Πρέπει να είναι κανείς πολύ ανόητος για να φαντάζεται ότι μπορεί να προλογίσει τον Μίκη Θεοδωράκη. Και τη Μαρία Φαραντούρη βέβαια. Και όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον καλλιτεχνικό τους υμέναιο, που τα «παιδιά» του ταξιδεύουν στις ψυχές και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Παρά το γεγονός, όμως, αυτού του τόσο φυσιολογικού απλώματος σε εκατομμύρια ανθρώπους, ο Μίκης Θεοδωράκης παραμένει μια βαθύτατα παρεξηγημένη μορφή. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος σύγχρονος εικαστικός που στο άκουσμα του ονόματος του Θεοδωράκη βγάζει φλύκταινες. Θεωρεί πως ό,τι απονέμεται στον Θεοδωράκη είναι αδικαιολόγητη υπερβολή. Το ότι η υπόθεση του Θεοδωράκη «τρέχει» από μόνη της δεν φαίνεται να του λέει τίποτε. Από δω μπορεί να ξεκινήσει μια παρεξήγηση που να πάρει απροσμέτρητες διαστάσεις. Ο Θεοδωράκης δηλαδή να είναι απορροφημένος από τα καλλιτεχνικά και τα πολιτικά οράματά του, να έχει φύγει σε άλλους χώρους, κι από κάτω του να δουλεύει ενορχηστρωμένα το σαράκι από τους ζηλόφθονες και τους εμπαθείς, αν και πρόκειται για καλλιτέχνες. Να κρατήσουμε τρία όμως πράγματα. Μια εξομολογητική του στιγμή όταν τον ακούσαμε να λέει «νιώθω σαν ένα τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων, κι είτε μπρος είτε πίσω κάνω θα χτυπήσω σε προβλήτα». Τη θυμωμένη αντίδρασή του στην προτροπή να μη συζητήσουμε πολιτικά: «Ποια πολιτικά; Κανείς δεν σκέφτεται τα 200 έργα που δεν πρόλαβα να γράψω γιατί ενδιαφερόμουν να γίνουν λίγο καλύτερα τα πράγματα στην πατρίδα μου». Και την κουβέντα του Χαρίλαου Φλωράκη «όταν εμάς δεν θα μας θυμάται κανείς, όλοι θ’ ακούνε τη μουσική του Μίκη».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Κύριε Θεοδωράκη, δεκάδες θα µπορούσαν να σας διεκδικήσουν ως δάσκαλό τους ή ως µέντορά τους, όχι µόνο τραγουδιστές, αλλά και άλλου είδους καλλιτέχνες;
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Για να πω την αλήθεια, αυτή η σχέση δασκάλου και μαθητή εμένα δεν μου πάει. Μου είναι πραγματικά αδύνατο να πάω σε μια τάξη και να διδάξω, δεν θα ήξερα τι να πω. Αλλο τώρα αν μιλάμε για μια σχέση ζωής όπως είναι αυτή που ενώνει εμένα με τη Μαρία και στηρίζεται στην κοινή μας αγάπη για την τέχνη μας, που είναι η μουσική. Βέβαια, κάθε γενιά δεν παύει να παίρνει ορισμένα πράγματα από την προηγούμενή της, όπως κι εγώ πήρα πάρα πολλά από τους προκατόχους μου. Οταν μάλιστα προσήλθα στον στίβο της λαϊκής μουσικής, για να μη φανεί ότι διεκδικούσα τίποτε πρωτεία ως Ευρωπαίος, δήλωσα ότι θεωρώ τον εαυτό μου μαθητή του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη, του Χιώτη. Και δεν είναι σχήμα λόγου. Εγώ ξέρω τι πήρα από όλους αυτούς αλλά και από πολλούς άλλους, όπως και η Μαρία ξέρει τι ακριβώς πήρε από μένα. Το σημαντικότερο όμως από όλα είναι ότι πρόκειται για πράγματα που ούτε γράφονται ούτε συνειδητοποιούνται καλά καλά. Οταν γνωριστήκαμε με τη Μαρία, ήταν ένα κορίτσι δεκάξι χρονών. Η συνεργασία μας όμως άρχισε όταν έγινε δεκαοκτώ – δεκαεννιά χρονών γιατί έπρεπε να ωριμάσει.
ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ: Οταν γνώρισα, παιδί σχεδόν, τον Μίκη Θεοδωράκη –ένα παιδί μάλιστα εσωστρεφές -, προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς μπορεί να είναι αυτή η προσωπικότητα. Αισθανόσουν ότι συναντάς κάτι πάρα πολύ μεγάλο, που όμως η ηλικία δεν σου επέτρεπε να το προσδιορίσεις με σαφήνεια. Τον περιέβαλλε μια αύρα ηρωική που τον έκανε να φαντάζει σαν ημίθεος. Χάρη σ’ αυτή όμως τη λειτουργία συνειδητοποιούσα ταυτόχρονα και τον εαυτό μου. Ολος ο κόσμος του Θεοδωράκη, η τέχνη του, αυτός ο συνδυασμός μιας ποιητικής και αγωνιστικής ιδιοσυγκρασίας, που αντικαθρεφτίζεται στο τραγούδι του, οργάνωναν την εσωστρέφειά μου και με έκαναν –ανώριμα στην αρχή, ωριμάζοντας με τα χρόνια –να μπορώ να πω τα τραγούδια του. Το τραγούδι του γιγαντώθηκε κι έχει γράψει πια τόσους κύκλους που είναι δύσκολο να τους απαριθμήσει κανείς.
Μ.Θ.: Αυτό που δίνουμε εμείς οι συνθέτες είναι το κέλυφος. Η μελωδία είναι ένα κέλυφος. Το κέλυφος αυτό χρειάζεται να βρει έναν αποδέκτη που να έχει το φυσικό χάρισμα μιας ιδιομορφίας της φωνής. Η φωνή παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Ακόμη μεγαλύτερο όμως παίζει το εσωτερικό του κελύφους, δηλαδή η ψυχική διάθεση και το συναίσθημα που διαθέτει το φυσικό μουσικό ταλέντο. Αυτά όλα βεβαίως αποκαλύπτονται σιγά σιγά με τις πρόβες. Φυσικά, η μεγάλη δοκιμασία είναι η ίδια η συναυλία. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη εμπειρία. Τόσο για μένα που διευθύνω για πρώτη φορά ένα τραγούδι όσο και για τον τραγουδιστή που το λέει για πρώτη φορά. Τη συνείδηση ενός τραγουδιστή που λέει για πρώτη φορά ένα τραγούδι είναι αδύνατον να την έχει οποιοσδήποτε άλλος. Είναι σαν να σε πετάνε στη θάλασσα, να μην ξέρεις κολύμπι και να πρέπει να κολυμπήσεις, διαφορετικά θα πνιγείς. Ετσι ήταν στην αρχή τα πράγματα με τη Μαρία. Μου φαίνεται όμως απίστευτο ότι γιορτάζουμε μαζί πενήντα χρόνια κοινής μουσικής ζωής.
Μ.Φ.: Εμένα το παράπονό μου με τις τηλεοράσεις και με τα μέσα επικοινωνίας είναι που δίνουν ένα πρόσωπο του Θεοδωράκη και της μουσικής του σαν να αρχίζει και να τελειώνει με τη «Ρωμιοσύνη», με το «Γελαστό παιδί», με το «Ενα το χελιδόνι». Και πολύ λιγότερο με αυτό που πραγματικά είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, ο μεγάλος δημιουργός, με τα πάμπολλα κλασικά έργα, με κύκλους τραγουδιών που δεν ξέρεις πού να πρωτοσταθείς. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό που ξετρελαίνει τους Κεντροευρωπαίους με τον Θεοδωράκη είναι ότι τον θεωρούν πολύ κοντά στον πυρήνα της κλασικής μουσικής. Σήμερα δεν υπάρχει κανενός είδους πολιτική φόρτιση. Εχουμε να κάνουμε μόνο με την ίδια τη μουσική, όπως συνέβαινε άλλωστε πάντα. Με τη συγκίνηση και τη μυσταγωγία που δημιουργεί η μουσική του Μίκη. Αν τώρα πολλές φορές τα γεγονότα στο παρελθόν φορτίζανε με μια πολιτική διάσταση τη μουσική, δεν έπαυε αυτή η διάσταση να έχει ως προϋπόθεσή της τη μυσταγωγία. Δεν έχει καμιά σχέση με τη φόρτιση την πολιτική, όταν γίνεται αίφνης μια δικτατορία και γράφουμε δυο τραγούδια εναντίον της. Χαίρομαι όταν βλέπω νέους ανθρώπους που ανησυχούν να μένουν κατάπληκτοι όταν ακούνε κάτι παραπάνω από τα πολύ γνωστά τραγούδια του Θεοδωράκη.
Μ.Θ.: Ισως για το γεγονός αυτό να ευθύνονται οι λαϊκές συναυλίες που τις ξεκίνησα για λόγους καθαρά ιδεολογικούς πριν από πενήντα τρία χρόνια. Ηθελα δηλαδή να βγάλω μέσα από αυτό το φρούριο που λεγόταν Αθήνα την ποίηση και τη μουσική προς τις συνοικίες. Υπήρχε βέβαια κι ένας άλλος λόγος, με είχανε αποκλείσει απ’ την ΕΡΤ, με είχανε αποκλείσει από τα τζουκ μποξ, έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να αντιδράσω. Βασικά όμως ήταν η ανάγκη να βρεθούν ο δημιουργός και ο εκτελεστής ενώπιος ενωπίω με το κοινό. Θεώρησα και θεωρώ πάντα ότι συνεχίζουμε μια χιλιετή παράδοση με τρανές τις αποδείξεις ότι η ελληνική Ιστορία είναι πάντα η ίδια. Σαν ένα ποτάμι που άλλοτε γίνεται υπόγειο, άλλοτε γίνεται ίσιο, βαθύ ή ρηχό, ένα ποτάμι ανδρικό, που ξεκινάει από τον Ομηρο και φτάνει ώς το σήμερα. Προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι αυτό που κάνουμε εμείς με το σμίξιμο της μουσικής και της ερμηνείας, του λόγου και του μέλους έχει ρίζες βαθιές, όταν ανήγγειλα τις λαϊκές συναυλίες, είπα ότι την πρώτη θα την κάνουμε στην Ελευσίνα. «Τι θα κάνουμε στην Ελευσίνα, η Ελευσίνα είναι τσιμεντάδικο», μου είπε ο Μπιθικώτσης. Του απάντησα «στην Ελευσίνα μας περιμένουν οι σκιές των προγόνων μας».
Θ.Ν.: Κυρία Φαραντούρη, να µιλήσουµε λίγο για τον τρόπο µε τον οποίο οι ξένοι εκτιµούν σήµερα το έργο του Θεοδωράκη;
Μ.Φ.: Ο Θεοδωράκης έχει ήδη εγγραφεί για το κλασικό κυρίως έργο του στο «Λεξικό των Μεγάλων Δημιουργών». Αλλά το σημαντικό είναι το ενδιαφέρον δημιουργών από άλλες μουσικές σχολές, όπως λόγου χάρη από τον χώρο της τζαζ. Οταν ο μεγάλος σαξοφωνίστας, ο θρύλος της τζαζ, ο Τσαρλς Λόιντ, άκουσε ή, μάλλον, του ψιθύρισα ενώ ήμασταν μαζί το «Κράτησα τη ζωή μου», το ερωτεύτηκε αμέσως. Σκεφτόμαστε μάλιστα μελλοντικά να συνεργαστούμε αποκλειστικά πάνω σε τραγούδια του Θεοδωράκη. Ή παλιότερα το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί με ιταλίδες τραγουδίστριες, τα πρώτα ονόματα, ή στη Γαλλία ή στη Γερμανία. Στην Αμερική έχουν πάρει τραγούδια του Θεοδωράκη και τα έχουνε κάνει ροκ. Σ’ έναν άλλον επίσης κιθαρίστα, τον Νιλς Κλάιν, άρεσε τόσο πολύ ο Λόρκα όπως τον έχει μελοποιήσει ο Θεοδωράκης, ώστε πήρε την «Παντέρμη» και την έκανε μουσικό κομμάτι για τζαζ. Παρά το γεγονός ότι εμείς τραγουδάμε ελληνικά και οι άνθρωποι αυτοί δεν γνωρίζουν τη γλώσσα μας, με το να έχουν ένα επίπεδο σε συνδυασμό και με την προσπάθεια τη δική μας στις συναυλίες να τους μεταδώσουμε τις έννοιες, το νόημα, κάτι καταφέρνουν να προσεταιρισθούν. Εκείνο όμως που τους ξετρελαίνει είναι η μουσική.
Μ.Θ.: Με τη Μαρία έχουμε κάνει περίπου δύο χιλιάδες συναυλίες. Πριν από κάθε συναυλία είχαμε πάντα μια μικρή πρόβα για να είμαστε τέλειοι. Ο Μπιθικώτσης αισθανόταν πάντα μια τρομερή ανασφάλεια, έκανε εμετό πριν βγει στη σκηνή. Φοβόταν και με κοίταζε στα μάτια καλά καλά. Με το που άρχιζε όμως η μουσική, με το πρώτο ακόρντο, όλα αυτά ξεχνιόνταν, μέσα σε πέντε λεπτά η ατμόσφαιρα είχε γίνει μαγική. Το κοινό είχε σιωπήσει εντελώς, το είχε κερδίσει η μαγεία. Και μιλάμε για αμέτρητα πλήθη, χιλιάδες ανθρώπους κάθε φορά. Ακουγα ο ίδιος το έργο μέσα μου και προσπαθούσα με το πρόσωπό μου, με τα χέρια μου, με τις κινήσεις μου να δώσω ό,τι περισσότερο μπορούσα, επικοινωνώντας απόλυτα με τους μουσικούς και τον τραγουδιστή που με κοιτάζανε εντατικά. Η συγκίνησή μου περνούσε, χωρίς τίποτε να χάνεται, σ’ όλον αυτόν τον κόσμο, που τον ένιωθες μαγεμένο. Μας άκουγαν πάντα μέσα σε θρησκευτική σιωπή. Και για να δείξω πια ότι έπρεπε να τελειώσουμε, τραγουδούσα ο ίδιος.
Μ.Φ.: Θα ήθελα να θυμίσω κάτι. Ημασταν στην Αυστραλία κι επρόκειτο να έρθει ο Αντώνης Καλογιάννης, ο θαυμάσιος αυτός τραγουδιστής, που θα κρατούσε το λαϊκό μέρος της συναυλίας. Ο Καλογιάννης όμως φοβόταν το αεροπλάνο και δεν ήρθε, έμεινε στο Παρίσι. Ο Θεοδωράκης επαναλάμβανε συνεχώς: «Τι θα κάνουμε τώρα, τι θα κάνουμε τώρα;». Δεν ήταν αστεία τα πράγματα, ήταν μεγάλο το μέρος του Καλογιάννη με τα «Τραγούδια του Αντρέα», με το «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις» και τόσα άλλα, έκλεινε η συναυλία μαζί του. Τελικά τα τραγούδησε ο ίδιος ο Μίκης, δεν μπορείτε να φανταστείτε το τι έγινε. Αυτό ακριβώς ήθελα να θυμίσω, ότι το ντεμπούτο του ως τραγουδιστής το έκανε ο Θεοδωράκης στην Αυστραλία. Μετά έγινε καθεστώς, τραγουδούσε πια σε κάθε συναυλία.
Θ.Ν.: Κύριε Θεοδωράκη, τι είναι αυτό που σας δηµιουργεί ένα είδος αισιοδοξίας όσον αφορά στο µέλλον της Ελλάδας;
Μ.Θ.: Εκείνο που σώζει την Ελλάδα είναι η οικογένεια. Τον θεσμό της ελληνικής οικογένειας δεν θα τον συναντήσεις πουθενά αλλού. Το συναίσθημα που δημιουργεί η οικογένεια κάνει τα παιδιά πολύ πιο φυσιολογικά σε σχέση με τα παιδιά στον Βορρά που τρελαίνονται. Η οικογένεια η δική μας έχει αυτή την υγρασία που κρατάει τα παιδιά σε μια ισορροπία νευρική, ψυχική και ηθική. Λέμε σήμερα ότι ο συνταξιούχος υποφέρει. Σωστά, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Ποιος όμως αφήνει τον συνταξιούχο πατέρα του να πεθάνει μόνος του; Εμείς ώς την τελευταία μας ρανίδα είμαστε πάνω στους γονείς μας. Το ίδιο συμβαίνει με τις παραδόσεις μας.
Θ.Ν.: Να κλείσουµε µε µια ανάµνηση από τον Φιντέλ Κάστρο που είναι φίλος σας;
Μ.Θ.: Είχα αναπτύξει μεγάλη φιλία μαζί του και ξέρανε ότι λόγω της φιλίας του μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, αν και τα μέτρα για την προστασία του ήταν κάτι φοβερό. Ετυχε την ημέρα της συναυλίας να είναι τα γενέθλιά μου κι ο Κάστρο είχε οργανώσει ο ίδιος μια γιορτή που θα γινόταν στο σπίτι μου –μου είχαν παραχωρήσει ένα ωραίο σπίτι έξω από την Αβάνα. Τη συναυλία θα την κάναμε στην κεντρική πλατεία, ισπανικού τύπου, ένα ορθογώνιο μεγάλο με γύρω γύρω τα σπίτια και στο βάθος τον καθεδρικό ναό, κάτι ανάλογο με τον καθεδρικό της Ρεμς, που είχε κλείσει από την ημέρα της επανάστασης και δεν είχε ξανανοίξει. Είχα γίνει επίσης πολύ φίλος με τον δήμαρχο της Αβάνας, που ήταν και ο διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης. Του ζήτησα λοιπόν ν’ ανοίξει τον καθεδρικό ναό και να ανάψει τον πολυέλαιο, που όπως θ’ αντιφέγγιζε σ’ όλη την πλατεία θα την έκανε φαντασμαγορική. Του είπα επίσης πως την ώρα που θα τελείωνε η συναυλία, θα ύψωνα τα χέρια μου σε γροθιές και τότε ακριβώς να έβαζε να χτυπήσουν οι καμπάνες. «Δεν μπορώ να τα κάνω, θα με σκοτώσουν», διαμαρτυρήθηκε. Τα έκανε όμως. Με το που ακούστηκαν οι καμπάνες, πετάχτηκε πάνω όλη η πολιτική ηγεσία που καθόταν μαζί με τον Κάστρο στην πρώτη σειρά κι ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν. Ορμάω τότε κι εγώ πάνω στον Κάστρο, τον παίρνω αγκαλιά και του λέω «εγώ τα έκανα όλα αυτά».
Μ.Φ.: Μετά πήγαμε και γιορτάσαμε τα γενέθλια του Μίκη στο σπίτι του, τραγουδώντας ώς
τις πρωινές ώρες. Υπήρχε ένας μεγάλος κήπος και θυμάμαι τον Κάστρο να μιλάει συνεχώς, να μας λέει για τη χώρα του, να ρωτάει για την Ελλάδα. Απίστευτες στιγμές. Ενα συγκλονιστικό ταξίδι
με τέχνη, πάθος, αγώνες σ’ όλο τον κόσμο και μέσα απ’ όλο τον κόσμο υπήρξε και συνεχίζει να είναι
η κοινή καλλιτεχνική ζωή με τον Μίκη
Θεοδωράκη. n