Σάββατο, 2 Αυγούστου 1980. Η ώρα είναι 10.25 και στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια κυριαρχούν οι ήχοι που ακούγονται σε όλους τους σταθμούς του κόσμου –φωνές ανθρώπων και σφυρίγματα τρένων, γέλια, κλάματα και αποχαιρετισμοί, μικροπωλητές που διαλαλούν την πραμάτεια τους, σταθμάρχες που ενημερώνουν για τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των τρένων -, όταν ξαφνικά ένας φοβερός κρότος υπερκαλύπτει τα πάντα. Μόλις εξερράγη μια βόμβα. Πρόκειται για ένα από τα πιο καταστροφικά τρομοκρατικά χτυπήματα που έχουν πλήξει την Ιταλία από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για ένα μακελειό που θα μείνει στην Ιστορία ως «η σφαγή της Μπολόνια».
Τα εκρηκτικά –ένα θανατηφόρο μείγμα περίπου 20 γραμμαρίων που εμπεριείχε κυρίως τρινιτροτολουόλη (TNT) και νιτρογλυκερίνη –βρίσκονταν μέσα σε μία βαλίτσα τοποθετημένη δίπλα στον κεντρικό τοίχο της ανατολικής πτέρυγας του σιδηροδρομικού σταθμού. Το τρένο του έκτακτου δρομολογίου Αγκώνα – Βασιλεία, το οποίο βρισκόταν σταματημένο στην πρώτη γραμμή του σταθμού, περιόρισε την ισχύ του ωστικού κύματος που προκλήθηκε από την έκρηξη. Ωστόσο, όταν κατακάθησε ο κουρνιαχτός, η κατάσταση ήταν δραματική.
Η ισχυρότατη έκρηξη είχε προκαλέσει την κατάρρευση μεγάλου τμήματος του κεντρικού κτιρίου όπου στεγάζονταν τα εστιατόρια του σταθμού και οι αίθουσες αναμονής της πρώτης και της δεύτερης θέσης. Κατέρρευσε, επίσης, μεγάλο τμήμα της σκεπής. Οσοι από τους παρευρισκομένους δεν σκοτώθηκαν ακαριαία, κείτονταν βαριά τραυματισμένοι κάτω από τα συντρίμμια. Επειτα από μερικά λεπτά οι ραδιοφωνικοί και οι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας διέκοψαν τα προγράμματά τους για να ενημερώσουν τους Ιταλούς για το δολοφονικό γεγονός. Αρχικά, οι περισσότεροι θεώρησαν ότι επρόκειτο για διαρροή αερίου από έναν προβληματικό λέβητα.
Στο τέλος της ημέρας είχαν μετρηθεί 85 πτώματα. Η Μαρία Φρεζού βρισκόταν στην αίθουσα όπου εξερράγη η βόμβα μαζί με την Αντζελα, την τρίχρονη κόρη της. Ηταν έτοιμες να αναχωρήσουν μαζί με δύο φίλες για ολιγοήμερες διακοπές στη λίμνη της Γκάρντα στη Βόρεια Ιταλία. Το άψυχο σώμα της Αντζελας βρέθηκε αμέσως μετά την έκρηξη. Το σώμα της μητέρας της ή, μάλλον, ό,τι είχε απομείνει από αυτό, αναγνωρίστηκε έπειτα από τέσσερις μήνες. Η 16χρονη Μαρίνα Τρολέζε είχε προγραμματίσει να περάσει τον Αύγουστο στην Αγγλία μαζί με την αδελφή της Κιάρα. Τη στιγμή της έκρηξης οι δύο κοπέλες αποχαιρετούσαν τη μητέρα τους και τον αδελφό τους οι οποίοι τις είχαν συνοδεύσει έως τον σταθμό. Η μητέρα των κοριτσιών βρέθηκε νεκρή κάτω από τα χαλάσματα αργά το βράδυ. Η Μαρίνα βρέθηκε ζωντανή κάτω από τα ερείπια, αλλά το σώμα της ήταν γεμάτο εγκαύματα. Τελικά ξεψύχησε έπειτα από δέκα ημέρες έχοντας υποφέρει αφόρητα. Ο αδελφός της και η αδελφή της Κιάρα επέζησαν, αλλά φέρουν ακόμη τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή τους τα σημάδια εκείνης της σκοτεινής ημέρας. Ο 86χρονος Αντόνιο Μοντανάρι, ο πιο ηλικιωμένος από τους νεκρούς, περίμενε το λεωφορείο σε μια στάση έξω από τον σταθμό.
ΓΕΜΙΣΑΝ ΤΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ. Οι τραυματίες, περισσότεροι από 200, προτού ακόμη φθάσουν τα σωστικά συνεργεία και τα ασθενοφόρα, δέχτηκαν τη βοήθεια των εργαζομένων, των οδηγών ταξί και των περαστικών. Μία ώρα μετά την έκρηξη τα νοσοκομεία της πόλης ήταν γεμάτα με ανθρώπους που έδιναν μάχη για να κρατηθούν στη ζωή.
Τα δεκάδες άψυχα σώματα φορτώνονταν ελλείψει χώρου σε ένα αστικό λεωφορείο που βρισκόταν σταθμευμένο έξω από τον σταθμό. Εχοντας καλύψει τα παράθυρα του λεωφορείου με λευκά σεντόνια, ο οδηγός αυτής της αυτοσχέδιας νεκροφόρας αναγκάστηκε να εκτελέσει το πιο μακάβριο δρομολόγιο της ζωής του: από τον κατεστραμμένο σταθμό έως τα νεκροτομεία της πόλης και πίσω, έως αργά το βράδυ.
Επτά ώρες μετά τη δολοφονική έκρηξη ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Σάντρο Περτίνι βρισκόταν ήδη στην αιματοβαμμένη πρωτεύουσα της Εμίλια Ρομάνια. Η υπόθεση του προβληματικού λέβητα είχε ήδη εγκαταλειφθεί. Ο κρατήρας στο σημείο της έκρηξης δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Μιλώντας στους δημοσιογράφους ο Περτίνι δεν κατάφερε να κρύψει τον τρόμο του. «Κύριοι», είπε, «βρισκόμαστε μπροστά στην πιο εγκληματική πράξη που έχει σημειωθεί ποτέ στην Ιταλία».
Πριν ακόμη από τις κηδείες των 85 θυμάτων στις 6 Αυγούστου, οι κάτοικοι της Μπολόνια συγκεντρώθηκαν κατά χιλιάδες στην Πιάτσα Ματζόρε, κεντρική πλατεία της πόλης, για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στα θύματα και στις οικογένειές τους. Το «παρών» στη νεκρώσιμη ακολουθία έδωσαν περισσότεροι από 100.000 Μπολονέζοι κατακλύζοντας την ημιτελή βασιλική του Αγίου Πετρωνίου, την πλατεία στην οποία δεσπόζει, τους γύρω δρόμους και στενά. Τα φέρετρα ήταν μόνο οκτώ καθώς μόνο οκτώ από τις οικογένειες των δεκάδων θυμάτων δέχτηκαν τη δημόσια δαπάνη.
Οι έρευνες για μία από τις πιο δύσκολες υποθέσεις στη δικαστική ιστορία της χώρας είχαν ήδη ξεκινήσει.
ΑΝΑΛΗΨΗ ΕΥΘΥΝΗΣ. Μόλις μερικά λεπτά μετά την έκρηξη ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Χίλτον στο Μιλάνο δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από κάποιον φερόμενο ως μέλος της νεοφασιστικής οργάνωσης NAR (Nuclei Armati Rivoluzionari – Ενοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες), ο οποίος δήλωσε: «Χτυπήσαμε την Μπολόνια, θα χτυπήσουμε και το Μιλάνο». Το απόγευμα οι NAR τηλεφώνησαν και στα γραφεία της εταιρείας Italia στο Τορίνο για να αναλάβουν την ευθύνη. Το ενδεχόμενο να εμπλέκονται οι Ερυθρές Ταξιαρχίες αποκλείστηκε μόνο όταν μέλος του μιλανέζικου πυρήνα της οργάνωσης Walter Alasia τηλεφώνησε στον ραδιοφωνικό σταθμό Radio Popolare του Μιλάνου υπογραμμίζοντας: «Εμείς δεν κάνουμε τέτοιες π…ές».
Δύο ημέρες αργότερα, τη Δευτέρα 4 Αυγούστου, ο τότε Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός της χώρας Φραντσέσκο Κοσίγκα, μιλώντας στη Γερουσία θα αναφέρει: «Αυτή η φρικτή τραγωδία, της οποίας η μήτρα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ανήκει στην Ακρα Δεξιά, μας δεσμεύει να ρίξουμε άπλετο φως, να μην αφήσουμε τίποτα που να μην ερευνηθεί».
Τελικά, η ιταλική Δικαιοσύνη, έπειτα από χρόνια και σειρά από δίκες, εφέσεις, αποφάσεις και ακυρώσεις αυτών, κατέδειξε ως ενόχους της σφαγής τρεις νεότατους εκείνη την περίοδο νεοφασίστες, μέλη της ομάδας NAR: τον 22χρονο Τζουζέπε Βαλέριο Φιοραβάντι, την 21χρονη σύντροφό του Φραντσέσκα Μάμπρο και τον 17χρονο Λουίτζι Τσιαβαρντίνι. Και οι τρεις από την πρώτη στιγμή της σύλληψής τους, μερικές ημέρες μετά την έκρηξη, παρότι παραδέχθηκαν πως είχαν οργανώσει και εκτελέσει αρκετές άλλες τρομοκρατικές ενέργειες, δήλωσαν κατηγορηματικά πως δεν ευθύνονται για τη σφαγή στον σταθμό.
Τριάντα τρία χρόνια μετά τη σφαγή, ο κύκλος των ανθρώπων που θεωρούν ότι οι τρεις πρώην νεοφασίστες δεν φέρουν την ευθύνη εξακολουθεί να διευρύνεται, ενώ στη λίστα με τους εναλλακτικούς υπόπτους συνυπάρχουν παλαιστίνιοι μαχητές, γερμανοί τρομοκράτες προσκείμενοι στον διαβόητο Κάρλος, μυστικές υπηρεσίες άλλων κρατών, ακόμη και η CIA.
Για την πόλη της Μπολόνια και τους κατοίκους της το καλοκαίρι του 1980 υπήρξε τραγικό. Τριάντα πέντε ημέρες πριν από τη σφαγή στον σιδηροδρομικό σταθμό, την Παρασκευή 27 Ιουνίου, ένα αεροπλάνο της ιταλικής εταιρείας Itavia, το οποίο είχε αναχωρήσει από το αεροδρόμιο της πόλης με 81 επιβαίνοντες και προορισμό το αεροδρόμιο του Παλέρμο, ανατινάχτηκε στον αέρα και κατέπεσε στη θαλάσσια περιοχή κοντά στο νησί Ούστικα, ανοιχτά των ακτών της Σικελίας. Και σε εκείνη την περίπτωση τα πιθανά σενάρια ήταν πολλά: δυστύχημα, φίλια πυρά (Αμερικανών ή Γάλλων), τρομοκρατική ενέργεια. Επειτα από μερικές εβδομάδες, το απόγευμα του Σαββάτου 2 Αυγούστου, οι Μπολονέζοι βλέποντας τον σταθμό της πόλης τους κατεστραμμένο δεν μπόρεσαν να μη συνδέσουν τα δύο γεγονότα. Το καλοκαίρι τους ολοκληρωνόταν απότομα και δραματικά, όπως ακριβώς είχε ξεκινήσει: με μια σφαγή. Σήμερα, έπειτα από 33 χρόνια, και οι δύο υποθέσεις παραμένουν ανοιχτές…