα επί ΠΑΣΟΚ και Ανδρέα Παπανδρέου, φτάνοντας στο σχεδόν τριπλάσιο αλλά πάντα ανεκτό (ακόμη και με κριτήρια Μάαστριχτ) επίπεδο του 65% του ΑΕΠ το 1989.
Το επόμενο άλμα του το έκανε επί νεοδημοκρατικής κυβέρνησης, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όταν το 1993 άγγιξε το 100% του ΑΕΠ –αν και, για να είμαστε δίκαιοι, αυτό οφείλεται εν μέρει στην εφαρμογή ευρωπαϊκών κανόνων που υποχρέωσαν την εμφάνιση «κρυφού» ώς τότε χρέους.
Η καταστροφή. Ακολουθεί μία δεκαετία σταθερότητας στο επίπεδο του περίπου 100% του ΑΕΠ με τη σφραγίδα Σημίτη. Επειτα, ήρθε η καταστροφή. Από το 99,8% του ΑΕΠ το 2004, όταν αναλαμβάνει η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή σκαρφαλώνει στο 107,5% του ΑΕΠ το 2006, στο 112,9% του ΑΕΠ το 2008 και στο 127,9% το 2009. Η χώρα μπαίνει στον αστερισμό της χρεοκοπίας.
Ανάλογη διαδρομή τρελού φορτηγού ακολουθούσε φυσικά και ο προϋπολογισμός. Από το εντελώς μααστριχτικό 2,4% του ΑΕΠ το 1980, το έλλειμμα άρχισε να σκαρφαλώνει, φθάνοντας στο 14,2% του ΑΕΠ το 1990, για να τεθεί ξανά υπό έλεγχο ενόψει ένταξης στην ΟΝΕ το 1999.
Τα σημερινά στοιχεία της Εurostat, μετά τις πολλές αναθεωρήσεις τους, δεν θα μας έβαζαν στην ΟΝΕ, αφού το έλλειμμα το 1999 ήταν 3,1% του ΑΕΠ, 0,1% πάνω από το όριο του Μάαστριχτ. Ούτε όμως θα μας έβγαζαν από την επιτήρηση το 2007, όπως θριαμβολογούσε τότε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ισχυριζόμενη ότι εξυγίανε τα δημόσια οικονομικά, αφού το έλλειμμα το 2006 ήταν 5,7%. Η συνέχεια αποδείχθηκε ακόμη δραματικότερη, με τον έλεγχο να χάνεται και το έλλειμμα να σκαρφαλώνει στο 15,6% το 2009. Ηταν τότε που ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αναφώνησε το περίφημο: «Το παιχνίδι τελείωσε».
Στην πραγματικότητα είχε τελειώσει το παιχνίδι μιας ολόκληρης 40ετίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί πράγματι να κατηγορηθεί ότι άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, ακολουθώντας μια πολιτική παροχών που ξεπερνούσαν τις δυνατότητες της χώρας. Ομως έχει το ελαφρυντικό ότι οι περιστάσεις περίπου του το επέβαλαν, καθώς η χώρα είχε πρόσφατα βγει από τη χούντα και η πίεση ήταν μεγάλη για να αποκατασταθούν οι αδικίες εις βάρος των φτωχότερων και των πολιτικά περιθωριοποιημένων ώς τότε Ελλήνων. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 1970 και τη στασιμότητα της οικονομίας. Επέλεξε να το κάνει ακολουθώντας πολιτική τόνωσης της ζήτησης, την ώρα που ο γερασμένος παραγωγικός ιστός της χώρας αργοπέθαινε.
Ο Κώστας Καραμανλής, από την άλλη πλευρά, εμφανίσθηκε ως δύναμη κάθαρσης θέτοντας ως πρώτο στόχο της διακυβέρνησής του την «απογραφή» που διέσυρε τη χώρα. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι οι στόχοι της «απογραφής» ήταν μάλλον πολιτικοί, αφού επί διακυβέρνησής του το έλλειμμα ουδέποτε έπεσε κάτω από 5,5% του ΑΕΠ.
Αυτό βεβαίως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, γιατί τότε κρυβόταν κάτω από το χαλί και η χώρα «γιόρταζε» την έξοδό της από την επιτήρηση το 2007. Και το χειρότερο, ενώ η παγκόσμια οικονομία βυθιζόταν στην κρίση, η Ελλάδα παρίστανε τη «θωρακισμένη» οικονομία και διεύρυνε τα ελλείμματά της. Ετσι, αντί της εξυγίανσης που είχε υποσχεθεί ο Καραμανλής, η χώρα οδηγήθηκε στον γκρεμό.