Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας υπουργός με μεταρρυθμιστικές ιδέες. Είχε μάλιστα καταφέρει, παρά πάσαν προσδοκίαν, να κάνει πράξη μια τέτοια ιδέα: είχε ιδρύσει τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών.
Το σχέδιο προέβλεπε να μη μείνουν τα ΚΕΠ κέντρα διευκόλυνσης των πολιτών για την έκδοση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, αλλά να εξελιχθούν σε πλήρη υποκαταστήματα του κράτους. Οπου ο πολίτης θα μπορούσε να διεκπεραιώσει όλες τις συναλλαγές του με το Δημόσιο –φορολογικές, ασφαλιστικές, πολεοδομικές, αδειοδότησης νέων επιχειρήσεων κ.λπ., ώστε τα ΚΕΠ να είναι η μόνη πύλη φυσικής επικοινωνίας ενός πολίτη με το Δημόσιο, οι διαδικασίες να απλοποιηθούν, να τυποποιηθούν και να συντομευθούν. Εντός του κράτους να κυκλοφορούν μόνο έγγραφα, όχι άνθρωποι.
Ξεκίνησε, λοιπόν, ένα πιλοτικό πείραμα: να αναλάβουν τα ΚΕΠ τη συνταξιοδότηση των αγροτών. Ως τότε, για να πάρει σύνταξη ένας αγρότης έπρεπε να απευθυνθεί σε κάποιον από τους 5.000 διαπιστευμένους κατά τόπους ανταποκριτές του ΟΓΑ και αυτός να στείλει τα χαρτιά στα κεντρικά του ΟΓΑ, όπου ένα τμήμα 15 υπαλλήλων έπρεπε να διεκπεραιώσει 30.000 φακέλους υποψηφίων για σύνταξη κάθε χρόνο. Και όταν με χρόνια με καιρούς η σύνταξη εγκρινόταν, ο ανταποκριτής κρατούσε το πρώτο μηνιάτικο ως μπόνους, πέραν του τακτικού επιμισθίου που του έδινε ο ΟΓΑ. Το σύστημα είχε ένα άρωμα κάπως οθωμανικό και, εκτός από καθυστερήσεις και ταλαιπωρία για τους αγρότες, προέκυπταν και πολλές λαθροχειρίες (που τώρα έρχονται στο φως).
Η ιδέα, λοιπόν, ήταν να περάσει η βάση δεδομένων του ΟΓΑ στα ΚΕΠ και αυτά να ειδοποιούν εγκαίρως τους δικαιούχους αγρότες της περιοχής τους, να συγκεντρώνουν τα χαρτιά και, με τη συμπλήρωση του 65ου έτους, ο αγρότης να εισπράττει την πρώτη του σύνταξη άκοπα και αδάπανα και με ένα ευχαριστήριο σημείωμα για τις υπηρεσίες του στη χώρα.
Ωραία ιδέα. Αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Πρώτα ο ΟΓΑ αρνιόταν να παραδώσει τη βάση δεδομένων των ασφαλισμένων του. Επειτα οι 5.000 ανταποκριτές ξεσήκωσαν ανένδοτο αγώνα αντίστασης. Κι έπειτα ο υπουργός έφυγε από το υπουργείο και η ιδέα του κατέληξε στο καλάθι των αχρήστων.
Από τότε οι ύμνοι στις μεταρρυθμίσεις επαναλαμβάνονται στην Ελλάδα, από τον Καραμανλή ή από τον Τόμσεν, συχνότερα απ’ ό,τι τα «Πάτερ ημών» στις εκκλησίες. Ομως αυτή η απλή και κρίσιμη μεταρρύθμιση, η μετατροπή των ΚΕΠ σε υποκαταστήματα του κράτους, όχι μόνον δεν προχώρησε, αλλά έγιναν και βήματα προς τα πίσω, καθώς δραστηριότητες που είχαν εκχωρηθεί στα ΚΕΠ επέστρεψαν στις παλιές δημόσιες υπηρεσίες και στα παρασιτικά δίκτυα μεσολάβησης που φύονται γύρω τους.
Το ότι αυτά τα δίκτυα αντιδρούν λυσσαλέα σε καθετί που απειλεί τη μικροεξουσία τους και το εισόδημά τους, είναι ευνόητο. Και άνευ σημασίας. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι και το πολιτικό σύστημα συμπράττει στις αντιδράσεις αυτές. Ισως επειδή μια αληθινή μεταρρύθμιση στο Δημόσιο, που θα τυποποιεί και θα απλοποιεί τις διαδικασίες και θα αποκλείει τη φυσική επαφή μεταξύ πολίτη και δημόσιας υπηρεσίας, αφαιρεί το έδαφος για την ανάπτυξη (ή, σήμερα πια, επιβίωση) παραδιοικητικών δικτύων, που σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονται με τα δίκτυα κομματικής επιρροής. Ή ίσως επειδή η γραφειοκρατική κανονικότητα και η διαφάνεια στις ροές εντός του Δημοσίου θα έθετε σε κίνδυνο το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του πολιτικού προϊσταμένου επί της διοίκησης, το δικαίωμα του υπουργού στην αυθαιρεσία.
Τα σκεφτόμουν ξανά όλα αυτά, καθώς άκουγα την ιστορία των συντάξεων του ΟΓΑ από τα χείλη του πρωταγωνιστή της, του τότε υπουργού Σταύρου Μπένου, το περασμένο Σάββατο, στον κήπο του Μουσείου της Αρχαίας Μεσσήνης. Ο Μπένος απεσύρθη από τη σκηνή της επαγγελματικής πολιτικής και αφοσιώθηκε σε ένα κίνημα πολιτών, το Διάζωμα, που ονειρεύεται την αναγέννηση του μαραμένου δημόσιου χώρου. Και παρότι ο βαλκανικός σουρεαλισμός της ιστορίας που διηγιόταν άφηνε μια γεύση πικρή, το γεγονός ότι είχαμε μόλις δει με τα μάτια μας το όνειρο να πραγματοποιείται, ένα αρχαίο θέατρο να αποδίδεται πανηγυρικά στην τοπική κοινωνία, έπειτα από 1.700 χρόνια σιωπής απέκλειε κάθε διάθεση απαισιοδοξίας. Οχι, δεν είναι αλήθεια ότι τα εμπόδια είναι ανυπέρβλητα, ότι κάθε αλλαγή είναι ανέφικτη, ότι μια μεταρρυθμιστική ιδέα δεν μπορεί να εμπνεύσει ένα κοινωνικό κίνημα.