Δεκέμβριος του 1953, κάπου στη Νέα Υόρκη. Ο Τζον Κασσαβέτης διασκεδάζει έξω παρέα με τον φίλο και συνάδελφό του Τζον Ερικσον. Το βλέμμα του ξαφνικά καρφώνεται στη γυναίκα που κάθεται ακριβώς απέναντί του, σε στυλ Μάρλεν Ντίτριχ –δηλαδή με το στήθος της να ακουμπά στη ράχη της καρέκλας. Ο ελληνοαμερικανός ηθοποιός σκύβει στο αυτί του φίλου του και του ψιθυρίζει: «Τη βλέπεις; Αυτό είναι το κορίτσι που θα παντρευτώ». Σπανίως οι γυναίκες τού έλεγαν «όχι». Τουλάχιστον έως τότε. Γιατί η Τζίνα Ρόουλαντς ήταν αυτό που λέμε «σκληρό καρύδι». Γεννημένη το 1930, με καταγωγή από την Ουαλία, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη 20 χρόνια μετά, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: τα διαπροσωπικά προβλήματα των γονιών της την οδηγούν σε νευρικό κλονισμό και η ίδια αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις σπουδές της. Αποφασισμένη να τα καταφέρει μόνη της, πιάνει δουλειά ως ταμίας σε συνοικιακό –πλην «καλλιτεχνικό» –κινηματογράφο, όπου βλέπει μια νύχτα τον «Γαλάζιο Αγγελο» και μαγεύεται από αυτό το κράμα εξωστρεφούς θηλυκότητας και αρρενωπού δυναμισμού που χαρακτήριζε τόσο την Ντίτριχ. Η Ρόουλαντς βλέπει την ταινία ξανά και ξανά, δύο και τρεις φορές την ημέρα, και έχοντας ανακαλύψει την πραγματική της κλίση, έχει ήδη ξεκινήσει να αναζητεί μια καριέρα στο θέατρο.
Ο Κασσαβέτης πάλι είχε ήδη θέσει τις βάσεις για τη δική του, δίχως να είναι απόλυτα ικανοποιημένος. Οι μικροί ρόλοι έρχονται πλέον εύκολα, αλλά ο ίδιος βρίσκεται –από νωρίς –σε αδιέξοδο. Η σχολή Actors Studio κυριαρχεί, ο Κασσαβέτης όμως αναζητεί μια ειλικρίνεια που δεν τη βρίσκει στις διδαχές του Λι Στράσμπεργκ και του Ηλία Καζάν. Στήνει το δικό του «εργαστήρι», παρέα με 19 πρωτόπειρους ηθοποιούς, και παράλληλα ξενυχτά στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ηρωές του οι ιταλοί νεορεαλιστές, ο Καρλ Ντράγερ και ο Ορσον Γουέλς –για την ειλικρίνειά τους και αυτοί. Σε δύο χρόνια, περίπου, θα βάλει μπροστά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του με τον τίτλο «Σκιές».
ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΣΚΟΥΡΑ. Πριν από αυτό, όμως, πρέπει να γοητεύσει την Τζίνα Ρόουλαντς. Και ενώ ο ίδιος είναι συνηθισμένος στο σπορ (είναι ένας από τους πιο περιζήτητους εργένηδες στον καλλιτεχνικό μικρόκοσμο της Νέας Υόρκης και διασκεδάζει κατακτώντας συχνά – πυκνά κάποια θηλυκή «κορυφή»), τα βρίσκει σκούρα. Η Ρόουλαντς αναζητεί καριέρα και η προοπτική ενός έρωτα ή, ακόμη χειρότερα, ενός γάμου δεν την ενθουσιάζει και τόσο.
Παράλληλα, έχει να αντιμετωπίσει και την εμμονική κτητικότητα του Κασσαβέτη, η οποία δεν κολλάει καθόλου με τον άκρατο δυναμισμό της. Οι καβγάδες είναι συχνοί από την πρώτη ημέρα. «Η γυναίκα στην οποία παραδίδω τον πολύτιμο εαυτό μου οφείλει να με αγαπά δίχως όρους», της λέει και εκείνη τρελαίνεται. Η ίδια είναι ψύχραιμη, ραφινάτη, κομψή. Ετη φωτός μακριά από τον μισότρελο μεσογειακό τύπο που είναι έτοιμος να αρπαχτεί με όποιον τον αμφισβητεί. Συνταγή για ολοκαύτωμα. Χωρίζουν και ξανασμίγουν αδιάκοπα, αναζητώντας μιαν ισορροπία που δεν έρχεται ποτέ. Η σχέση τους καθορίζεται από αυτή τη δυναμική, η οποία θα τους κρατήσει μαζί μέχρι τέλους.
Μεγαλύτερη στιγμή τους –αν και οι απόψεις διίστανται (δικαίως, όταν έχουμε να κάνουμε με τέτοια φιλμογραφία) –παραμένει το «Μια γυναίκα εξομολογείται» του 1974, η ερωτική ιστορία του Νικ (Πίτερ Φολκ), ενός εργάτη σε εταιρεία υδάτων, και της Μέιμπλ (Ρόουλαντς) που μένει στο σπίτι με τα τρία μικρά παιδιά τους, ώσπου μια σοβαρή νευρική κρίση αναγκάζει τον Νικ να συναινέσει στον εγκλεισμό της για μικρό διάστημα σε νευρολογική κλινική. Και όλα αυτά γιατί; Μα επειδή ο Νικ και η Μέιμπλ αγαπιούνται με μιαν αγάπη που δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε οι φίλοι ούτε οι συγγενείς τους –άλλωστε αυτοί είναι το πρόβλημα! Αυτοί ως εκπρόσωποι μιας κοινωνίας που προφυλάσσει τη συνοχή της μέσω της καταστολής. Και η Μέιμπλ προσπαθεί να αντεπεξέλθει όπως μπορεί.
Προβληματική η ένωση των δυο τους, αλλά η ειλικρίνεια του πάθους τους είναι πάντοτε εκεί. Τα σύννεφα δεν διαλύονται, και τα χειρότερα ίσως και να μην έχουν αποφευχθεί –δεν είναι αυτό όμως που έχει σημασία. Χάριν ειλικρίνειας, τη μητέρα της Μέιμπλ στο φιλμ ενσαρκώνει η ίδια η μητέρα της Τζίνα Ρόουλαντς και η φιλμική τους σύγκρουση πυροδοτεί μια σειρά από αναπάντεχες αντιδράσεις, τις οποίες η κάμερα καταγράφει ανηλεώς.
Οι καβγάδες στο σετ διαρκείς. Και η προκύπτουσα ταινία, χτισμένη με σάρκα και αίμα, αναζητεί απάντηση στο μέγα ερώτημα της ζωής: Μπορεί η αγάπη και μόνον αυτή να κάνει τη διαφορά; Το σμίξιμο του Κασσαβέτη και της Ρόουλαντς αποτελεί το καλύτερο πειστήριο που έχουμε. Ισως, το μοναδικό.