Ο ιδιοφυής Μανώλης Χιώτης δεν συναντήθηκε ποτέ με τον μάγο της κιθάρας Τζάνγκο Ράινχαρντ, αν και η επιρροή του δεύτερου είναι εμφανής στον πρώτο. Υπήρξαν όμως δίσκοι – εγχειρήματα και στην ελληνική ιστορία, όπου το μπλέξιμο των ήχων έμοιαζε ταυτόχρονα με νοερή σύμπραξη διαφορετικών κόσμων: του λάτιν και του λαϊκού ή του ελαφρολαϊκού είδους. Ενας τέτοιος δίσκος ήταν τα περίφημα «Latin» το 1987, μια ιδέα εξ ολοκλήρου του Γιώργου Νταλάρα. Ενας διπλός δίσκος που δεν ήταν ακριβώς συνηθισμένος για την εποχή που κυκλοφόρησε και έκανε πάταγο πωλήσεων, αφού παραπάνω από 600 χιλιάδες αντίτυπα μπήκαν στα σπίτια των τότε ακροατών. «Θυμάμαι πως από το 1975, στα καμαρίνια μιας μπουάτ στην Πλάκα, παίζαμε με τον κιθαριστή Στέλιο Καρύδα και τον Αντώνη Βαρδή ισπανικά τραγούδια με κιθάρες, νοτιοαμερικανικά αλλά και τραγούδια δικά μας, της δεκαετίας του ’50, που γράφτηκαν υπό την επιρροή των πρώτων.
Σε έναν κόσμο –τότε –με αλλαγές ήθελα να δείξω μερικά από τα παιδικά μου μπερδέματα – ακούσματα που δεν έφυγαν ποτέ από μέσα μου. Από πολύ μικρό παιδί, εξάλλου, ένιωθα μια μεγάλη έλξη για τη Λατινική Αμερική και τα τραγούδια της Ισπανίας. Μάλιστα, οι πρώτοι μου φίλοι ήταν δύο ναυτικοί που έφερναν βινύλια με λατινοαμερικανικά και φλαμένκο», θυμάται για «ΤΑ ΝΕΑ» ο Γιώργος Νταλάρας και συμπληρώνει:
«Αισθανόμουν πως υπήρχε μια συγγένεια στους μουσικούς δρόμους του φλαμένκο και τους βυζαντινούς δρόμους. Επίσης πάντα είχα μια αγάπη για τις κιθάρες και θεώρησα ότι ήρθε η ώρα να κάνω το μεράκι μου».
Κι έτσι κι έγινε. Ο Νταλάρας μάζεψε το υλικό, διασκεύασε κάποια κομμάτια, τα ενορχήστρωσε με τη γνωστή του σχολαστικότητα και με το δικό του γούστο. Μάλιστα, η μεγάλη παραγωγή περιελάμβανε τον αφρό των μουσικών και τραγουδιστών της εποχής, από την Αλκηστη Πρωτοψάλτη και τη Γλυκερία μέχρι τον πολύ «μάγο της κιθάρας» Αλ ντι Μέολα και τους Raza De Combre (Ιορδάνης Χατζηιωάννου, Π. Καρούσος, Βλ. Πετσάς, Μ. Αντύπας, Μ. Μανουσέλης, Λεονόρα Μορελεόν, Μάρθα Μορελεόν). Μια λεπτομέρεια επίσης που αποτυπώνει το «μπλέξιμο» των ήχων είναι πως εκτός από νοτιοαμερικανικά κομμάτια εδώ θα βρείτε και δύο ύμνους του Μανώλη Χιώτη (που πρώτος ενσωμάτωσε λάτιν ήχους στο παίξιμο και τις συνθέσεις του) και συγκεκριμένα το μπολερό «Δεν θέλω πια να ξαναρθείς» και το μάμπο «Περασμένες μου αγάπες». Δεν είναι τυχαίο πως ο Νταλάρας επέλεξε για τις ορχήστρες του δίσκου τον τρομπετίστα και στενό συνεργάτη του Χιώτη, Τάκη Πασβάντη. Τι άλλο όμως οδήγησε τον τραγουδιστή να κάνει έναν τέτοιο δίσκο;
«Εκείνη επίσης την εποχή παρατηρούσα τις νέες τάσεις, τα τότε πολιτικά ρεύματα, τον Βίκτορ Χάρα στη Χιλή, το νουέβο τάνγκο… Και έτσι μάζεψα παλιούς φίλους, όπως τους Λος Παραγκουάιος, Τρίο Ατένε, Raza De Cobre (ένα πολιτικοποιημένο γκρουπ της εποχής). Μάλιστα ξαναπαίξαμε μαζί πολλές φορές τα μεταγενέστερα χρόνια και ακόμη νιώθω πολύ χαρούμενος γι’ αυτόν τον δίσκο, όπου μπορεί οποιοσδήποτε 25 χρόνια μετά να αντιληφθεί την ειλικρίνεια. Εγώ πέρασα δύο μήνες –τόσο κράτησε η ηχογράφηση –πολύ ευχάριστα, ήταν ένα πάρτι συμμετοχής», σημειώνει ο Νταλάρας, που βεβαίως δεν παραλείπει να μας «φωτίσει» τη συνεργασία με τον Μέολα, μια σύμπραξη τότε που συζητήθηκε: «Πρώτα γίναμε φίλοι με τον Μέολα. Ηταν ένας ζεστός άνθρωπος (τολμώ να πω μεσογειακός), ένας μεγάλος κιθαρίστας, του οποίου η τζαζ περίοδος δεν χωράει συγκρίσεις, και ταυτόχρονα ένας προσαρμόσιμος μουσικός. Εξακολουθώ να πιστεύω πως η μουσική έχει ένα στοιχείο παγκοσμιότητας». Τα τραγούδια του δίσκου ταξίδεψαν αμέσως στα ερτζιανά και τα σπίτια. Aπ’ το «El Cascabel» και το «La Bamba» μέχρι το «Σε μαγικά νησιά» και τη ζαμπετική μπόσα νόβα «Τι σου ‘κανα και με εγκατέλειψες». Και βέβαια το «Αυτό το μάμπο το μπραζιλιέρο» του Γιώργου Μουζάκη που ερμήνευσε η Πρωτοψάλτη και έγινε μεγάλο σουξέ. «Δεν θα έλεγε καλύτερα κανείς άλλος το “Μάμπο” απ’ την Αλκηστη, έχει μια διάχυτη ειρωνεία, έναν σαρκασμό, τραγουδάει σαν έφηβη», σημειώνει ο Νταλάρας. Και αυτό –όπως και τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου –επιβεβαίωσε τον εξωστρεφή, φρέσκο, μοντέρνο τόνο που έδωσαν τα «Latin» στην εποχή τους, ανοίγοντας τον δρόμο για συμπράξεις, πειραματισμούς και μουσικά ανακατέματα που σύνορα δεν γνωρίζουν.