Για την Ελλάδα και την Αθήνα πιο συγκεκριμένα, κάθε χρονιά του 20ού αιώνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σημαδιακή. Το 1927 όμως θα το παρομοίαζε κανείς με ένα φωτεινό μετέωρο. Ιδιαίτερα στον κοινωνικό και στον καλλιτεχνικό βίο δημιουργίες και λογής συγκρούσεις προοιωνίζονται ένα μέλλον απαλλαγμένο από ταμπού και καθυστερήσεις, έστω και αν λίγα χρόνια αργότερα ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα τα αναστείλει όλα αυτά προετοιμάζοντας ένα βαθύ σκοτάδι.
Προς το παρόν, ας πούμε ότι βρισκόμαστε στα 1927 και το κλίμα όπου ζούμε είναι το αθεράπευτα ρομαντικό του Μεσοπολέμου. Τι κλείνει μέσα της η χρονιά αυτή; Μοιάζει με αθλητικό αλλά είναι ένα μεγάλης σημασίας κοινωνικό γεγονός το Πρωτάθλημα Πετοσφαίρισης Γυναικών, στο οποίο ο Γυμναστικός Σύλλογος Γυναικών κατέκτησε το έπαθλο που έχει αθλοθετήσει η εφημερίδα «Βραδυνή». Στην αρχή ακόμη της ίδιας χρονιάς θα ξεσπάσουν συγκρούσεις ανάμεσα σε παλαιοημερολογίτες και νεοημερολογίτες· και ενώ σχεδόν γραφικοί λογαριάζονται σήμερα οι οπαδοί του παλαιού ημερολογίου, την εποχή εκείνη αποτελούσαν δύναμη υπολογίσιμη ώστε κάθε κίνησή τους να εκβάλλει με απρόβλεπτες ταραχές στο κοινωνικό σύνολο. Οπως πάντα, ως φόντο η οσμή θα υπάρξει μέσα σε μεγάλα επιχώρια γεγονότα, κάτι που ακουμπά την εθνική συνείδηση και την ενθουσιάζει ή τη θυμώνει. Τον ρόλο αυτόν το 1927 θα τον αναλάβει το τραγούδι «Μισιρλού» που τραγουδά η κομπανία του Σμυρνιού Δημήτρη Πατρινού και μιλάει για τον έρωτα ενός χριστιανού με μια μουσουλμάνα. Σε αναμφισβήτητα πολύ υψηλότερο επίπεδο τοποθετείται μέσα στην ίδια χρονιά η μελοποίηση από τον Δημήτρη Μητρόπουλο δέκα κομματιών που στηρίζονται σε ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, αξεπέραστοι πόλοι πρόκλησης και οι δυο τους για τα συντηρητικά ήθη της εποχής –και όχι μόνο.
Ανώμαλη θα χαρακτήριζε κανείς την προσγείωσή μας στα μπεν μιξτ, αλλά το 1927 είναι η χρονιά που δικαιολογημένα θα τη χαρακτήριζε κανείς σχεδόν αποκλειστικά χρονιά των μπεν μιξτ. Τι όμως ακριβώς ήταν τα μπεν μιξτ, τα οποία έχουν εκλείψει πια ακόμη και ως λέξη; Γεγονός που μας κάνει να σκεφτούμε κάτι πραγματικά τρομερό, ότι για να υπάρξει μια πραγματικότητα χρειάζεται να έχουμε τη λέξη που την εκφράζει. Διαφορετικά η πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη, όπως περίπου συνέβη και με τη λέξη «μπεν μιξτ».
Οσον αφορά τη λέξη «μιξτ», δεν υπάρχει κανένας, ακόμη και μη γλωσσομαθής, που να μην ξέρει τι σημαίνει. Αλλά η λέξη «μπεν» έχει κάποια ιστορία. Σημαίνει βέβαια «μπάνιο», αλλά είναι και το κύριο μέρος της λέξης «μπανίζω». Η λέξη «μπάνιο» με την προσθήκη της κατάληξης -ίζω δημιούργησε το σχετικό ρήμα, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τους άνδρες καθώς κρυφοκοιτούσαν από μακριά τις γυναίκες που κολυμπούσαν στη θάλασσα. Εννοείται την εποχή όπου δεν είχαν καθιερωθεί ακόμη τα μεικτά μπάνια. Από τη λέξη «μπανίζω», λοιπόν, που μπορεί να αποδοθεί και με τις λέξεις «παίρνω μάτι», δηλαδή κάνω οφθαλμόλουτρο, προέρχεται και η λέξη «μπάνικος» για κάτι που είναι πολύ ωραίο και ελκυστικό. Χωρίς να σημαίνει ότι τα μεικτά μπάνια δεν υφίσταντο, έστω κρυφά και παρανόμως, ως χρόνος καθιέρωσής τους για την Αττική τουλάχιστον μπορεί να θεωρηθεί το έτος 1927. Απειρα τα σχετικά άρθρα και χρονογραφήματα στις αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής, αλλά και πολύ αργότερα.
Αδικαιολόγητος μας φαίνεται σήμερα ο τόσος θόρυβος για κάτι που το θεωρούμε φυσικό. Αν σκεφθεί όμως κανείς τι είχε προηγηθεί του 1927 όπου καθιερώνεται ο «θεσμός» των μπεν μιξτ, θα αντιληφθεί γιατί έφθασαν να θεωρούνται για τη ζωή των Ελλήνων μια μορφή νεωτερισμού. Ηταν μόλις δέκα χρόνια πριν, το 1917, όταν μια άγνωστη νεαρή δημοσίευσε με τα αρχικά Σ.Α.Μ. πρόσκληση σε απογευματινή εφημερίδα με την οποία ζητούσε να της στείλουν τα στοιχεία τους σε post restant όσοι επιθυμούσαν να πάρουν μέρος στο κίνημα των οπαδών των μπεν μιξτ. Οι αντιδράσεις υπήρξαν σφοδρές –μέχρι του σημείου, μάλιστα, να υπάρξει δημοσίευμα που έγραφε: «Η κρυπτομένη υπό τα τρία στοιχεία του αλφαβήτου δεσποινίς εννοεί να εφαρμόσει και εφέτος την αμαρτία αυτήν την οποία τόσο κατεδίωξαν οι Αρχές πέρυσι. Πολύ καλά… Να δούμε όμως τι λέει η Αστυνομία, η οποία, ως γνωστόν, θέλει τα ερίφια με τα ερίφια και τα πρόβατα με τα πρόβατα». Αναγγέλλονταν, μάλιστα, διώξεις σε περίπτωση που θα τολμούσε να ξεμυτίσει η νέα μόδα ή καλύτερα το κίνημα των μπεν μιξτ.
Εως τα μέσα ακόμη της δεκαετίας του ’20 η τυχαία συνάντηση στα ανοιχτά της θάλασσας ανδρών και γυναικών θεωρούνταν κάτι το σκανδαλώδες. Σηκωνόταν κυριολεκτικά ο κόσμος στο πόδι. Επόμενο λοιπόν ήταν οι Αρχές να μη μένουν ασυγκίνητες και οι χωροφύλακες να μεταβάλλονται σε ακοίμητους φρουρούς της ηθικής στις φαληρικές ακτές. Με αποτέλεσμα οι οπαδοί της νέας μόδας να συλλαμβάνονται και να καταδικάζονται από το Πταισματοδικείο του Πειραιά.
Ακόμη δυσχερέστερα ήταν τα πράγματα σε προηγούμενα χρόνια, όπως την εποχή του Οθωνα. Συνέτειναν πολύ και οι αντικειμενικές συνθήκες, αφού ακόμη και μια απλή κάθοδος στην πλησιέστερη ακτή, που ήταν οι Τζιτζιφιές, συνιστούσε ένα δύσκολο εγχείρημα καθώς η περιοχή αυτή δεν συνδεόταν οικιστικά με την Αθήνα. Δύσκολα αποφάσιζαν οι Αθηναίοι να πάνε στη θάλασσα των Τζιτζιφιών όχι μόνο γιατί θεωρούνταν ότι η περιοχή είναι γεμάτη με φίδια, αλλά υπήρχε και ο κίνδυνος των ληστών που λυμαίνονταν τα άγρια (!) αυτά μέρη. Αν θυμηθεί κανείς ότι προς βΒορράν (Κηφισιά, Βαρυμπόμπη) δρούσε την ίδια εποχή ο διαβόητος ληστής Τάκης Αρβανιτάκης με τη συμμορία του, την Αττική φαίνεται να την έζωνε ολούθε μαζί με τις λογής απαγορεύσεις και ο τρόμος των ληστών.
Ουσιαστικά οι γυναίκες μπήκαν για πρώτη φορά στη θάλασσα επί Γεωργίου Α’, το 1864 –εννοείται, βέβαια, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή επαφή με τους άνδρες. Το κολύμπι γινόταν κρυφά, πίσω από τους πελώριους βράχους της Καστέλλας –που μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος των περιοχών που αποδέχθηκαν τα μπεν μιξτ. Η πρώτη γυναίκα που κολύμπησε μαζί με άνδρες ήταν η Γαλλίδα Ζορζέτ Μερσιέ, η αποκαλούμενη και Μαντάμ Φρου Φρου. Αφησε εποχή στα αθηναϊκά χρονικά με τις εκκεντρικότητές της· έγινε μάλιστα και νούμερο επιθεώρησης στο θέατρο, την οποία παρακολούθησε η ίδια με μεγάλη ευχαρίστηση. Τον ρόλο της τον υποδυόταν ένας άνδρας ηθοποιός, ονόματι Νικόλαος Λύρας, ο οποίος φορούσε κρινολίνο και αφού γδυνόταν έπεφτε, υποτίθεται, στη θάλασσα σε μια ακτή του Φαλήρου και κολυμπούσε μαζί με τους άνδρες. Λίγο αργότερα ακολούθησαν τη Γαλλίδα Μερσιέ οι τολμηρότατες νεαρές Μαρία Δαμουλή, Ασπασία Ζαμούχου και Κορίνα Δεναξά, οι οποίες φορώντας μοντέρνα μαγιό βούτηξαν στο νερό ταυτόχρονα με τους άνδρες. Ακολούθησε πανδαιμόνιο και αντιλαμβάνεται κανείς τις διαστάσεις και την έντασή του ώστε να διασώζει η Ιστορία τα ονόματα των πρωτοπόρων αυτών νεανίδων.
Πρωτοπόρος επίσης στην υπόθεση των μπεν μιξτ θα μπορούσε να θεωρηθεί και η βασίλισσα Αμαλία, η οποία έφιππη κατέβηκε με τη συνοδεία της στις Τζιτζιφιές το 1834 για να κολυμπήσει. Ενα ερειπωμένο κτίριο επισκευάστηκε πρόχειρα προκειμένου να αποκτήσει καμπίνες και αποδυτήρια, και αυτό είναι κάτι που όταν έγινε γνωστό πιστώθηκε στη βασίλισσα ως συμβολή στην καινοτομία των μπεν μιξτ. Με διάταγμα μάλιστα που υπέγραψε ο σύζυγός της, ο Οθων, τοποθετήθηκε ως λιμενάρχης Φαλήρου ο Ευστράτιος Πετροκόκκινος, ο οποίος ήταν παράλληλα και υγειονόμος (θέριζαν, όπως είναι γνωστό, την εποχή εκείνη τα αφροδίσια νοσήματα).
Ποιο ήταν όμως το «λουτρικόν ένδυμα», όπως αποκαλούνταν το μαγιό προτού ακόμη καθιερωθούν τα μπεν μιξτ; Χρώματος πορτοκαλί, κόκκινου ή μπλε, έγχρωμο και κομψό, συνοδευόταν απαραιτήτως από μαύρες κάλτσες που τύλιγαν χιαστί τις γάμπες των δεσποινίδων και των κυριών και που βεβαίως δεν τις αφαιρούσαν όταν έμπαιναν στη θάλασσα. Το «λουτρικόν ένδυμα», ενώ μετακινούνταν προς την παραλία, το τύλιγαν προσεκτικά μέσα σε μπουρνούζι ώστε να μην το δει κανένας άνδρας. Αν για παράδειγμα κάποιος αδιάκριτος έλεγε ότι η τάδε κυρία φοράει «λουτρικόν ένδυμα» χρώματος πορτοκαλί, θα ξεσπούσε σκάνδαλο. Οι δεσποινίδες και οι κυρίες τσαλαβουτούσαν συνήθως στα ρηχά, κουνώντας χέρια και πόδια, αλλά και οι άνδρες επίσης δεν ήξεραν να κολυμπούν. Με μόνη εξαίρεση τους ναύτες, οι οποίοι όταν τύχαινε να βρεθούν στην περιοχή του Φαλήρου βουτούσαν στο νερό ξεμακραίνοντας στα βαθιά. Πρώτος δάσκαλος κολύμβησης για τους Αθηναίους υπήρξε ο γιατρός Σωτήριος Κλαββάς, ο οποίος είχε σπουδάσει στο εξωτερικό.
Παρά το γεγονός ότι ως χρόνος καθιέρωσης των μπεν μιξτ θεωρείται το 1927, η αλήθεια είναι πως η διάδοσή τους είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πυκνότερη δύο-τρία χρόνια νωρίτερα. Στην αρχή σε καθιερωμένες λουτροπόλεις και στη συνέχεια σε απομακρυσμένα σημεία, όπως θεωρούνταν την εποχή εκείνη η Βουλιαγμένη και ο Σκαραμαγκάς. Το 1925 γίνεται επίκεντρο μεγάλου ενδιαφέροντος για τις παρέες το Καλαμάκι. Το 1926 αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους τα μπεν μιξτ και την ημέρα, δειλά βέβαια και αραιά και πού. Από το 1927 όμως τα μπεν μιξτ, από το Καλαμάκι ώς τη Βουλιαγμένη, γίνονται στο φως της ημέρας, με χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, γέρους και παιδιά να λούζονται στις γύρω θάλασσες.
Οσο πολύτιμη όμως και αν είναι η ελευθερία που κατακτήθηκε με τα μπεν μιξτ εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, μένει να αναρωτηθούμε αν η ελευθερία αυτή άγγιξε όλους τους ανθρώπους και πιο συγκεκριμένα τις γυναίκες στο πέρασμα των χρόνων αυτών. Μάλλον όχι. Φτάνει να θυμηθούμε μια σπουδαία ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, τη «Θεία απ’ το Σικάγο», και τη σκηνή όπου ο Ορέστης Μακρής και η «σύζυγός» του Ελένη Ζαφειρίου επιλέγουν για να κολυμπήσουν τα τέσσερα κορίτσια τους (η Γκέλυ Μαυροπούλου, η Τζένη Καρέζη, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, και η Νίκη Παπαδάτου) μια ερημική τοποθεσία, κρατώντας ένα απλωμένο σεντόνι για να τις προφυλάξουν από κάθε αδιάκριτο ανδρικό μάτι.